Παράξενα και μυστηριώδη κινηματογραφικά πλάσματα, τέρατα που κατοικούν δίπλα μας και μέσα μας πρωταγωνιστούν στο μεγάλο αφιέρωμα του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου έως 10 Νοεμβρίου), με τίτλο Εμείς, το τέρας / We, the Monster, το οποίο αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωμα του περσινού επιτυχημένου αφιερώματος Φ ΝΤΑΣΜ ΤΑ. Το αφιέρωμα επιμελείται ως guest curator o διεθνούς φήμης Κάρλο Σατριάν, πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής των Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και του Λοκάρνο, κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας και προγραμματιστής. Το κοινό θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει περισσότερα από 20 αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά, τα οποία διερευνούν και διατρέχουν τους σύνθετους και συναρπαστικούς συμβολισμούς και γρίφους που κρύβουν μέσα τους τα κάθε λογής τέρατα.
Ορισμένες από τις ταινίες του αφιερώματος είναι : Το Μάτια χωρίς πρόσωπο / Eyes Without a Face (1960) του Ζορζ Φρανζού, όπου ο χειρουργός Δρ. Ζενεσιέ, κυριευμένος από τύψεις για την παραμόρφωση που προκάλεσε στο πρόσωπο της κόρης του έπειτα από ένα αυτοκινητικό ατύχημα στο οποίο οδηγούσε ο ίδιος, καταστρώνει ένα διαβολικό σχέδιο. Με τη βοήθεια της Λουίζ, της πιστής βοηθού του, απάγει νεαρές όμορφες γυναίκες με σκοπό να τους «κλέψει» το πρόσωπο και να αναπλάσει χειρουργικά εκείνο της κόρης του, η οποία είναι προς το παρόν αναγκασμένη να φορά μια τρομακτική πορσελάνινη μάσκα. Σταδιακά, κι ενώ οι εξαφανίσεις νεαρών κοριτσιών πολλαπλασιάζονται, η αστυνομία εντοπίζει την πηγή του κακού και σφίγγει τον κλοιό γύρω από τον απελπισμένο γιατρό. Το Μάτια χωρίς πρόσωπο, που σηματοδότησε την οριστική μεταπήδηση του Φρανζού από το ντοκιμαντέρ στις ταινίες μυθοπλασίας, προκάλεσε ακραίες αντιδράσεις στο κοινό των πρώτων του προβολών· στην πορεία, βέβαια, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για σπουδαίους σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων οι Πέδρο Αλμοδόβαρ, Τζον Κάρπεντερ και Τζον Γου, εμπνέοντας παράλληλα τον Μπίλι Άιντολ να συνθέσει το διάσημο ομότιτλο τραγούδι. Ευρηματική παραλλαγή του μύθου του Φράνκενσταϊν, αλλά και εκθαμβωτικός φόρος τιμής στις διδαχές του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, η ταινία του Φρανζού σκιαγραφεί μια ανατριχιαστική πραγματεία για τη ρευστή έννοια της ταυτότητας, τον φόβο της θνητότητας και την απατηλή ματαιοδοξία της ομορφιάς, λειτουργώντας παράλληλα ως μεταφορά για την κινηματογραφική κατασκευή και ψευδαίσθηση.
Λίγο περισσότερο από εκατό χρόνια μετά τη διαβόητη «Πορεία προς τη Ρώμη» (Marcia su Roma) των Μελανοχιτώνων του Μπενίτο Μουσολίνι, η οποία οδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας από το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα, το ντοκιμαντέρ To Arms, We’re Fascists! (1962) –μια δημιουργία του διδύμου (τόσο στο σινεμά όσο και στη ζωή) Τσετσίλια Μαντζίνι και Λίνο Ντελ Φρα, με τη συνεργασία του κριτικού κινηματογράφου και ιστορικού Λίνο Μιτσικέ– στέκει ως μια επιβλητική και δυσοίωνη υπενθύμιση και προειδοποίηση.
Η ταινία ξεδιπλώνει μισό αιώνα ιταλικής ιστορίας, από το ιωβηλαίο στην εκατονταετηρίδα της Ενοποίησης της Ιταλίας, μέσα από σπάνια και πολύτιμα αρχειακά ντοκουμέντα. Από την εισβολή στη Λιβύη έως τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και από τη φρίκη του φασιστικού καθεστώτος έως την Αντίσταση των Παρτιζάνων και τον αναβρασμό της μεταπολεμικής περιόδου, με τερματικό σταθμό τα δραματικά γεγονότα της Σφαγής της Ρέτζιο Εμίλια τον Ιούλιο του 1960, το συνταρακτικό αυτό οδοιπορικό ανατέμνει την ιστορική μνήμη και τα ανεπούλωτα τραύματα του παρελθόντος της γειτονικής χώρας. Ως επώδυνη κατακλείδα διατυπώνει ένα σκοτεινό ερώτημα που παραμένει επίκαιρο και κρύβει μέσα του τις πιο δύσκολες απαντήσεις: έχουμε άραγε ξεμπερδέψει με τον φασισμό;
Το εκκωφαντικό σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τώνιας Μαρκετάκη, με τίτλο Ιωάννης ο βίαιος (1973), αντλεί έμπνευση από αληθινά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα κατά την ταραγμένη δεκαετία του ’60, σε ένα πρωτοποριακό (και όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα) δικαστικό δράμα: μια ταινία που αναμοχλεύει ψήγματα και θραύσματα από διάφορες αλήθειες, πιστοποιώντας πως η μία και μοναδική αλήθεια ισοδυναμεί με κυνήγι χίμαιρας.
Ο Ιωάννης Ζάχος, ένας διαταραγμένος νεαρός χωρίς ψυχική και σεξουαλική ισορροπία, ζει τις ερωτικές φαντασιώσεις του μέσα από την εξαγνιστική βία, παλεύοντας να καλύψει με αυτό τον νοσηρό τρόπο το έλλειμμα ανδρισμού και την απουσία σεβασμού που αισθάνεται. Όταν συλλαμβάνεται, ομολογεί τα εγκλήματά του, προς μεγάλη ανακούφιση της αστυνομίας, που έχει κατηγορηθεί από τον Τύπο για αναποτελεσματικότητα. Διερευνώντας σε βάθος την εγγενή θεατρικότητα που κρύβει μέσα της κάθε απόπειρα απονομής δικαιοσύνης και αναπαράστασης εγκλημάτων, η ταινία της Μαρκετάκη ανατέμνει μια σειρά από ανελέητες συγκρούσεις (κοινωνία-άτομο, πνεύμα του νόμου-γράμμα του νόμου), σκιαγραφώντας παράλληλα ένα ασφυκτικό και δυσοίωνο πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής. H ταινία θα προβληθεί με όρους καθολικής προσβασιμότητας για όλους τους θεατές στο πλαίσιο του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη της Alpha Bank, Χορηγού Προσβασιμότητας του Φεστιβάλ.
Το κτήνος / The Beast (1975) του Βαλέριαν Μπορόφτσικ ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του από την πρώτη κιόλας στιγμή, αφήνοντας έξω από την πόρτα κάθε ευπρέπεια, συστολή και ταμπού. Ο επικεφαλής μιας οικογένειας ευγενών που καταρρέει οικονομικά θεωρεί πως η τύχη του άλλαξε όταν η Λουσί, η κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία, δέχεται –για τους δικούς της λόγους– να παντρευτεί τον παραμορφωμένο και με νοητική αναπηρία γιο του. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως μετά την πρώτη γνωριμία των δύο οικογενειών, και καθώς μια σειρά από απαγορευμένες φαντασιώσεις επισκέπτονται τη Λουσί στα όνειρά (;) της, τα σκοτεινά μυστικά της αριστοκρατίας θα γίνουν ένα με τους αρχέγονους μύθους, συνυφαίνοντας τα όνειρα με την πραγματικότητα. Σεξουαλικές σκηνές που προκάλεσαν σάλο, αμηχανία και έκπληξη, ανοίγοντας παράλληλα τον δρόμο για ταινίες όπως το Μια γυναίκα δαιμονισμένη του Αντρέι Ζουλάφσκι, ευφυής μείξη της γοτθικής παράδοσης και της γαλλικής ερωτικής φάρσας, αδυσώπητος σαρκασμός απέναντι στην καταπίεση της σαρκικής επιθυμίας, τα πνιγηρά χρηστά ήθη και την έμφυτη υποκρισία του καθωσπρεπισμού είναι μονάχα ορισμένα από τα γαλόνια που συνοδεύουν μια ταινία που δεν θα πάψει ποτέ να προβοκάρει και να πυροδοτεί αντιδράσεις.
Στο Μέντα καραμέλα / Peppermint Candy (1999), τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της φιλμογραφίας του, ο Λι Τσανγκ-ντονγκ υφαίνει μια περίτεχνη αφήγηση που κινείται αντίστροφα στον χρόνο, σκιαγραφώντας ένα πορτρέτο των δραματικών γεγονότων που βίωσε η Νότια Κορέα τα τελευταία είκοσι χρόνια του 20ού αιώνα. Χωρισμένο υποδειγματικά σε επτά κεφάλαια κλιμακούμενης έντασης, το Μέντα καραμέλα ιχνηλατεί την προδιαγεγραμμένη πορεία αποκτήνωσης και κατάρρευσης του Κιμ Γουόνγκ-χο, ενός (κάποτε) ρομαντικού νεαρού φοιτητή που ονειρευόταν να γίνει φωτογράφος. Η στρατιωτική δικτατορία και η αιματοβαμμένη εξέγερση της Γκουάνγκτζου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η ανελευθερία και η καταστολή που σημάδεψαν την κορεατική κοινωνία των επόμενων ετών, ο βίαιος οικονομικός μετασχηματισμός και η ασιατική οικονομική κρίση του 1997 διαθλώνται μέσα από την ιστορία ενός απλού ανθρώπου που βρέθηκε παγιδευμένος σε συμπληγάδες δυνάμεων που τον ξεπερνούσαν. Οι μονίμως ανοιχτές πληγές του παρελθόντος, οι προσωπικές ιστορίες που συνθλίβονται κάτω από το βάρος της Ιστορίας, οι ενοχές που δεν μπορούν να βρουν καταφύγιο στη λήθη και η αμετάκλητη απώλεια κάθε αθωότητας φέρνουν στην επιφάνεια το πιο αδυσώπητο τέρας που παραμονεύει εκεί έξω: τη ζωή που ξοδεύτηκε, την αγάπη που ξεγλίστρησε, τον χρόνο που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Στο Sasquatch Sunset (2024) των Ντέιβιντ και Νέιθαν Ζέλνερ, δύο από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές προσωπικότητες του σύγχρονου ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, τέσσερις νομάδες μεγαλοπόδαροι περιπλανιούνται για έναν χρόνο στα άγρια δάση της βόρειας Καλιφόρνιας, ελπίζοντας να συναντήσουν άλλους επιζώντες από το είδος τους και πασχίζοντας να επιβιώσουν σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, γεμάτο κινδύνους και απειλές. Με πρώτη ύλη έναν από τους πιο δημοφιλείς και διαχρονικούς μύθους της Βόρειας Αμερικής, οι αδελφοί Ζέλνερ χαρτογραφούν ένα επικό ταξίδι επιβίωσης και ανθεκτικότητας, άλλοτε χιουμοριστικό κι άλλοτε σπαρακτικό, σε μια ταινία χωρίς διαλόγους, όπου οι ερμηνείες βασίζονται εξ ολοκλήρου στην κινησιολογία και στη μη λεκτική εκφραστικότητα. Στο τέλος της διαδρομής, το επιμύθιο είναι πλέον σαφές: τα πιο απειλητικά τέρατα είναι εκείνα που κατασκευάζει το μυαλό μας για να ξορκίσει και να εξοστρακίσει οτιδήποτε του φανεί ακατανόητο και απωθητικό.
Τα τέρατα γεννήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την αφήγηση, τη δημιουργία ιστοριών, αλλά και την πανανθρώπινη και διαχρονική ανάγκη να δώσουμε σχήμα και μορφή στους φόβους μας προκειμένου να τους διαχειριστούμε και να τους αντιμετωπίσουμε, λειτουργώντας ως πηγή έμπνευσης για αμέτρητες ιστορίες τρόμου, αγάπης και αποδοχής στη διάρκεια των αιώνων. Σταδιακά, και καθώς οι δυτικές κοινωνίες αποκτούσαν δομές και κανόνες λειτουργίας, προσπαθώντας να δαμάσουν το άρρητο και το ακατανόητο, τα τέρατα εξορίστηκαν από το προσκήνιο και το επίσημο κάδρο – η εποχή στην οποία συνυπήρχαν θεοί και δαίμονες, θνητοί και μύθοι, άνθρωποι και τέρατα, είχε πλέον παρέλθει. Πλέον τα τέρατα είχαν επιστρέψει στη σκοτεινή τους μήτρα, στην αρχέγονη φύση: κατοικούσαν στα δάση και στα βουνά, στα βάθη των σπηλαίων και στον βυθό της θάλασσας. Και ο κίνδυνος που άρχισε να μας ασκεί αυτή η αθέατη δύναμη και αυτή η απαγορευμένη παρουσία απέκτησε σχεδόν αναπόφευκτα μια ακαταμάχητη γοητεία.
Το τέρας χρησιμοποιήθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή ως σύμβολο στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική, στις περισσότερες περιπτώσεις για να εκφράσει το άγνωστο, το ανοίκειο, το βλέμμα του Άλλου. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείψει από τον κινηματογράφο.
«Σχηματοποιώντας και σωματοποιώντας φόβους και επιθυμίες, το τέρας αγγίζει την πεμπτουσία του σινεμά. Όταν φέρνουμε κατά νου εξαίσιες, μοναδικές, αξέχαστες κινηματογραφικές εικόνες, δεν στρεφόμαστε στην αψεγάδιαστη ομορφιά. Οι ταινίες είναι ταυτόχρονα ένα ανοιχτό παράθυρο στο άγνωστο και ένας παραμορφωτικός πλην απόλυτα πιστός καθρέφτης της εσωτερικής μας φύσης. Όσο συχνά κι αν παρουσιάζονται τα τέρατα ως ο “εχθρός”, γίνονται εξίσου συχνά ένα πρίσμα που μας βοηθάει να αντιληφθούμε την ετερότητα στο περιβάλλον μας, το τερατούργημα που ενδημεί σε κάθε άνθρωπο, όπως και τη φυσική παρόρμηση να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε το διαφορετικό», σημειώνει ο επιμελητής του Κάρλο Σατριάν.
Στις ταινίες του αφιερώματος συναντούμε τέρατα της ιστορίας και της πολιτικής τα οποία έγραψαν ορισμένες από τις πιο μελανές σελίδες στο βιβλίο του 20ού αιώνα, τέρατα αόρατα και επινοημένα που αντανακλούν τις πιο ανεξήγητες και ακραίες συμπεριφορές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. «Ολοένα και συχνότερα το τέρας εμφανίζεται ξανά σαν μια ανεστραμμένη εικόνα του εαυτού μας. Καθώς ο λαϊκισμός, οι ακραίες πολιτικές επιλογές και η εχθροπάθεια δημιουργούν τερατογενέσεις, διαπιστώνουμε με τρόμο ότι το τέρας δεν κατοικεί μόνο στον έξω φανταστικό κόσμο, αλλά και μέσα μας και ότι με την συμμετοχή, την ανοχή ή τη σιωπή μας γινόμαστε και εμείς τέρατα -όπως πολύ σοφά είχε προφητεύσει ο Μάνος Χατζιδάκις» σημειώνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης, ενώ ο Κάρλο Σατριάν συμπληρώνει: «Μέσα από αυτό το αφιέρωμα προσπαθήσαμε να διευρύνουμε την έννοια του τέρατος. Επιλέγοντας ταινίες που αμφισβητούν την ιδέα της “κανονικότητας”, ελπίζουμε να συμβάλουμε στον πολιτικό διάλογο που βρίσκεται στο επίκεντρο των “πλουραλιστικών” κοινωνιών μας».
H καθιερωμένη δίγλωσση ειδική θεματική έκδοση του Φεστιβάλ συνδέεται με το μεγάλο αφιέρωμα της φετινής διοργάνωσης και θα περιλαμβάνει κείμενα και αναλύσεις από θεωρητικούς του σινεμά, κοινωνιολόγους και δημοσιογράφους. Συγκεκριμένα, κείμενα γράφουν η ελβετίδα συγγραφέας και πρώην αρχισυντάκτρια της Le Monde diplomatique Μόνα Σολέ, ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Νικόλας Σεβαστάκης, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, η συντονίστρια των εκδόσεων του Φεστιβάλ, Γκέλυ Μαδεμλή. Στην έκδοση περιλαμβάνεται, επίσης, ένα επιμελητικό κείμενο από τον Κάρλο Σατριάν, καθώς και παρουσίαση των ταινιών του αφιερώματος.
Η θεματική του αφιερώματος εμπνέει και την κεντρική έκθεση της διοργάνωσης. Το Φεστιβάλ ανέθεσε στους εικαστικούς Μαλβίνα Παναγιωτίδη και Δαυίδ Σαμπεθάι να δημιουργήσουν έργα που βρίσκονται σε διάλογο μεταξύ τους και θα παρουσιαστούν στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, σε επιμέλεια του Ορέστη Ανδρεαδάκη, κατά τη διάρκεια του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με δωρεάν είσοδο για το κοινό. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Παρασκευή 1η Νοεμβρίου.