featured Βιβλίο Οι δημιουργοί γράφουν Πες μου μια ιστορία

«Παλιά στη Μακραλέξη, λέει, είχαν ένα ξύλο όπου έδεναν τους τρελούς»

Ένα αδημοσίευτο διήγημά του, που αγαπά πολύ, όπως μου ομολόγησε, έστειλε στο artplay.gr ο συγγραφέας Μιχάλης Μακρόπουλος, όταν του ζήτησα να μου πει μια ιστορία. Το διήγημα έχει τίτλο «Αφρική» κι είναι αφιερωμένο στην Τασία Βενέτη.  

 

Ο τόπος ήταν πασχαλινός, γεμάτος ανθισμένες κουτσουπιές και κυδωνιές, αλλά ο ουρανός ήταν βαρύς, ένα σύννεφο σκόνης από την Αφρική τον σκέπαζε, και το αμάξι ήταν αμμοβολημένο από τη βροχή που έπιασε νωρίτερα, καθώς έφευγαν από τον Λια. Είχαν κινηματογραφήσει για το ντοκιμαντέρ τον θεόρατο πλάτανο, ανακηρυγμένο μνημείο της φύσης, στη βρύση της Γκούρας, κι έναν μουσικό να παίζει κλαρίνο μες στο καφενείο, και τώρα ανηφόριζαν από την Κάτω Λάβδανη στη Μονή Μακραλέξη.

Στο χωριό είχαν βρει μια γυναίκα και τη ρώτησαν το δρόμο. Τους εξήγησε, μα εκεί που τους μίλαγε αίφνης σταμάτησε κι είπε:

«Πέρασε ένα αυτοκίνητο;»

«Όχι», είπε ο Γιάννης.

Συνέχισε να τους εξηγεί, μα έπειτα ξαναρώτησε:

«Πέρασε ένα αυτοκίνητο;»

Παλιά στη Μακραλέξη, λέει, είχαν ένα ξύλο όπου έδεναν τους τρελούς, τους άφηναν να σβαρνιούνται και να φέρνουν γύρες μες στο λιοπύρι, τη βροχή, το κρύο, κι άμα επιζούσαν γιατρεύονταν. Κινηματογράφησαν τη μονή απέξω και μέσα• ανάμεσα στις άλλες μορφές που ήτανε ζωγραφισμένες στον πρόναο, υπήρχε κι ένας αφρικανικός πάνθηρας κι ένας παράξενο πλάσμα, ο σκιόπους.

Έπειτα ανηφόρισαν προς την Αγιά Μαρίνα – σκορποχώρι, η χάραξη των συνόρων τον Αύγουστο του ’23 το είχε σκίσει στα δύο, Κοσσοβίτσα αποκεί κι Αγ. Μαρίνα αποδώ, και μια φωτιά τον Αύγουστο του 2000 είχε κάψει σπίτια κι ανθρώπους.

Κατηφόριζαν ύστερα, κι ο Θανάσης διάβαζε στον Γιάννη από το tablet του για τον σκιόποδα:

«Οι σκιόποδες ήταν μυθικός λαός που ζούσε στην Αιθιοπία. Είχαν ένα πόδι μόνο, μεγάλο και χοντρό, και τις ζεστές ημέρες το σήκωναν αποπάνω τους και τους έκανε σκιά σαν δέντρο».

Ο ουρανός είχε βαρύνει κι άλλο, ήταν καφέ μολύβι που πλάκωνε τα βουνά, και κατηφορίζοντας είδαν στο πλάι του δρόμου έναν άνθρωπο καθισμένο κάτω. Ήταν μαυριδερός κι αξύριστος, με ρουφηγμένα μάγουλα• φόραγε παλιόρουχα, είχε βγάλει το δεξί παπούτσι και κοιτούσε το ξεκάλτσωτο πόδι του. Έμοιαζε λαθρομετανάστης από κάποια αραβική χώρα• ο Θανάσης αναρωτήθηκε, «Τι δουλειά έχει έτσι μόνος του εδώ πέρα, στις ερημιές;», μα τότε άνοιξαν οι ουρανοί και η φιγούρα του ανθρώπου χάθηκε μες στη νεροποντή. Οι καθαριστήρες δεν πρόφταιναν να καθαρίζουν το παρμπρίζ από τη λάσπη κι ο Γιάννης είχε σκύψει μπρος, πολεμώντας να διακρίνει λίγο παραπέρα για να μη φύγουν απ’ το δρόμο. Οι στροφές ξεπηδούσαν την τελευταία στιγμή, κι έκοβε το τιμόνι με την ψυχή στο στόμα κάθε φορά.

Πήγαιναν με είκοσι, και σε μια στροφή πριν από τη Χαραυγή ξεπρόβαλαν μπροστά τους δυο φώτα. Ο Γιάννης έκανε να τ’ αποφύγει μα δεν πρόφτασε• η σύγκρουση τους έριξε μπρος. Ήταν ένα τζιπ της Frontex• άνοιξαν οι πόρτες κι από μέσα πετάχτηκαν δύο ένστολοι. Ο Θανάσης κι ο Γιάννης βγήκαν επίσης και, μεμιάς, μούλιασαν στη λασποβροχή• κόλλησαν τα μαλλιά τους στο κούτελο, τα ρούχα τους στο κορμί τους.

«Dokąd idziesz? Ślepy jesteś?» γάβγισε ο ένας, κι ο άλλος φώναξε κι εκείνος κάτι ακατανόητο – θυμωμένες λέξεις γεμάτες σύμφωνα, που ηχούσαν λες και δάγκωναν τα δόντια πέτρες και η γλώσσα γδερνόταν πάνω τους, κι ανάμεσά τους ο Θανάσης ξεχώρισε μονάχα μία, ειπωμένη δύο φορές:

«Afryka»,  κάτι ακατάληπτο και ξανά: «Afryka».

Μιχάλης Μακρόπουλος/ Συγγραφέας

Επιμέλεια: Μάνια Ζούση