featured Βιβλίο

Θωμάς Κοροβίνης : “Η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας είναι ο κόσμος των καταρεμένων”

Ζει τη ζωή στα  άκρα, παθιασμένα και πυρετικά. Όπως και οι ήρωές του. Και έτσι γράφει, γενναιόδωρα, περιπετειώδη και ασυμβίβαστα, αποτυπώνοντας στα βιβλία του τις ανοιχτές πληγές και τα σημάδια του καιρού που είναι κρυμμένα και ανείπωτα.

Με πολλαπλά χαρίσματα, από την συγγραφή έως τη στιχουργική και το τραγούδι, και λατρεία στους λαϊκούς, χαροκόπους και αποσυνάγωγους ήρωες, ο Θωμάς Κοροβίνης εξομολογείται πως είναι ένας άνθρωπος που ενδίδει. Πρόσφατα παρέδωσε ένα βιβλίο για τον «μεγάλο συγγενή και Δάσκαλο» Κων/νο Καβάφη, ενώ τον χειμώνα «Ο γύρος του θανάτου» γίνεται  παράσταση. Αυτόν τον καιρό ολοκληρώνει ένα λαϊκό ερωτικό μυθιστόρημα με τίτλο “Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν”, που είναι και μυθιστόρημα της γενέθλιας πόλης, το οποίο διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς του ‘ 17 στη Θεσσαλονίκη. Ένα βιβλίο που όπως αποκαλύπτει έχει «γραφή εντελώς κινηματογραφική. Έχει πολύ δράση, έντονη πλοκή, σασπένς, χορό, γλέντι, τραγούδι, φονικά και σκανδαλιστικές σκηνές ερωτισμού».

-“Το χρέος σου είναι να ενδίδεις, να ενδίδεις πάντοτε εις τας Επιθυμίας, που είναι τα τελειότατα πλάσματα των τελείων θεών”, γράφει ο Καβάφης στο “Σύνταγμα της Ηδονής” που προτάσσετε στην πρώτη σελίδα του τελευταίου σας βιβλίου για εκείνον. Ποιές υπήρξαν οι δικές σας επιθυμίες στις οποίες ενδώσατε και ποιές είναι αυτές που περιμένουν να πραγματοποιηθούν; 

« Από ένστικτο μάλλον ακολουθούσα από έφηβος την προτροπή του Επίκουρου ότι οι πράξεις μας πρέπει να τείνουν προς την ηδονή. Σπουδαίο αξίωμα αλλά αρκετά επισφαλές. Ως προς την ερωτική επιθυμία, ναι, οφείλει κανείς να ενδίδει, μέχρι τέλους. Η ερωτική αυτοδιάθεση είναι απαράβατο ατομικό δικαίωμα και πρωτίστως ζήτημα διαχείρισης της προσωπικής ελευθερίας.  Είμαι λοιπόν άνθρωπος που ενδίδει. Χωρίς ενοχές  τύπου Καβαφικού. Ωριμάζοντας βέβαια, καθώς ζούμε σε χώρα ανοχής αλλά όχι ενσυνείδησης -όσο πιο “απελευθερωμένοι” εξωτερικά, τόσο παράλληλα φορείς μιας νεοπουριτανικής ηθικοληψίας- γίνομαι πιο πρακτικός. Θα πραγματοποιηθούν ίσως όσες επιθυμίες μου εξαρτώνται απ’ τον κόπο και το μεράκι μου, κάποιες πνευματικού χαρακτήρα δηλαδή. Ωστόσο γερνάω σαν παλιό πεισματάρικο σκαρί που παλεύει να περάσει στην άλλη όχθη ατόφιο και περήφανο ανάμεσα σε πριμοδοτημένα ταχύπλοα. Έτσι θα πάω. “Έχω τον πόνο του αυτοδίδακτου”, που λέει ο Σεφέρης. Κι αν είμαι τυχερός,  θέλω να φύγω σαν γερασμένος Απόλλωνας».

-Με ποιό τρόπο έσμιξαν στο τελευταίο σας βιβλίο, δυο μεγάλες αγάπες, όπως ο Καβάφης και η Κων/πολη;

 «Η επιλογή μου να σμίξω λογοτεχνικά την Πόλη με τον Καβάφη ήρθε πολύ φυσικά. Μετά από τις δύο νουβέλες, μια για τον Παπαδιαμάντη, και μια για τον Βιζυηνό, έμενε το χρέος για τον τρίτο μεγάλο συγγενή και Δάσκαλο, τον φαντάστηκα λοιπόν  στην γενέτειρα των προγόνων του, την αυτοκρατορική Κωνσταντινούπολη να αφυπνίζεται ερωτικά και να σφραγίζεται εκεί η μοίρα του για πάντα. Και έτσι πιστεύω θα έγιναν τα πράγματα. Το διάστημα που ζούσα στην Πόλη, μου έρχονταν συχνά εικόνες του Ποιητή, νεαρού, να συνομιλεί με γυμνά αγάλματα εφήβων στον Ιππόδρομο.  Ο Καβάφης, ως εξωελλαδικός Ρωμιός, είναι μουσκεμένος από την κοσμοπολίτικη όσμωση που διακρίνει την  διαδρομή της άλλοτε Βασιλεύουσας  και της Αλεξάνδρειας και σεβαστό μέρος της οικουμενικής απήχησης της ποίησής του στις μέρες μας οφείλεται σ’ αυτή του την πριμοδότηση.  Κι ας μην ξεχνάμε ότι τέτοιου τύπου  μεγαλουπόλεις έχουν καταγραφεί ιστορικά ως τόποι των Ηδονών».

-“Ο έρωτας εμποδίζει τον θάνατο”, γράφει ο Τολστόι στο Πόλεμος και Ειρήνη, που επίσης προτάσσετε στο ίδιο βιβλίο. Πόσοι και ποιοί υπήρξαν οι δικοί σας έρωτες που έγιναν βιβλία και ιστορίες και τραγούδια;   

 «Δεν έχω καταμετρήσει πόσοι είναι οι έρωτές μου. Πάντως τα πρόσωπα, σχεδόν όλα, δεν βρίσκονται ανάμεσά μας. Με στοιχειώνει ένας κολασμένος, τυραννικός  έρωτας της ταραγμένης εφηβείας μου, ένας άνθρωπος απίστευτης ομορφιάς και ρώμης, που ζήτησε μετά θάνατον να καεί.  Γεγονός πάντως είναι πως ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση πρέπει να εμπεριέχει κάτι ιδιαίτερο που να πυροδοτεί μια δύναμη αλλιώτικη μέσα μου, να “δένει” με την ιδιοσυγκρασία μου. Με τέτοια φαντάσματα συνυπάρχω, από τον Λαμπράκη και τον Παγκρατίδη μέχρι την Φλέρυ και τον Γιλμάζ Γκιουνέι που συνιστούν σημεία της προσωπικής μου μυθολογίας. Αναπάντεχα, αν και το περιμένω να συμβεί, έχοντας γίνει αντικείμενο επεξεργασίας με το διάβα του χρόνου, πετάγονται σχεδόν ολοκληρωμένα από μέσα μου ως αποτελέσματα δημιουργίας».

-Τι διασώζετε μέσα από την προσωπική σας συγγραφή και την ιδιωματική σας λογοτεχνία; 

 «Μέσα απ’ την προσωπική συγγραφή διασώζονται τα σημάδια της ιδιαιτερότητας της “περσόνας” του δημιουργού. Πιστεύω πως δεν είναι αυταπάτη μου ότι κάποιες δουλειές μου αποτυπώνουν σημάδια απ’ την εποχή μας, κι όχι πάντοτε τα πιο ψηλαφητά και τα πιο ομολογημένα. Με ενδιαφέρει η δικαιοσύνη, η δικαίωση του αδύναμου, η χαμένη τιμή του “ριγμένου” και η εκδίκηση των περιφρονημένων. Στην γραφή μου αποτυπώνεται και μέρος της αστικής εθιμογραφίας και της γλώσσας που, με την αλλοτρίωση και τις αλλαγές του τρόπου ζωής μας εξαφανίζονται».

-Πόσο ο τόπος και η καταγωγή όρισαν την ζωή και την τέχνη σας;

«Με σφράγισαν : Νέα Μηχανιώνα, ψαρότοπος, δέσιμο με τη θάλασσα και τους θαλασσινούς, προσφυγιά και προλεταριάτο, γκαρσονάκι στο καφενείο-ταβέρνα, από όπου  και η λατρεία για το λαϊκό τραγούδι. Αργότερα, η Θεσσαλονίκη, δυνατά νεανικά βιώματα, πολιτικοποίηση, ερωτισμός, μεγάλα γλέντια, η πατερίτσα της φιλολογίας, οι ποιητές, οι δάσκαλοι. Η Κωνσταντινούπολη, ολοκλήρωσε το κομμάτι που έλειπε. Το πηγάδι είναι βαθύ και δε μοιάζει να εξαντλείται εύκολα».

-Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά που διαθέτουν τα πρόσωπα της μυθολογίας σας και τι κρατάτε από το καθένα ξεχωριστά.

«Οι ήρωές μου έχουν κάτι το ασυμβίβαστο, αρχές απαζάρευτες και γενναιοφροσύνη, γυναίκες και άντρες. Ερωτιάρηδες, χαροκόποι. Παρίες. Αυτοδημιούργητοι, χειροποίητοι, επαναστάτες που πληρώνουν το τίμημα της σύγκρουσης με το κατεστημένο,  πλάνητες και ιδεολογικοί Δονκιχώτες,  αριστεροί ανένταχτοι που οι κατεστημένη Αριστερά τους βλέπει σαν παράξενα φρούτα, μα δεν κωλώνουν  και ακολουθούν πορεία μοναχική».

-Από που αντλείτε την έμπνευσή σας κάθε φορά;

«Έρχεται αυτόκλητη, όταν γουστάρει, αλλά το φλερτ μαζί της έχει παρελθόν. Καταφεύγω στη δημιουργία ως ανάγκη ζωής, ως προορισμό και ως παραμυθία. Η έμπνευση μοιάζει να έρχεται απρόσμενα και απρόσκλητη -και πρέπει να την πιάσεις απ’ τα κέρατα, γιατί σαν τον Αϊ Βασίλη πρέπει να προλάβει και άλλους- αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο χρόνος ανάμεσα στο προηγούμενο  και το επόμενο έργο δεν είναι περίοδος ανάπαυλας ή κενού αλλά μια εκεχειρία ανάμεσα σε δύο μάχες, σε δύο δράσεις. Εκείνο το διάστημα εγκυμονείς ώσπου να ΄ρθει η στιγμή ν ‘ανάψει το φιτίλι η δωρεά της έμπνευσης».

-Η Θεσσαλονίκη παραμένει η μεγάλη πρωταγωνίστρια του επόμενου βιβλίου σας μέσα από ένα τραγικό ιστορικό γεγονός. Πόσο αυτό το βιβλίο είναι ιστορία και πόσο μυθοπλασία και τι καταγράφει;

« Αποφάσισα πολύ συνειδητά να ασχοληθώ με την συγγραφή ενός εκτενούς λαϊκού ερωτικού μυθιστορήματος και παράλληλα μυθιστορήματος μιας πόλης μέσα σε μια πολύ ταραγμένη εποχή. Λέγεται “Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν”. Τα γεγονότα διαδραματίζονται έναν αιώνα πριν, κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς του ‘ 17 στη Θεσσαλονίκη. Όσον αφορά στην τοπιογραφία, τις ιστορικές πληροφορίες και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο παρακολουθώ επακριβώς την πραγματικότητα της εποχής. Το κεντρικό θέμα είναι καθαρή μυθοπλασία : ο παθιασμένος έρωτας ανάμεσα σ’ έναν τριαντάχρονο Τουρκαλβανό, απόγονο του Αλή πασά, μυθικής λεβεντιάς, εκφραστή τη δικαιοσύνης των κατώτερων τάξεων και μια Εβραία καλλονή, την Σαλώμη.  Οι δευτερεύοντες ήρωες είναι Τούρκοι, Έλληνες, Εβραίοι και Ευρωπαίοι, περνάνε πολλοί και διάφοροι τύποι της πολυεθνικής πολιτείας εκείνου του καιρού. Η γραφή είναι εντελώς κινηματογραφική. Έχει πολύ δράση, έντονη πλοκή, σασπένς, χορό, γλέντι, τραγούδι, φονικά και σκανδαλιστικές θα’ λεγα σκηνές ερωτισμού.  Τα δύο κεντρικά πρόσωπα αδιαφορούν για την πόλη που καίγεται γιατί δεν τους αφήνει μυαλό για τίποτε άλλο η δική τους κάψα. Επί πλέον δηλαδή θέλω να δείξω ότι όταν φλέγεσαι από τα προσωπικά σου πάθη, ακόμη και μια καθολική συμφορά που συμβαίνει μπρος στα μάτια σου μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο»

– Υπάρχουν στοιχεία που έρχονται για πρώτη φορά στο φως και ποιός είναι ο τρόπος που συγκεντρώσατε το υλικό σας;

 « Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες, κάποια σημεία λανθάνοντα από την επίσημη ιστορία που εδώ τονίζονται. Έχω συγκεντρώσει σχεδόν όλη την βιβλιογραφία γύρω απ’ το θέμα και έχω κρατήσει σημειώσεις. Τρία χρόνια κρατάει η προπόνηση και η προπαιδεία αυτή»

-Στα έργα σας επικεντρώνεστε σε ανθρώπους και ήρωες παθιασμένους, οριακούς, λαϊκούς και αποσυνάγωγους. Τί είναι αυτό που σας έλκει σε εκείνους;

 «Αυτοί με τραβούσαν πάντα, οι παθιασμένοι και οι παρίες. Κι ας μην ξεχνάμε ότι και η κλασική λογοτεχνία, από τον Ντίκενς, και τον Ουγκώ μέχρι τον Ζενέ, τον Γκίνζμπεργκ και τον Βιζυηνό με τέτοιους παρακατιανούς τύπους έχει ασχοληθεί. Φαίνεται ότι η καλή κακαβιά στην τέχνη ζητάει πρώτη ύλη απ’ τον κόσμο των καταραμένων».

– Έχετε αδυναμία στην πλούσια λαϊκή γλώσσα, που όσο πάει και ξεθυμαίνει, αλλά και εμμονή στις διαλέκτους τής αργκό. Πόσο παιγνιώδες, παρηγορητικό και βασανιστικό πολλές φορές είναι κάτι τέτοιο, ως προς την αναζήτηση;  

«Σ’αυτό το ζήτημα μπορώ να καυχηθώ ότι δεν έχω δυσκολία γιατί είμαι πάρα πολύ “ψημένος” με την γλώσσα μας και τις παραφυάδες της. Είχα από παιδί το αυτί μου στον κόσμο, ιδίως στους πρεσβύτερους. Δεν αφήνω στο δρόμο τίποτε να πέσει κάτω, από μια συνομιλία δύο “μαντάμ” στο Κολωνάκι μέχρι τα γαμοσταυρίδια της αληταρίας. Με βοηθούν λιγάκι και τα λεξικά, το “Αντιλεξικό” του Βοσταντζόγλου δηλαδή, κυρίως αυτό χρησιμοποιώ».

Ανοιχτές κοινωνικές πληγές που βασανίζουν τους ανθρώπους παντού και πάντοτε πώς πρέπει να τις διαχειρίζεται η τέχνη; 

«Το σύστημα διαιωνίζει τα δοκιμασμένα κόλπα του, δια της περιέξεως και του εναγκαλισμού ενσωμάτωσης και των πιο ελεύθερων και ανεξάρτητων φωνών. Όταν δεν τις φυλακίζει, τις απομονώνει.   Όπως επιτομικά και εύστοχα είπε και ο Αναγνωστάκης “κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα”. Όμως οι δημιουργοί οφείλουν να είναι μπροστάρηδες στις διεκδικήσεις και μέσα απ’ τη δουλειά τους να αναδεικνύουν τις πληγές του καιρού τους, να προτείνουν λύσεις και στην ανάγκη να θυσιάζονται. Η τέχνη πρέπει να βρίσκει τρόπους να είναι επαναστατική και ανατρεπτική»

-Νιώθετε την ανάγκη να κατεβείτε στους δρόμους ως διανοούμενος και αναγνωρίσιμη δύναμη , υπερασπιζόμενος μια αδικία ;

« Η δουλειά του πνευματικού ανθρώπου είναι η μισή στο εργαστήρι του κι η άλλη μισή στο δρόμο. Αντιλαμβάνομαι την αντίσταση ως χρέος, όταν θεωρώ ότι προσβάλλονται οι αρχές μου. Ανεξάρτητα απ’ το τίμημα. Με “τιμωρούν” γι’ αυτό επειδή τα έχουν όλα δικά τους, και τα γένια και τα χτένια, αλλά η ποινή τους είναι ύβρις που γυρίζει σε μένα σε τιμή»

 -Ποιό είναι το πλέον παράτολμο θέμα με το οποίο δεν έχετε ακόμα ασχοληθεί σε έργο σας;

« Έχω στο νου μου έναν διάλογο μεταξύ ζώντων για τον θάνατο που οδηγεί σε συνομιλία με τον ίδιο τον θάνατο. Θεατρικό. Το ‘χω προχωρήσει αρκετά».

 -Πού νομίζετε ότι θα σας οδηγήσει η εμμονή σας στην περιπέτεια; 

 «Η λατρεία της περιπλάνησης και η εμμονή στην περιπέτεια δε σ’ αφήνουν να γεράσεις ποτέ. Είναι η ωραία μορφή αυτοδικαίωσης. Αποχαιρετάς τη ζωή μεστός και Ολύμπιος. Και ίσως κάπου χρήσιμος».

Μάνια Ζούση

Νέα Σελίδα 24/7