featured Βιβλίο Οι δημιουργοί γράφουν

«Οι μεταφράσεις είναι ένας τόπος που λαχταρούμε να επιστρέψουμε»

 

«Κάθε βιβλίο είναι ένας τόπος. Είτε αναγνώστης, είτε μεταφραστής, εξοικειώνεσαι μ’ αυτόν όσο περισσότερο τον εξερευνάς. Η αρχή κάθε μετάφρασης γίνεται διστακτικά και με μία εκ των προτέρων παραδοχή: ότι αυτή η διαδικασία ενέχει μία ήττα. Μία γλώσσα είναι ένας ολόκληρος πολιτισμός συνηθειών, εικόνων, ιστορικών και κοινωνικών αναφορών, γεύσεων και οσμών που δεν βρίσκουν πάντα αντιστοιχία όταν μεταφέρονται σε μία άλλη γλώσσα. Και μ’ αυτή την ήττα αναμετριέσαι με κάθε λέξη, ότι συχνά αυτή η αντιστοιχία γίνεται στο περίπου», αναφέρει στο artplay.gr η συγγραφέας αλλά και μεταφράστρια Μαρία Φακίνου, με αφορμή τις μεταφράσεις των έργων «Μορφωμένη» και «Το νυχτολούλουδο», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος.

«Η αυτοβιογραφία της Τάρα Γουέστοβερ Μορφωμένη και η νουβέλα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση Το νυχτολούλουδο της Κοπάνο Μάτλουα, έχουν κάτι από την αμεσότητα του προφορικού λόγου. Στον πυρήνα τους και τα δύο βιβλία ασχολούνται με το ίδιο θέμα: γυναίκες σε δύσκολους, ανδροκρατούμενους, σεξιστικούς –στην περίπτωση του Νυχτολούλουδου και ρατσιστικούς− κόσμους, και πώς ξέφυγαν από μία προδιαγεγραμμένη πορεία ζωής.

 

Η Γουέστοβερ αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της: γεννημένη το 1986 στα βουνά του Αϊντάχο, το έβδομο παιδί μιας οικογένειας φονταμενταλιστών Μορμόνων, δεν πήγε σχολείο, ούτε πήγαινε στο νοσοκομείο όταν αρρώσταινε. Δούλευε στη μάντρα με τα παλιοσίδερα του πατέρα της και βοηθούσε τη μητέρα της που ήταν πρακτική θεραπεύτρια και η μοναδική μαία της περιοχής. Το 2014 πήρε διδακτορικό στην Ιστορία από το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ σπάζοντας όμως για πάντα τους δεσμούς με την οικογένειά της. Η Μάτλουα μιλάει για τη σύγχρονη Νότια Αφρική μέσα από τα μάτια της Μασετσάμπα, μιας νεαρής γιατρού η οποία έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με τον πόνο, τον θάνατο, τα έντονα κατάλοιπα του απαρτχάιντ και της ξενοφοβίας και που σταδιακά ο αρχικά αφελής ενθουσιασμός της για το καλό δίνει τη θέση του σε μία πολιτική συνείδηση.

Ο τόπος καταγωγής τους παίζει αναπόφευκτα κεντρικό ρόλο όχι μόνο μέσα από τα ήθη, τα έθιμα, το ιστορικό παρόν και παρελθόν, αλλά και μέσα από τις καιρικές συνθήκες οι οποίες συχνά καθορίζουν τον χαρακτήρα των ανθρώπων που τις περιβάλλουν.

Με την Γουέστοβερ συχνά σκεφτόμουν πώς η έλλειψη μόρφωσης –επιλογή του πατέρα της μέσα από ένα στρεβλό μηχανισμό σκέψης− την κατέστησε άθελά της θύμα σε πάμπολλες περιστάσεις και πώς κατάφερε παρόλα αυτά να ξεφύγει απ’ αυτόν τον ρόλο και με τη ψύχραιμη ματιά που προσφέρουν ο χρόνος, η εκπαίδευση και η συναναστροφή με έναν άλλον κόσμο έξω από το δικό της κλειστό κοινωνικό κύκλο να μιλήσει για τη ζωή της. Η ηρωίδα της Μάτλουα επίσης ενηλικιώνεται μέσα από τους άλλους: μέσα από τη μορφή μιας συναδέλφου της στο νοσοκομείο και των βίαιων ξενοφοβικών επεισοδίων που ξεσπούν στη χώρα της επηρεάζοντας ανεπιστρεπτί τη ζωή της.

Όμως, και στα δύο βιβλία, υπάρχει ένα καταλυτικό στοιχείο: η θρησκευτική πίστη. Μέσα από ένα δόγμα που τους δόθηκε από άλλους –την οικογένεια, την κοινωνία− βρίσκονται στην πορεία αυτής της μεταμόρφωσης να αμφισβητήσουν τη σχέση τους με τον Θεό. Η ίδια η Μασετσάμπα μάλιστα Του απευθύνει ευθέως ερωτήματα: Γιατί δεν με προστάτεψες; Γιατί γύρισες αλλού το βλέμμα όταν…; Η Γουέστοβερ αντιλαμβάνεται τον διαστρεβλωμένο τρόπο με τον οποίο οι γονείς της έχουν χρησιμοποιήσει τις Γραφές για να αιτιολογήσουν τις επιλογές και τον τρόπο ζωής τους. Κι αυτή θα μπορούσε συχνά ν’ αναρωτηθεί γιατί γύρισε αλλού το βλέμμα Του, μόνο που συνήθως επέλεγε να επιρρίπτει τις ευθύνες στον εαυτό της.

Και επειδή είπα ότι τα βιβλία είναι ένας τόπος που τον κατοικούμε και εμείς: ήμουν εκεί, μαζί με την εφτάχρονη Τάρα, πάνω στο κόκκινο παρατημένο βαγόνι τρένου όταν τα στάχυα χόρευαν από τον αέρα που λυσσομανούσε· ήμουν εκεί όταν ένιωθε παράταιρη μέσα στις μεγαλοπρεπείς αίθουσες του πανεπιστημίου· ήμουν εκεί όλες τις φορές που έπεσε και κατάφερε να σηκωθεί για να γίνει αυτή που είναι τώρα. Και ήμουν εκεί όταν η Μασετσάμπα άκουγε Tracy Chapman μες στο αυτοκίνητο μαζί με τον αδερφό της· είδα κι εγώ το νεφροειδές λεκανάκι με την επιγραφή Μόνο για λευκούς· ήμουν εκεί ακόμα και τη στιγμή που της επιτέθηκαν αυτοί οι άντρες χωρίς να γυρίσω το βλέμμα μου αλλού. Ισχύει ότι οι μεταφράσεις φέρουν και κάτι δικό μας. Δεν είναι μόνο η απόδοση ενός κειμένου και ύφους, η επιλογή μιας λέξης έναντι κάποια άλλης περίπου ίδιας σημασίας. Είναι και η προσωπική μας εμπλοκή, η ταύτιση με τους χαρακτήρες, με την ίδια την ιστορία, με τον τρόπο γραφής τους, έτσι που από κάποιο σημείο και μετά δεν είναι απλώς ένας τόπος που εξερευνούμε, αλλά ένας τόπος που λαχταρούμε να επιστρέψουμε, που γνωρίζουμε κάθε δρομάκι του· ό,τι δηλαδή κάνει κάθε αναγνώστης”.    

Μαρία Φακίνου