Βιβλίο

Βασίλης Αλεξάκης : «Όταν γράφεις εύκολα σημαίνει..δεν γράφεις καλά»

Με την πραότητα, την τρυφερότητα και την ευγένεια που τον χαρακτηρίζει, ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης αφηγείται στη «Νέα Σελίδα» τη ζωή του, παραχωρώντας μια βαθιά εξομολογητική συνέντευξη που αιφνιδιάζει. Με περισσή ειλικρίνεια αποκαλύπτει την πάλη του με τον καρκίνο πριν δυο χρόνια και την γειτνίαση με το θάνατο, μια πρωτόγνωρη εμπειρία που όπως λέει « δεν μπορείς να  ξεχάσεις και πρέπει να  διηγηθείς». Πιθανολογεί πως αυτό αποτέλεσε και την αιτία για το θέμα του νέου του βιβλίου που είναι η αυτοκτονία.

Ο διεθνής Έλληνας με τις δυο πατρίδες και τις δυο γλώσσες, θυμάται τα παιδικά του χρόνια, τις πολλές ιστορίες που άκουγε τα βράδια πριν κοιμηθεί από την μητέρα του, τα λιγοστά βιβλία στα δύσκολα οικονομικά χρόνια που  πήγαιναν από χέρι σε χέρι και πουλιόντουσαν φτηνά στα καροτσάκια των δρόμων, τα χρόνια στο Παρίσι, τη δημοσιογραφία, το ζόρι της γραφής και την εμμονή στο χειρόγραφο.

Το Παρίσι και η Monde

«Ο πατέρας μου ήταν από τη Σαντορίνη και τα παιδικά μου χρόνια, κυρίως τα καλοκαίρια, τα πέρασα στο νησί.  Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις. Αν κι ήταν  μια Σαντορίνη πάμπτωχη και ταλαιπωρημένη, με πάρα πολλές αρρώστιες και ειδικό οφθαλμιατρείο, καθώς λόγω της έλλειψης νερού, οι κάτοικοι αντιμετώπιζαν προβλήματα όρασης. Η μάνα μου ήταν από την Κων/πολη, ήρθαν πρόσφυγες το ΄22 με την μητέρα και τις τρεις αδελφές της. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, φοίτησα στη Λεόντειο και με την υποτροφία που πήρα έφυγα στο Παρίσι αρχές του ΄60. Σπούδασα για τρία χρόνια σε μια από τις καλύτερες και γνωστότερες γαλλικές σχολές δημοσιογραφίας στη Λιλ. Τον πρώτο χρόνο ζορίστηκα για να μάθω τέλεια τη γλώσσα. Ίσως να ήταν ο πιο δύσκολος χρόνος στη ζωή μου, κοπιαστικός, με διαβάσματα και δουλειά για να βγάζω τα προς το ζην. Μετά από τρία χρόνια γύρισα στην Ελλάδα για να πάω φαντάρος και ίσως να παρέμενα, αν δεν γινόταν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Με την ολοκλήρωση της θητείας παίρνω την απόφαση, τέλος του ΄68, να φύγω στο Παρίσι».

Η Monde και τα πρώτα βιβλία

«Το Παρίσι ήταν μια περιπέτεια και μια πρόκληση , ελκυστικό, αλλά ξένο. Μπορεί οι Γάλλοι να αμφέβαλαν αρχικά στο να με εμπιστευτούν, αλλά γρήγορα τους έπειθα ότι κατείχα σε άριστο βαθμό την γλώσσα τους. Έτσι στάθηκα στη χώρα. Με ευνόησε ο Μάης του ‘ 68 με τα ελεύθερα και ανοιχτά πνεύματα, καθώς οι Γάλλοι ήταν έτοιμοι να δεχθούν τον καθένα και να συζητήσουν. Και επίσης με ευνόησε το ότι προερχόμουν από ένα ανελεύθερο δικτατορικό καθεστώς. Άρχισα να δουλεύω στη Monde, όπου αρχικά δοκιμάστηκα σε μια κριτική βιβλίου για ένα ογκώδες μυθιστόρημα. Άρεσε, δημοσιεύτηκε και έτσι άρχισε η συνεργασία μου με την μεγαλύτερη γαλλική εφημερίδα που διήρκεσε δεκαπέντε χρόνια. Κυρίως έγραφα βιβλιοκριτική, κάποια χρονογραφήματα και άρθρα. Γράφω το πρώτο διήγημα με τον τίτλο «Ο Μπαμπάς» που κυκλοφόρησε αργότερα σε μια συλλογή με τον ίδιο τίτλο. Το ΄74 έρχεται το πρώτο μου βιβλίο. Στην Ελλάδα ήταν αδιανόητο να κάνεις ο,τιδήποτε καθώς  υπήρχε λογοκρισία. Έτσι στη Γαλλία δεν χρωστάω μόνο ότι με δέχθηκε, αλλά ότι μου έδωσε και μια τεράστια ελευθερία που εδώ δεν την είχα. Για αρκετά χρόνια δημοσιογραφώ, δουλεύω στο ραδιόφωνο  και γράφω βιβλία. Παντρεύομαι Γαλλίδα, κάνουμε δυο παιδιά και γύρω στα  40 μου χρόνια σταματώ την δημοσιογραφία, καθώς δεν μπορούσα να τα κάνω όλα καλά. Η λογοτεχνία όπως και η δημοσιογραφία, ήθελε πάρα πολύ χρόνο. Είναι και τα δυο πολύ απαιτητικά επαγγέλματα και δεν μπορούν να συνδυαστούν. Αλλιώς γίνεσαι συγγραφέας του Σαββατοκύριακου. Και κάτι τέτοιο δεν με ενδιέφερε».

Οι ήρωες, οι ιστορίες, η φαντασία

Ο Βασίλης Αλεξάκης ζει όπως ομολογεί από τα βιβλία του. «Ταπεινά βέβαια, αλλά ζω», συμπληρώνει. Όταν τον ρωτάμε  πως δημιουργεί τις ιστορίες  και τους ήρωές του, μας απαντά ευθέως πως «έμπνευση δεν υπάρχει. Αυτή η δουλειά συνίσταται στο να κατασκευάζεις ιστορίες. Εμένα αυτό μου άρεσε. Από εκεί και πέρα έρχονται όλα τα άλλα. Είναι φαντασία 90%. Χρησιμοποιείς φυσικά υλικά από την ζωή σου και την ζωή των άλλων, χρειάζονται χίλια δυο. Σαν τα παραμύθια που λες στα παιδιά. Κι εγώ άκουσα πολλά παραμύθια, ή μάλλον ιστορίες από την μάνα μου. Μας διάβαζε το βράδυ πριν κοιμηθούμε, ο αδελφός μου και εγώ, βιβλία για μεγάλους. Είχε μεγάλη αγάπη στη λογοτεχνία και μας ενθάρρυνε. Τα βιβλία ήταν τότε ελάχιστα. Πήγαιναν από χέρι σε χέρι, από τον έναν στον άλλο, τα δανειζόμασταν. Στο σπίτι δεν είχαμε βιβλιοθήκη, αλλά υπήρχε τρόπος κι έφταναν ως εμάς. Μιλάμε για δύσκολα οικονομικά χρόνια. Υπήρχαν βιβλία στα καροτσάκια, στην Πανεπιστημίου και στη Σταδίου. Βιβλία στο πεζοδρόμιο, σε πολύ χαμηλές τιμές που μπορούσες να αγοράσεις. Ήταν καταπληκτικό το ότι σε όλη την Αθήνα μπορούσες να βρεις αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Από Ντοστογιέφσκι και  Στάινμπεκ έως Ζολά και  Πιτιγκρίλι. Η παρουσία της λογοτεχνίας στους δρόμους και στα πεζοδρόμια ήταν σημαντική. Σαν τα κουλούρια ήταν απλωμένα. Και σταματούσε ο κόσμος, καθώς οι τιμές ήταν προσαρμοσμένες στο βαλάντιο του κάθε περαστικού. Λυπάμαι που δεν πουλάνε πια βιβλία στους δρόμους».

Βιβλία σε δυο γλώσσες

«Κάθε δυο χρόνια βγάζω ένα βιβλίο. Αυτή είναι η ζωή μου. Είναι ανάγκη και επιλογή. Με ευχαριστεί και δίνει κάποιο νόημα στον χρόνο.

Δεν κοιτάω πίσω μου για το τι έχω κάνει. Με ενδιαφέρει αυτό που θέλω να κάνω. Και αυτό με απασχολεί. Άλλωστε τα  βιβλία μου δεν είναι ορατά πουθενά, ούτε εδώ ούτε στο Παρίσι. Τα έκανα, τέλειωσαν , είναι παρελθόν.

Στη Γαλλία τα φρόντιζε ο εκδότης μου που ήταν και πολύ φίλος μου, ήμασταν μια ζωή μαζί, πέθανε πρόσφατα και μου κόστισε πάρα πολύ ο θάνατός του, τον αναφέρω στο «Κλαρινέτο», το τελευταίο βιβλίο μου. Είχε εκδώσει όλα μου τα έργα.

Ανάμεσα στις δυο γλώσσες έχω βρει μια ισορροπία. Με διασκεδάζει που χρησιμοποιώ και τις δυο. Κι ίσως επειδή το πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη με γοητεύει, το θέμα αυτό το έχω χρησιμοποιήσει και μυθιστορηματικά. Μοιάζει λίγο με παιχνίδι».

Ο Αλεξάκης δεν διστάζει να παραδεχθεί πως η γραφή είναι η ζωή του, αποκαλύπτει πως γράφει με δυσκολία και σχολιάζει: « ευτυχώς θα έλεγα, γιατί όταν γράφεις εύκολα σημαίνει ότι δεν γράφεις καλά. Αργώ πάρα πολύ, είμαι πολύ ευχαριστημένος αν γράψω μισή σελίδα την ημέρα, δηλαδή 15 γραμμές. Με αυτόν τον ρυθμό προχωρώ. Όλη την ημέρα την περνώ έτσι, καθισμένος στο γραφείο, κάνω δοκιμές, γράφω, σβήνω άνευ τέλους και κάποια στιγμή λέω αυτό πάει καλά.

Ο συγγραφέας εξηγεί πως το μυθιστόρημα στο οποίο ο ίδιος επιμένει, δεν είναι ημερολόγιο, αλλά κατασκευή. «Δεν περνάω καλά όταν γράφω γιατί έχω το άγχος της συνέχειας, της αναζήτησης, του ψαξίματος, της ολοκλήρωσης. Έχω μια σπουδαία ικανοποίηση όταν βρίσκω κάτι. Αλλά η αναζήτηση της λύσης είναι απολύτως προσωπική υπόθεση και ακραία μοναχική. Είναι ζήτημα χρόνου και δουλειάς. Πολλοί δεν το φαντάζονται πόση δουλειά θέλει το μυθιστόρημα», σημειώνει ο δημιουργός που συνεχίζει να γράφει τα βιβλία του χειρόγραφα, καθώς θεωρεί όπως λέει πως « ο υπολογιστής με την δήθεν ευκολία που παρέχει, έχει ζημιώσει την συγγραφή. Και επιπλέον έτσι δεν μένουν χειρόγραφα, οι δοκιμές που έχεις κάνει για να φτάσεις στο τελικό κείμενο. Έχω όλες τις δοκιμές και τα χειρόγραφα των έργων μου. Είναι ένα υλικό που μπορεί κάποτε να έχει ένα ενδιαφέρον για κάποιον, για το πώς γράφεται ένα βιβλίο. Ο υπολογιστής δεν το εξηγεί αυτό, αλλά η γραφή το εξηγεί. Και ο υπολογιστής δεν σε αναγκάζει να ζοριστείς τόσο όσο η γραφή. Είναι ζόρι η γραφή».

Η αυτοκτονία στο επίκεντρο του επόμενου βιβλίου

Τα βιβλία του Βασίλη Αλεξάκη επανακυκλοφορούν από τον εκδοτικό οίκο Μεταίχμιο και εκείνος γράφει ήδη το επόμενο, για το οποίο ωστόσο είναι αρκετά φειδωλός. «Είναι η ιστορία μιας αυτοκτονίας. Είναι κάποιος που σε όλο το βιβλίο σκέπτεται να αυτοκτονήσει αλλά τελικά δεν το κάνει». Στην ερώτηση εάν υπήρξε κάποιο περιστατικό που τον ώθησε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα, αποκαλύπτει πως πριν δυο χρόνια χτυπήθηκε δυο φορές από καρκίνο. «Ήταν πάρα πολύ δύσκολα κι ίσως αυτό με έφερε πιο κοντά στο θέμα του δικού μου θανάτου, άρα και του θέματος της αυτοκτονίας. Ίσως από εκεί να πήρα την ιδέα. Ωστόσο δεν έχω μεγάλη εκτίμηση στους αυτόχειρες, θεωρώ ότι είναι λίγο επηρμένοι και νάρκισσοι. Δεν μπορώ να παραβλέψω πάντως πως η αυτοκτονία είναι και αποτέλεσμα της κρίσης. Η οργάνωση Κλίμακα που ασχολείται με την πρόληψη των αυτοκτονιών, παράγει έργο. Ασχολήθηκα μαζί τους, αναζήτησα στοιχεία και εργάστηκα ερευνητικά».

Το ότι ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο άλλαξε άραγε τον τρόπο που σκέφτεται και γράφει; «Η γραφή δεν είναι διαφορετική, αλλά είναι ο τρόπος που σκέφτομαι. Είναι μια εμπειρία να έχεις βγει λίγο από την ζωή. Το πίστεψα κάποια στιγμή ότι φεύγω. Ένιωσα ότι δεν αντέχω. Ήταν κάτι καινούριο, που δεν το ήξερα και δεν το είχα ζήσει. Και όλο αυτό δεν μπορείς να το ξεχάσεις και πρέπει να το διηγηθείς , να βρεις έναν τρόπο να το βγάλεις από μέσα σου. Το θέμα της αυτοκτονίας ουδέποτε με είχε απασχολήσει. Στην έρευνά μου ενδιαφέρθηκα για άλλους αυτόχειρες. Είναι κάτι  πολύ οδυνηρό και ένα καταθλιπτικό θέμα. Στην ουσία κανέναν από αυτούς δεν καταλαβαίνω. Και  οι περισσότεροι χρήζουν ψυχιατρικής αντιμετώπισης, καθώς πρόκειται για μια διαταραχή όπως λένε κι οι ψυχίατροι».

Στο νέο του βιβλίο ο Βασίλης Αλεξάκης θα μιλήσει όπως εξήγησε, και για το προσφυγικό ζήτημα, παίρνοντας σημαντική θέση για αυτό. «Στο Κλαρινέτο γράφω αρκετά για αυτούς, τους συνάντησα, έχουν έρθει εδώ, έχω πουλήσει μαζί τους την Σχεδία. Αλλά το όλο θέμα αποτελεί και τροφή για  το βιβλίο. Έτσι στη στάση μου υπάρχει και μια υστεροβουλία, καθώς το υλικό θα το χρειασθώ κι είναι κάτι που εμπλουτίζει την συγγραφή, καθώς είναι σημαντικό σε αυτήν να υπάρχουν και στοιχεία από την πραγματικότητα που μπορεί ακόμα και να σε  θλίβουν. Στην ουσία βγάζεις την δυσφορία σου και την απελπισία σου όταν γράφεις. Την ίδια ώρα στα βιβλία διοχετεύουμε την ευαισθησία μας για αυτά που συμβαίνουν, τους πολέμους, τα δράματα των προσφύγων και των αστέγων».

Μάνια Ζούση

ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ 17/12/2017