Βιβλίο

Ρέα Γαλανάκη : «Οι ήρωές μου είναι τα παιδιά της φαντασίας μου»

Δύο χρόνια μετά το πολυσυζητημένο μυθιστόρημά της «Η άκρα ταπείνωση» και δεκατρία μετά τα βραβευμένα διηγήματα με τον τίτλο «Σχεδόν ένα γαλάζιο χέρι», η Ρέα Γαλανάκη επιστρέφει στη μικρή φόρμα με τη νουβέλα «Δυο γυναίκες, δυο θεές», ένα είδος που όπως σημειώνει στο επίμετρο  του βιβλίου, το συμπαθεί και το θαυμάζει «για την ευελιξία που έχει να κινείται ανάμεσα στο διήγημα και το μυθιστόρημα, δρέποντας κι από τα δυο τους πιο ώριμους καρπούς, με χάρη και με πονηρία κλείνοντας και προς τις δυο μεριές το μάτι».

Η νουβέλα, που κυκλοφορεί όπως κι όλα της τα έργα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, περιλαμβάνει δυο ιστορίες. Στην πρώτη με τον τίτλο «Αθηνά βοσκοπούλα», η Γαλανάκη με αφορμή ένα όχι και πολύ γνωστό πήλινο άγαλμα του Χαλεπά, αναπτύσσει τη σπουδή της, τις σκέψεις της και την αγάπη της για τον σπουδαίο Έλληνα γλύπτη, μια περίπτωση όπως λέει «απολύτως προσωπική και ταυτόχρονα συμβολική που συνεχίζει να μας αφορά». Η δεύτερη ιστορία έχει τίτλο «Εγώ, η Αριάδνη» και δίνει τον λόγο στην ίδια την μυθική Μινωίτισσα πριγκίπισσα, θεά και ιέρεια, για να εξιστορήσει τον δραματικό της έρωτα με τον Θησέα.

-Πώς οδηγείστε στα πρόσωπα των βιβλίων σας, πώς τα ανακαλύπτετε, πως τα συναντάτε, πώς τα γνωρίζετε και πως ζείτε μαζί τους;

«Με πολλούς τρόπους τα συναντώ. Η συνάντηση μοιάζει να είναι μοιραία κάθε φορά αλλά δεν είναι ένας ο τρόπος με τον οποίο τα πρόσωπα έρχονται να με συναντήσουν. Το θέμα του Χαλεπά, το οποίο ανέπτυξα με αφορμή ένα πήλινο άγαλμα του 1929 που λέγεται «Η Αθηνά βοσκοπούλα», με απασχολούσε πάρα πολλά χρόνια, μετά από μια επίσκεψη στην Τήνο και τις πληροφορίες που άρχιζα να συλλέγω για εκείνον, πιο συστηματικά, πριν από περίπου είκοσι χρόνια. Ήξερα τα γενικά που ξέρει κανείς. Μετά άρχισα να διαβάζω πάρα πολύ για  τη ζωή του και με ενδιέφερε πάρα πολύ η περίπτωσή του. Η Αριάδνη, που είναι  το θέμα της δεύτερης νουβέλας μου «Εγώ η Αριάδνη » όπου αποφασίζει  να μιλήσει πλέον η ίδια και να μας αφηγηθεί την ερωτική της ιστορία με τον Θησέα, με απασχολούσε επίσης χρόνια. Μεγαλώνοντας κανείς δίπλα στην Κνωσό όπως εγώ, σχεδόν από κοριτσάκι, την θεωρούσα σχεδόν «γειτονοπούλα μου». Ήταν ένα «οικείο μυθικό πρόσωπο».

-Σημειώνετε στο επίμετρό σας πως «άρχισα να γίνομαι καχύποπτη με τους μύθους», εξηγώντας πως ο μύθος της Αριάδνης ήταν γραμμένος από την μεριά του Θησέα. Το ότι αποφασίσατε να δώσετε φωνή σε εκείνη, με τρόπο τρυφερό, δυναμικό, συγκινητικό και αλληλέγγυο, καταδεικνύει μια αγωνία και ένα βάσανο που βρίσκεται κάθε φορά πίσω από κάθε γραφή σας;  

«Στον μινωικό πολιτισμό έχουμε σπαράγματα γραφής, δεν υπάρχει αφήγηση με την έννοια που την έχουμε αργότερα στον ελληνικό πολιτισμό, με την εξιστόρηση περιπετειών, ιστοριών, ερωτικού ή πολεμικού έπους κλπ. Υπάρχει όμως η ζωγραφική και οι άνθρωποι αφηγούνται  μέσα από τις καταπληκτικές τοιχογραφίες που διασώθηκαν. Ένας πολιτισμός χωρίς γλώσσα είναι αρκετά κλειστός και ιδιαίτερος. Ο μύθος της Αριάδνης δημιουργείται σε ένα μεταίχμιο όπου σιγά σιγά αλλάζει η τάξη στο Αιγαίο, κυριαρχούν  οι Έλληνες, που φέρουν το δικό τους πολιτισμό, το Δωδεκάθεο, διαφορετικό από τον μινωικό. Ήθελα μέσα από τον έρωτά της με τον Θησέα, που συμβαίνει σε αυτό το μεταίχμιο πολιτισμών και καταστάσεων στην Μεσόγειο, να διηγηθώ τον μύθο της όπως τον λέει η ίδια. Στην αφήγηση των Ελλήνων , του Θησέα και της κοινωνίας που νίκησε, των καινούριων φύλλων που κατέβηκαν στην Κρήτη, δεν διασώζεται ένα βασικό χαρακτηριστικό: η Αριάδνη δεν ήταν ένα κοριτσάκι που το πρόδωσε και το εγκατέλειψε ο εραστής του μετά από μια νύχτα έρωτα. Ήταν ταυτόχρονα και μια πριγκίπισσα στο ακόμα ισχυρό κράτος του πατέρα της, ήταν μια βασιλοπούλα και μια ιέρεια. Όλα αυτά δεν υπάρχουν στην αφήγηση που μας έφτασε από την πλευρά των Ελλήνων».

-Ο λογοτεχνικός σας βίος είναι μακρύς, αλλά τα γραπτά σας μετρημένα..

«Μπορεί να περάσουν και χρόνια για να γράψω από το ένα βιβλίο στο άλλο. Αφοσιώνομαι ψυχή τη και σώματι σε ένα θέμα , το ψάχνω, κρατώ σημειώσεις, συλλέγω στοιχεία και σιγά σιγά αρχίζω να το δουλεύω λογοτεχνικά».

-Όταν ολοκληρώνετε ένα έργο σταματάνε να ζουν και οι ήρωες μαζί σας;

«Δεν σταματάνε ποτέ οι ήρωές μας. Σταματάει ένας κύκλος τους αλλά εμφανίζονται άλλοι πιο αργοί και μαλακοί και ξαναέρχονται στην ζωή. Είναι σαν παιδιά μας, τα παιδιά της φαντασίας μας που είναι ισχυρά στη ζωή μας. Πάντως πραγματικότητα και φαντασία πάνε μαζί, δεν μοιράζονται εύκολα »

-Μεγαλώσατε με ιστορίες ;

«Είχα δυο πόλους, ο ένας ήταν η ισχυρή αστική μου καταγωγή – ο πατέρας μου είχε ντοκτορά στην ιατρική στον μεσοπόλεμο στην Γαλλία, η μητέρα μου είχε σπουδάσει επίσης γιατρός στην Βιέννη και ο πόλεμος τους έφερε στ Ηράκλειο όπου παντρεύτηκαν και έζησαν. Φρόντισαν να πάω σε καλό σχολείο και να πάρω μια αρκετά καλή τυπική εκπαίδευση. Από την άλλη μεριά υπήρχε η εγγράμματη γιαγιά και τα κορίτσια από τα χωριά που βοηθούσαν στο σπίτι. Ζούσα πάρα πολύ με αυτούς. Έπαιζα πολύ στο δρόμο με άλλα παιδιά κι έτσι υπήρχαν καταστάσεις που με μπόλιαζαν με μια πολύ ισχυρή λαϊκότητα:  από την γλώσσα έως τον τρόπο που σκέφτεται κανείς. Άκουγα παραμύθια για φαντάσματα αλλά και τους καθηγητές στο σχολείο. Ήμουν τυχερή που είχα γύρω μου αυτούς τους  ανθρώπους. Αυτές οι πολύτιμες γυναίκες, οι αγράμματες, τείνουν να εξαφανιστούν, τουλάχιστον στα αστικά κέντρα. Η ζωή των αστών πατούσε πάρα πολύ και στην αγροτιά. Όλο αυτό δεν είναι ένα κέλυφος, κουβαλάει μέσα του ιστορίες, παραμύθια, ανθρώπους. Και να μην ξεχάσω τις ιστορίες που ακούγονταν στο τραπέζι που τρώγαμε όλη η οικογένεια και ο πατέρας διηγιόταν ιστορίες από τους πολέμους , τη Μικρασία, την δικτατορία του Μεταξά, την κατοχή. Οι γυναίκες έλεγαν ιστορίες πιο ταπεινά, στην κουζίνα τους. Δεν είχαν να διηθηθούν έπη αλλά τα ίδια τα περνούσαν μέσα από πένθη, αρρώστιες, από τις συνέπειες που είχαν τα μεγάλα γεγονότα στις ζωές τους. Ήταν μια καθημερινότητα σπουδαία μέχρι που έφτασα στην Αθήνα φοιτήτρια και άλλαξαν πολλά πράγματα στη ζωή μου»

-Ήταν η περίοδος πριν την χούντα;

«Ήταν δυο χρόνια πριν την χούντα. Πάρα πολύ κομβική εποχή κατά την οποία έζησα στο πετσί μου όλα όσα συνέβαιναν, όχι μόνο εγώ, αλλά όλη η παρέα μου, που ίδρυσε την πρώτη παράνομη οργάνωση του Ρήγα Φεραίου. Ξέρω από κρατήσεις στην Ασφάλεια, από φυλακές, από διάφορα. Νομίζω ότι με την δικτατορία τέλειωσε ο εμφύλιος, ο διχασμός, η διάλυση της κοινωνίας. Παράλληλα τελειώνει ο τρόπος με τον οποίο μια μεγάλη κατηγορία πολιτών, ιδιαίτερα οι αριστεροί, βίωναν με σωματικές επιπτώσεις την ιστορία: βασανιστήρια, ξύλο, φυλακές, εκτελέσεις, θάνατοι..»

-Πώς ενταχθήκατε στην Αριστερά;

«Στο σπίτι μου κανείς δεν ήταν αριστερός,  κλασικοί Κρητικοί βενιζελικοί ήταν. Εντάχθηκα στην αριστερά , ό,τι και αν σημαίνει αυτό σήμερα , ένας χώρος μέσα στον οποίο θέλω να βρίσκομαι οπωσδήποτε πολιτικά, σεβόμενη την ιστορία της ζωής μου. Σήμερα πάλι διχασμένοι είμαστε, υπάρχουν άλλου τύπου προβλήματα , έτσι είναι κοινωνίες, έτσι είναι η ζωή. Αυτό που πάνω από όλα με ανησυχεί είναι η εκ νέου άνοδος των ακροδεξιών και των ναζί στην Ευρώπη »

-Η δυστυχία του κόσμου, η προσφυγιά, ο κόπος για την καθημερινότητα , πώς καταγράφονται μέσα σας;

«Σαν απλός άνθρωπος που ζει την καθημερινότητά του , σαν πολίτης αυτής της χώρας και της Ευρώπης, ανησυχώ πολύ και θεωρώ ότι πρέπει να ξαναπολεμήσουμε για τα αυτονόητα. Μέσα από τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές, βλέπουμε ορισμένα από αυτά που θεωρούσαμε ότι είχαν κερδηθεί, να χάνονται. Δεν έχει πεισθεί ο κόσμος για το κακό του ναζισμού. Με τον τρόπο μας και υποδεικνύοντας πράγματα , πρέπει να ξαναδείξουμε το αυτονόητο. Η τέχνη δεν έχει απαγορεύσεις, ούτε τόπο, ούτε χρόνο. Έχει σημασία το βίωμα και όχι μόνο όσα έχω ζήσει αλλά και όσα έχω ακούσει , αυτό που με έχει συγκινήσει μέσα από την ανάγνωση και αυτό που με άγγιξε».

Μάνια Ζούση

“Νέα Σελίδα” 12/11/2017