Metamanias Θέατρο Συνέντευξη

Φαίδων Καστρής: “Οι ηθοποιοί δεν έχουν φύλο”

Ομολογεί ότι στη ζωή του διέπραξε «μία τεράστια αμαρτία», καθώς όπως λέει δεν αγάπησε «τίποτα και κανέναν περισσότερο από το θέατρο». Την ίδια ώρα δεν κρύβει ότι βρίσκεται «στην πιο ώριμη φάση» της ερμηνευτικής του διαδρομής και στην «πιο ωραία στιγμή» του, καθώς μόλις ολοκλήρωσε θριαμβευτικά τον ρόλο του Κρέοντα στη «Θηβαίδα» του Ρακήνα και συνεχίζει κάθε Δευτέρα και Τρίτη τον σπαρακτικό μονόλογο της Μαρί Πιέρ, στο έργο του Νταρλέ «Την Τρίτη στο σούπερ-μάρκετ», και σε δική του σκηνοθεσία, που παρουσιάζεται στο Show What ? της Πλατείας Μεσολογγίου 6, στο Παγκράτι.

«Είναι μια στιγμή που ένας κύκλος έχει ολοκληρωθεί και ξεκινάει ένας καινούριος», εξηγεί στο artplay.gr ο Φαίδων Καστρής και επιμένει: «Νιώθω τυχερός που παίζω στο μπαράκι «So what?» από το να ήμουν σε ένα θέατρο , εκτός εάν επρόκειτο για μια κρατική ή μεγάλη σκηνή, όπου θα μπορούσα να μην έχω ίσως αυτήν την αγωνία. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρω πως είναι το θέατρο για τον κόσμο, αλλά για τους ίδιους τους ηθοποιούς είναι αγχωτικό.

Εγώ είμαι πάρα πολύ χαρούμενος που μετά από δέκα χρόνια παίζω τη Μαρί Πιέρ, που υπήρξε ένας σταθμός.

Και μετά από μια δεκαετία όπου έχω δοκιμάσει αυτές τις διαδρομές φύλου, που για μένα είναι από τα πιο γοητευτικά στοιχεία στο θέατρο, αισθάνομαι λίγο τρανς ηθοποιός. Με μαγεύει και με γοητεύει αυτή μου η δυνατότητα να μπορώ να βυθιστώ σε αυτήν την κατάσταση χωρίς φύλο και να κάνω όλη τη διαδρομή».

«Είχα την αγωνία του δικού μου πατέρα»

«Όταν το 2011 έπαιξα για πρώτη φορά τη Μαρί Πιέρ, πρότεινα να ερμηνεύω παράλληλα και τον πατέρα, κάτι που δεν είχε κάνει κανένας ηθοποιός έως τότε, καθώς στο κείμενο η Μαρί Πιέρ παίζει το τι της λέει ο πατέρας της. Η δική μου πρόταση ήταν να ζωντανέψω τον πατέρα, σαν να είναι ο ίδιος που την κατοικεί.

Μέσα στα χρόνια που κύλησαν, το βασικότερο που ένιωσα, ήταν η αγωνία για τον δικό μου πατέρα, το τι θα απογίνει.

Και όταν σκεφτόμουν ότι κάποια μέρα θα καταπέσει, αναρωτιόμουν τι θα κάνουμε τότε, που είμαστε δυο ξένοι!

Κι όταν το 2017 πήρα τον πατέρα μου στο σπίτι, και τον γνώρισα, τον αγάπησα, τον φρόντισα, τον έπλυνα, τον τάισα, τον χάιδεψα,  είδα αυτό που όλη μου τη ζωή απευχόμουν, δηλαδή να μην του μοιάζω σε κάτι, είδα ότι όλα μου τα ταλέντα, όλη μου η προσωπικότητα, ήταν ένα δώρο από αυτόν τον άνθρωπο, που ποτέ δεν είδα και ποτέ δεν με άφησαν να τον δω, τόσο η μητέρα μου όσο και η οικογένειά της που τον είχε σαν σταχτοπούτα, καλυμμένο με στάχτη. Ο ίδιος ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει εύκολα, προσπαθώντας να με αποφεύγει. Η μάνα μου ήταν η μόνη όαση ζωής που είχε, το μόνο του πάθος και η μόνη του έννοια. Η μάνα μου και τα ζώα.

Όταν λοιπόν τον περιποιόμουν, ξύπνησε μέσα μου η παλιά Μαρί Πιέρ, κι εκεί που εκείνη λέει θα πάω να τον δω μια τελευταία Τρίτη, εγώ ένιωθα ότι ήταν η ευκαιρία που μου έδινε ο πατέρας μου, πριν πεθάνει. Γιατί θα πέθαινε και μέσα μου θα έμενε μια τρύπα, ένα κενό, ένα τεράστιο γιατί , γιατί δεν με αγάπησε, γιατί δεν με ήθελε, και όλο αυτό το πράγμα θεραπεύτηκε.

Το έργο άλλωστε αφορά τη Μαρί Πιέρ και το μπαμπά της, δεν είναι η Μαρί Πιέρ και η σεξουαλικότητά της, αλλά αυτή η ιερή σχέση παιδιού και γονιού που διαταράσσεται βαθιά.  

«Το τσαντάκι της Μαρί Πιέρ είναι εκείνο που κρατούσε η μαμά μου στο γάμο μου»

 Η Μαρί Πιέρ είναι ατέλειωτη μέσα μου, η τότε ήταν πολύ κοντά στη σημερινή, απλά πιο νέα και πιο πάλλουσα, ενώ τώρα είναι σαν μια μπαλάντα, μια νυχτοπεταλούδα που σπαρταράει πριν πεθάνει, κι ενώ τότε ήταν μια πεταλούδα χρωματιστή, του κήπου, τώρα είναι μια ψυχούλα της νύχτας.

Η Μαρί Πιέρ ήταν ένας πρώτος και ένας τερματικός σταθμός, μια διαδρομή που μέσα σε αυτήν έφτασα σε ένα σημείο ερμηνευτικό, ένα έργο που χωράει τον άνθρωπο, με τον τρόπο που εγώ μπορώ να τον ξεδιπλώσω και να ταξιδέψω μέσα στην ψυχή του.

Αυτό που νομίζω ότι κάνει την επιτυχία της Μαρί Πιέρ είναι  η διαδρομή από την ίδια στον πατέρα της, γιατί διαφορετικά θα ήταν το παράπονο της Μαρί Πιέρ. Αλλά είναι ένας ολόκληρος κόσμος.

Έχοντας μεγαλώσει στέκομαι απέναντι σε αυτόν τον κόσμο με ευαισθησία και δέος, φίλοι μου έχουν φύγει, είναι ένας κόσμος που αγάπησα κι έζησα μέσα σε αυτόν και ο οποίος χάνεται, κάτι που είναι κοινός τόπος για όλους.

Έτσι τα υλικά που προσκομίζω στην τωρινή Μαρί Πιέρ είναι πεθαμένες μαμάδες. Το τσαντάκι μου είναι εκείνο που κρατούσε η μαμά μου στο γάμο μου. Κι είναι εκεί και με βλέπει η κυρά Μαρία και μου λέει «μήπως είσαι γκέι; », κάτι που υπάρχει και στη μαμά της Μαρί Πιερ, αυτό το ναι, ναι. Έτσι όλα είναι πάρα πολύ βουτηγμένα μέσα σε αίμα, όλα είναι ζωντανό αίμα. Και χωρίς να μεταφέρω στη σκηνή τίποτα από τη δική μου ζωή. Γιατί ο ηθοποιός δεν μεταφέρει τίποτα από τη δική του ζωή. Όταν όμως δουλεύω πάνω στο ρόλο μου βρίσκω αυτές τις αντιστοιχίες. Κάτι που έκανα και κάνω πάντα.

Αυτά είναι τα αποστάγματά  μου. Πολύτιμα για τον κάθε άνθρωπο.

Η σκηνή είναι ένας χώρος να ξεδιπλώσω την ευαισθησία μου και να καταθέσω τα υλικά μου ως ηθοποιός, έντονα φορτισμένος, βαθιά ευσυγκίνητος, ανοιχτός, ευαίσθητος, εύθραυστος, με την έννοια του πως κινείται ένας ψυχισμός.

Αυτό που εγώ ορίζω σαν πλάσμα, όπου καταργούνται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και η μάσκα, μπαίνει σε μια περιοχή που είναι κοινός τόπος, ένας κήπος που μπορείς να συναντήσεις τα πάντα, από την Αλίκη του Λιούις μέχρι την Κλυταιμνήστρα και την Οφηλία. Σαν ένας πίνακας. Αυτός είναι ο τόπος που εγώ αισθάνομαι ότι λάμπω, φωτίζομαι, αγαλλιάζω. Νιώθω ότι υπάρχει μια περιοχή ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, που εγώ αισθάνομαι ολόκληρος.

Αναφερόμενος στο ρόλο του Κρέοντα που ερμήνευσε στη «Θηβαίδα» του Ρακίνα, έργο που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μπαμπίλης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ο Φαίδων Καστρής εξηγεί : «Ήταν τόσο δύσκολο να παίξεις έναν Κρέοντα σε ένα έργο του Ρακήνα και να τον παίξεις στα μεγέθη του συγγραφέα του.

Αλλά ο ηθοποιός είναι κυρίως το μυαλό, η διάνοια».

Σχολιάζοντας το θέμα των τρανς ηθοποιών με αφορμή τη Λυρική Σκηνή και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη Στρέλλα, ο Φ. Καστρής, σημειώνει πως «σίγουρα υπάρχει αποκλεισμός, αλλά οι τρανς αυτό που πρέπει να ζητούν και να διεκδικούν,  είναι το ότι οι ηθοποιοί δεν έχουν φύλο. Οι τρανς πρέπει να παίζουν όποιον ρόλο θέλουν. Είτε είναι ρόλος για γυναίκα είτε για άνδρα,  είτε για τρανς, είτε για γέρο ή παιδί. Όλοι οι ηθοποιοί έχουμε δικαίωμα σε όλους τους ρόλους. Οι ρόλοι μπορεί να έχουν φύλο, αλλά οι ηθοποιοί μπορούν να μην έχουν. Διεκδικώ να παίζω και γυναικείους ρόλους, διεκδικώ να  παίζω όλους τους ρόλους, ανάλογα με το τι έχω να πω και το τι έχω να προσθέσω.

Δεν  μπορούμε να απαγορεύουμε, γιατί τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποκλείονται θεματικές πολύ σοβαρές. Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει ένας αναβρασμός που ενώ φαίνεται ότι παλεύει για το καλό, ενδέχεται με την υπερβολή να πετύχει αντίθετα αποτελέσματα. Δημιουργείται ένας πνευματικός χυλός.

Έτσι υπάρχει φόβος να αρχίσουμε να απαγορεύουμε έργα που μιλάνε π.χ για αμβλώσεις, θανατώσεις, κάτι που φοβάμαι ότι κρύβει φασισμό.

Υπάρχουν κατηγοριοποιήσεις και δημιουργείται ένα ψέμα, όπως π.χ οι μαύροι ηθοποιοί που παίζουν τους αριστοκράτες στο Bridgestone, είναι ένα ψέμα της ιστορίας, κάτι πολύ επικίνδυνο.

Και αυτό έρχεται να καλύψει τα εγκλήματα, ενώ αντιθέτως, πρέπει να τα θυμόμαστε για να μην τα επαναλαμβάνουμε”.

Μάνια Ζούση

Φωτογραφίες : Σπύρος Τσακίρης