featured Βιβλίο

Τρεις συγγραφείς..χαμένοι στην μετάφραση

Οι λέξεις, η φροντίδα, το χάδι και η έννοια τους για αυτές βρίσκονται στο επίκεντρο της ζωής και της καθημερινότητάς  τους. Τις προσέχουν, τις κανακεύουν και ζουν από αυτές. Είναι  μεταφραστές που συνδυάζουν με επιτυχία και την ιδιότητα του συγγραφέα. Το ερώτημα που απευθύναμε στον Ανδρέα Στάικο, τον Μιχάλη Μακρόπουλο και τον Γιάννη Παλαβό, ήταν πόσο τους έχουν  επηρεάσει οι συγγραφείς που μετέφρασαν και κυρίως η ίδια η μετάφραση, στον τρόπο της δικής τους γραφής. «Το επίκεντρο της μετάφρασης είναι πάντα η μητρική μας γλώσσα. Άρχισα να μεταφράζω γαλλικά για να περισώσω τα ελληνικά μου», αποκαλύπτει ο Α. Στάικος, ενώ ο Μ. Μακρόπουλος ομολογεί πως τον έχει επηρεάσει περισσότερο ο κόσμος των συγγραφέων που έχει διαβάσει , παρά αυτός των οποίων τα βιβλία έχει μεταφράσει. «Μεταφράζοντας ακονίζεις τα γλωσσικά σου εργαλεία και ασκείσαι να διαβάζεις σε βάθος», υποστηρίζει μεταξύ άλλων  ο Γ. Παλαβός, που παρά τους κόπους και τις παγίδες της, απολαμβάνει, όπως λέει, τη μετάφραση.

Ανδρέας Στάικος

Ο Ανδρέας Στάικος έγραφε από πολύ μικρή ηλικία. Η μετάφραση ωστόσο μπήκε απροσδόκητα στη ζωή του, όταν κάτω από συνθήκες έκτακτης ανάγκης όπως η δικτατορία, φεύγει για την Γαλλία. «Φτάνω στο Παρίσι και εξ ανάγκης μαθαίνω γαλλικά, τα οποία και αρχίζουν να με γοητεύουν καθώς ήταν μέρος της ζωής μου. Κάποια στιγμή συνειδητοποιώ ότι ενώ είχα αρχίσει να γράφω στην γλώσσα μου, αρχίζω να χάνω την αυτοπεποίθησή μου. Δεν διάβαζα ελληνικά βιβλία και δεν είχα επαφή με Έλληνες. Έτσι άρχισα να μεταφράζω για να διασώσω και να συναντήσω ξανά την δική μου γλώσσα. Άλλωστε το  επίκεντρο της μετάφρασης είναι πάντα η μητρική μας γλώσσα»

Αρχίζει να γράφει τα πρώτα του θεατρικά κείμενα στα γαλλικά και μεταφράζει τον πρώτο Μαριβώ . «Ο θρίαμβος του έρωτα ήταν ο πρώτος Μαριβώ που ανέβηκε στην Ελλάδα από τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Έχει ιδιαίτερη δυσκολία ως συγγραφέας του 18ου αιώνα. Η σχέση μου μαζί του ήταν περισσότερο γλωσσική και νομίζω ότι μετέφερα στην ελληνική το ιδίωμά του με το ατελείωτο παιχνίδι της γλώσσας. Τον αγάπησα, τον  μυθοποίησα και ταυτίστηκα μαζί του. Μετέφρασα έξι έργα του. Επηρεάστηκα, εξασκήθηκα μέσω αυτού και συνεχίζω να μεταφράζω. Με ενδιαφέρει η άσκηση της γλώσσας και μέσω της μετάφρασης ακονίζω τα όπλα μου για τα κείμενά μου», υπογραμμίζει. Ο Α. Στάικος διδάσκει θεατρική μετάφραση στο Γαλλικό Ινστιτούτο και προσεχώς αναμένεται να εκδοθεί σε δική του μετάφραση ένα ερωτογράφημα ανωνύμου συγγραφέα του 18ου αιώνα.

Μιχάλης Μακρόπουλος

Επαγγελματίας μεταφραστής εδώ και είκοσι χρόνια, ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει στο ενεργητικό του εννέα βιβλία ενηλίκων, πέντε για παιδιά και ένα οδοιπορικό στο Πωγώνι, ενώ συνεχίζει πάντα να γράφει αδιαλείπτως . Υπήρξε σχεδόν ταυτόχρονα συγγραφέας και μεταφραστής αλλά και μανιώδης αναγνώστης από παιδί. « Με έχει σαφώς επηρεάσει ο κόσμος των συγγραφέων που έχω διαβάσει από την παιδική και εφηβική μου ηλικία», λέει και θυμάται τις περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς και της Λεγεώνας των Ξένων που τον συντρόφευαν από νωρίς. Στην εφηβεία συναντήθηκε με τον Στίβεν Κινγκ τον οποίο στη συνέχεια μετέφρασε. «Τα βιβλία που έχω μεταφράσει δεν νομίζω ότι με έχουν επηρεάσει. Αν με επηρέασε ένας συγγραφέας από αυτούς που μετέφρασα, ήταν ο Χέμινγουεϊ. Μεταφράζοντας αρκετά βιβλία του, για ένα διάστημα η γραφή μου είχε κάποια τικ, κοφτές, λιτές προτάσεις. Ωστόσο λογοτέχνης έγινα τα τελευταία δέκα χρόνια και η απόφασή μου να φύγω από την Αθήνα και να πάω στην ελληνική επαρχία έπαιξε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό», σημειώνει.

 

Τα βιβλία του Μ. Μακρόπουλου αναδύουν μια βαθιά ελληνικότητα μέσα από έναν αδρό τρόπο γραφής που πατάει πάνω στο ήθος μιας άλλης γλώσσας κι ενός άλλου κόσμου ο οποίος συγκινεί με την αυθεντικότητά του. Ο ίδιος θεωρεί πως η γραφή του είναι συνδυασμός της αστικής καταγωγής και ματιάς του, της θητείας του στην ξένη λογοτεχνία και τα αναγνώσματά του, υποστηρίζοντας πως στις ιστορίες του, «το παραμύθι ψιθυρίζει». «Πάντα μου άρεσε να σκαρώνω ιστορίες», καταλήγει. Πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφόρησαν δυο διηγήματα του Μ. Μακρόπουλου με τίτλο «Τσότσηγια & Ω’μ».

 

Γιάννης Παλαβός

«Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής και δεν φιλοδοξώ να γίνω. Για μένα, πρέπει να υπάρχει προσωπικό δέσιμο με το κείμενο που μεταφράζω –με άλλα λόγια, να με αφορά σαν να ήταν λίγο πολύ δικό μου – και, αν ήμουν επαγγελματίας, δεν θα είχα αυτή την πολυτέλεια», λέει ο Γιάννης Παλαβός που μετά το «Αστείο», που απέσπασε το κρατικό βραβείο διηγήματος, υπέγραψε την μετάφραση σε κείμενα ξένων συγγραφέων που έκαναν αίσθηση όπως τους «Τριλοβίτες» του Μπρις Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ. «Μεταφράζοντας ακονίζεις τα γλωσσικά σου εργαλεία και ασκείσαι να διαβάζεις σε βάθος. Γιατί όταν μεταφράζεις, κατοικείς για καιρό σ’ ένα σπίτι, του οποίου πρέπει να φωτίσεις κάθε σκοτεινή γωνιά. Όταν μεταφράζεις, κατανοείς καλύτερα τους τρόπους της λογοτεχνίας. Από την άλλη, υπάρχουν κίνδυνοι. Ο πρώτος είναι μια λογική νωθρότητας στην οποία συνηθίζεις καθώς στη μετάφραση ρωτάς, συμβουλεύεσαι λεξικά και υπάρχει ο κίνδυνος, όταν επιστρέψεις στα δικά σου κείμενα, να εμπιστεύεσαι λιγότερο το ένστικτο και περισσότερο το μυαλό. Υπάρχει επίσης ένας κίνδυνος «ορθοέπειας», καθώς δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το τι είχε στον νου του ο συγγραφέας. Μπορείς να κάνεις μόνο υποθέσεις. Ωστόσο παρά τους κόπους και τις παγίδες της, απολαμβάνω τη μετάφραση. Η τριβή με τη γλώσσα –«Μεταφράζοντας μαθαίνει κανείς τη δική του γλώσσα», γράφει ο Σεφέρης–, η χαρά μιας αποτελεσματικής λύσης σ’ ένα στριφνό σημείο και η ικανοποίηση της απόδοσης στα ελληνικά ενός αξιόλογου κειμένου (με τα λάθη, εννοείται, που δεν λείπουν από καμία μετάφραση) έχουν μεγάλη σημασία για μένα.

Μάνια Ζούση

Νέα Σελίδα 17/9/2017