Θέατρο Κινηματογράφος

“Ένα μονοπλάνο ενενήντα λεπτών με όρους πολύ μεγάλης αλήθειας”

O Έλληνας Ταραντίνο, με τους πιστούς και φανατικούς θεατές, που κατάφερε είτε να τον λατρεύεις είτε να τον προσπερνάς θυμωμένα, ο οποίος τόλμησε ωστόσο να καταδείξει την ασπρόμαυρη πραγματικότητα μιας ζωής για την οποία όλοι ξέραμε, αλλά κανείς δεν μιλούσε, ενός περιθωρίου που σε περίοδο χρωματιστών χρόνων και ονείρων ζούσε στον δικό του ζόφο, ο Γιάννης Οικονομίδης, αφήνει για λίγο την κινηματογραφική κάμερα για χάρη της θεατρικής σκηνής, συνεχίζοντας πάντα να αποκαλύπτει στο κοινό την πιο σκληρή πλευρά της ελληνικής κοινωνίας. «Σαν να προσπαθεί η ζωή να δει τον εαυτό της κάθε βράδυ», όπως μας εκμυστηρεύεται.

Ο σκηνοθέτης, που αποθεώθηκε, αλλά και σχολιάστηκε αρνητικά μετά το ξάφνιασμα που προκάλεσε με μια νέα κινηματογραφική γλώσσα η οποία προσπερνούσε πολλές φορές τη ζωή σε ωμότητα και ρεαλισμό, σκηνοθετεί για χάρη του Εθνικού Θεάτρου την παράσταση «Στέλλα κοιμήσου» που κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 13 Οκτωβρίου στη Σκηνή Νίκος Κούρκουλος.

«Δεν σου κρύβω πως λίγο νωρίτερα φοβόμουν ότι δεν ήμουν έτοιμος για να μπω σε τέτοια χωράφια, δεδομένου ότι δεν είμαι κανένας επιπόλαιος που, επειδή έκανα ένα ονοματάκι στο σινεμά, θα μπορούσα να τσαλαβουτήσω και εδώ, και εκεί. Η αμετροέπεια, το κακώς εννοούμενο θράσος και η επιπολαιότητα δεν καταλήγουν πουθενά αλλού από την παραγωγή σκουπιδιών. Όλα αυτά τα χρόνια όχι μόνο δεν ένιωθα έτοιμος, αλλά αισθανόμουν και έναν σεβασμό σε έναν άλλο χώρο» εξηγεί.

Δεν κρύβει πως «εξέλιξε πράγματα σε σχέση με τη δραματουργία και τους ηθοποιούς» και αυτό είναι, όπως λέει, που καταθέτει στη θεατρική σκηνή και «όχι το οπτικό θέαμα που πολλοί ίσως περιμένουν ή συγχέουν και βαφτίζουν κινηματογραφικότητα. Επιμένω στην πρόζα, στους χαρακτήρες, θέλω ο θεατής να βλέπει μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, με αναγνωρίσιμους ήρωες, με ψυχολογία και όποιος καταλαβαίνει μπορεί να ταυτιστεί ή να τους απωθήσει».

Μέσα στη «Στέλλα Βιολάντη» επιμένει πως ανακάλυψε «έναν πυρήνα μιας ακραίας ωμότητας και σκληρότητας. Πρόκειται για ένα σημείο βαθιάς κόντρας ανάμεσα σε πατέρα και κόρη που στην ουσία εξέλιξα. Αυτό που θα δει ο κόσμος είναι ένα καινούργιο έργο, που προέκυψε μέσα από τη μέθοδό μου με τους ηθοποιούς. Το ‘Στέλλα κοιμήσου’ έχει μια αυθυπαρξία, μια δική του οντότητα και ταυτότητα».

Ο σκηνοθέτης δεν διστάζει να παραδεχθεί πως «μέσα στους χαρακτήρες μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας. Μια ιστορία για τη διαπλοκή και τη σχέση της εξουσίας με το χρήμα, την πολιτική και τον υπόκοσμο».

Η υπόθεση διαδραματίζεται μια Κυριακή του Ιουλίου στο σαλόνι του Αντώνη Γερακάρη, στη βίλα του στην Πολιτεία. Πρόκειται, όπως σημειώνει ο Οικονομίδης, για «έναν φραγκάτο νεόπλουτο άνθρωπο του υποκόσμου, πιστολά, γκάγκστερ, ο οποίος παντρεύει την κόρη του τη Στέλλα με τον γόνο ενός πολύ επιφανούς Έλληνα πολιτικού, έναν γάμο μέσα από τον οποίο ο Γερακάρης ονειρεύεται να μπει στην πολιτική από την πίσω πόρτα, ξεπλένοντας έτσι το όνομά του. Μια εβδομάδα πριν από τους αρραβώνες, αποκαλύπτεται ότι η Στέλλα είναι ερωτευμένη με τον Μάριο Αγγελή, ανερχόμενο τηλεοπτικό ηθοποιό, είδηση που σκάει σαν βόμβα στην οικογένεια, καθώς η νεαρή αρνείται να γίνει αυτός ο αρραβώνας. Όλο το έργο είναι αυτό το κορίτσι και η προσπάθειά του να εκφραστεί με την καρδιά του απέναντι σε όλους τους άλλους που έχουν αντίθετη γνώμη. Είναι όλοι άνθρωποι που πάλλονται, σπαρταράνε, δεν είναι σύμβολα, μιλούν με επιχειρήματα. Από τη μία το σύστημα και από την άλλη το συναίσθημα. Οι δύο πόλοι και η φοβερή σύγκρουση ανάμεσά τους» αναφέρει ο σκηνοθέτης.

Δεν διστάζει να ομολογήσει πως έβαλε ένα μεγάλο στοίχημα που ήταν αν θα κατάφερνε να έφερνε στη σκηνή την πραγματικότητα ενός κόσμου όχι μεταφορικά και συμβολικά, αλλά «μια φέτα ζωής που εξελίσσεται και αναπνέει. Αυτό που συμβαίνει στα 90 λεπτά του έργου ενσαρκώνεται κάθε βράδυ με την ίδια πιστότητα και θερμοκρασία και κάθε φορά θα είναι διαφορετικό, καθώς οι ηθοποιοί θα μοιάζει να ξαναζούνε τη ζωή τους κάθε βράδυ. Κάτι που δεν έχει ξαναγίνει, καθώς θέλει φοβερά κότσια, εγρήγορση και δεξιοτεχνία ως προς τον αυτοσχεδιασμό στο όριο του βιώματος».

Ο Οικονομίδης αποκαλύπτει ότι βαθύτερος στόχος του είναι να βάλει τον θεατή σε αυτό το σαλόνι, κάνοντάς τον αόρατο μάρτυρα. Έτσι ώστε να πάψει να είναι θεατής μιας παράστασης, αλλά μάρτυρας, συμμέτοχος αυτής της φέτας ζωής που θα ξεδιπλώνεται κάθε βράδυ μπροστά του. “Αυτό που θα ήθελα είναι ο θεατής να έρχεται και να βιώνει μια εμπειρία” λέει και χαρακτηρίζει την παράσταση ένα μονοπλάνο ενενήντα λεπτών με όρους «πολύ μεγάλης αλήθειας».

_MG_8744Color Essentials 02

Ταυτότητα παράστασης

Σκηνοθεσία : Γιάννης Οικονομίδης

Επιμέλεια κειμένου: Βαγγέλης Μουρίκης

Σχεδιασμός φωτισμών : Bασίλης Κλωτσοτήρας

Βοηθός σκηνοθέτη/επιμέλεια κίνησης: Αντώνης Ιορδάνου

Σκηνογραφία : Ioυλία Σταυρίδου

Ενδυματολόγος : Γιούλα Ζωιοπούλου

Μουσική : Μπάμπης Παπαδόπουλος

_MG_8657Color Essentials 02

 

Διανομή με αλφαβητική σειρά:

Θείος Τάκης: Αντώνης Ιορδάνου

Στέλλα Γερακάρη: Ιωάννα Κολλιοπούλου

Θεία Βάσω: Μάγια Κώνστα

Μάριος Αγγελής: Αλέξανδρος Μαυρόπουλος

Ελενη Γερακάρη: Καλιρρόη Μυριαγκού

Γιώργος Γερακάρης: Γιάννης Νιάρρος

Αντώνης Γερακάρης: Στάθης Σταμουλακάτος

Ανθή Γερακάρη: Ελλη Τρίγγου

Η παράσταση είναι κατάλληλη για άνω των 15 ετών

 

Μάνια Ζούση

Πηγή: Αυγή