featured Βιβλίο

“Ο άνθρωπος πάντοτε θα κάνει ό,τι μπορεί για να βάζει ανάχωμα στην επικείμενη καταστροφή”

Μια αρχαία επιτύμβια πλάκα που βρέθηκε στη Σαντορίνη και είχε επάνω της σκαλισμένη τη μορφή δύο αγοριών, του Μελή και του Χαρικλή, στάθηκε η ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου «Ένα πιάτο λιγότερο», της Μαριλένας Παπαϊωάννου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

«Το «Ένα πιάτο λιγότερο» είναι μια ιστορία για το ατομικό και συλλογικό πένθος που βιώνουν οι άνθρωποι, και κυρίως για τις –αλλόκοτες, ίσως και ακατανόητες από τρίτους– δυνάμεις που επιστρατεύουν για να το αντιμετωπίσουν ως ένα φυσικό τετελεσμένο που καθορίζει μεν τη ζωή τους, ποτέ όμως δεν την ακυρώνει», εξηγεί στο artplay.gr η συγγραφέας, αφηγούμενη την γοητευτική περιπέτεια γέννησης του βιβλίου .

«Ένα μεσημέρι το καλοκαίρι του 2013, συνάντησα τυχαία έναν φίλο που είχα πολλά χρόνια να δω. Μεταξύ άλλων, μου είπε ότι την προηγούμενη χρονιά, το συνεργείο των εργατών που επέβλεπε ως μηχανικός σε κάποιο έργο στη Σαντορίνη είχε πέσει πάνω σε μια αρχαία επιτύμβια πλάκα που ’χε απάνω σκαλισμένη τη μορφή δύο αγοριών, του Μελή και του Χαρικλή. Δεν ξέρω αν εκείνος το θυμάται, αλλά κατευθείαν του είπα «Βασίλη, αυτό είναι ιστορία για βιβλίο!» Λίγους μήνες αργότερα, του ανακοίνωσα ότι θα την έκανα εγώ μυθιστόρημα.

Άρχισα να διαβάζω οτιδήποτε σχετικό με την Αρχαιολογία – μονογραφίες για ανασκαφές, λευκώματα μουσείων, συνεντεύξεις αρχαιολόγων. Αργότερα, άρχισα να ψάχνω παλιά πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, δελτία περασμένων ετών. Στις βιβλιοθήκες της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και της Αρχαιολογικής Εταιρείας βρήκα τεράστιο αρχειακό υλικό. Ψάχνοντας και στο διαδίκτυο, γρήγορα διαπίστωσα ότι αυτό που μου είχε περιγράψει ο Βασίλης δεν ήταν μια περίπτωση μοναδική, κάποια εξαίρεση. Κατάλαβα ότι πάμπολλα αρχαιολογικά ευρήματα στην Ελλάδα έχουν ανακαλυφθεί τυχαία – εν ολίγοις, δεν έχουν έρθει στο φως χάρη σε συστηματική αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά στη διάρκεια γεωργικών ή οικοδομικών εργασιών. Κάποια στιγμή έπεσα και πάνω σε ένα άρθρο για την απόκρυψη των εκθεμάτων που έγινε σε όλα τα μουσεία της χώρας μόλις κηρύχθηκε ο Β’ΠΠ. Είχα ακούσει για την απόκρυψη, δεν ήξερα όμως λεπτομέρειες. Αναζητώντας πληροφορίες, έμαθα στοιχεία απίθανα. Το γεγονός και μόνο ως πράξη –η απόφαση να κρυφτούν τα εκθέματα για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών και να μην υποστούν ζημιά από τυχόν βομβαρδισμούς– μου προξένησε μεγάλη συγκίνηση, μου υπενθύμισε ότι ο άνθρωπος πάντοτε θα κάνει ενστικτωδώς ό,τι μπορεί για να βάζει ανάχωμα στην επικείμενη καταστροφή.

Εκείνη την εποχή έτυχε να διαβάζω παράλληλα για τα Ιουλιανά –την αποστασία των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου το 1965–, μια περίοδο από την Ιστορία της Ελλάδας που για κάποιον λόγο δεν έχει συγκεντρώσει το ίδιο ενδιαφέρον με την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ούτε ιστορικά ούτε λογοτεχνικά. Κι εγώ η ίδια ομολογώ πως, μολονότι γνώριζα το συμβάν, δεν είχα ποτέ εντρυφήσει πραγματικά στο θέμα. Αποφάσισα έτσι να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα και γρήγορα διαπίστωσα ότι υπήρχε πλούσιο αρχειακό υλικό – μαρτυρίες, ο Τύπος της εποχής, ιστορικές μελέτες. Και από λογοτεχνική σκοπιά, το υλικό αυτό έμοιαζε συναρπαστικό.

Είχα ήδη καταλήξει ότι σημείο εκκίνησης της ιστορίας μου θα ήταν η τυχαία ανακάλυψη μιας επιτύμβιας στήλης και ο θάνατος του ανθρώπου που τη βρήκε. Τότε όμως γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα ότι η πλοκή έπρεπε να τοποθετηθεί χρονολογικά μέσα σε ένα πλαίσιο μεγάλης πολιτικής έντασης. Κι αυτό γιατί σκόπευα να στήσω μια ιστορία γύρω από τη διάσωση της στήλης από κάποιον αρχαιολόγο που διαρκώς συναντά εμπόδια στη δουλειά του. Και η τρομακτική πολιτική αναταραχή των Ιουλιανών πρόσφερε το κατάλληλο σκηνικό.

Στην αρχική του μορφή, στο βιβλίο δεν κατονομαζόταν η Σαντορίνη, αφηνόταν απλώς να εννοηθεί ότι η ιστορία εκτυλίσσεται σε κάποια από τις Κυκλάδες. Σκαλίζοντας όμως την ιστορία του νησιού, ανακάλυψα για τη θηραϊκή ζωή υπέροχα στοιχεία, που μοιραία τα άφησα να βρουν κι αυτά μια θέση μέσα στο βιβλίο.

Έτσι προστέθηκε ο τρύγος στην ιστορία. Το σταφύλι, το κρασί, η ζωή των Σαντορινιών που εδώ και αιώνες είναι συνυφασμένη με την αμπελουργία και ειδικά τον τρύγο –τη «βεντέμα», όπως την αποκαλούν–, έγιναν κι αυτά ήρωες στο βιβλίο. Έμαθα ό,τι μπορούσα για τη ζωή των ντόπιων αμπελουργών, έψαξα κυρίως να δω πώς γινόταν ο τρύγος τη δεκαετία του 1960, είδα ντοκιμαντέρ, πήγα στη Σαντορίνη να δω πώς ακριβώς είναι εκεί τα αμπέλια και οι «κάναβες» (τα οινοποιεία) – και μου αποκαλύφθηκε ακόμα ένας θαυμαστός κόσμος που αγνοούσα.

Διαρκώς, όμως, γύρω από την Αρχαιολογία, τη Σαντορίνη και τον τρύγο, αναδυόταν ένα άλλο επίκεντρο – το πένθος. Αυτό αναδείχθηκε σε κυρίαρχο άξονα του βιβλίου. Γιατί τελικά, γι’ αυτό ήθελα να μιλήσω. Το είχα υποψιαστεί αρκετά νωρίς, το εμπέδωσα όμως πολύ αργότερα, όταν πια το κείμενο είχε φτάσει σε προχωρημένη μορφή. Το 2010 είχα χάσει ένα αγαπημένο μου πρόσωπο και δεν είχα καταλάβει ότι ακόμη πενθούσα. Δεν είχα αποδεχθεί την απουσία. Ούτε και τώρα την αποδέχομαι. Γράφοντας όμως το βιβλίο, μπόρεσα επιτέλους να αποδεχθώ ότι είναι ανθρώπινο να μην κάνουμε ποτέ χωριό με τον θάνατο.

Δεν ξέρω πώς θα προσλάβει κάθε αναγνώστης την ιστορία μου, με τι θα ταυτιστεί, ποιος χαρακτήρας θα τον αγγίξει περισσότερο. Για εμένα, πάντως, το «Ένα πιάτο λιγότερο» είναι μια ιστορία για το ατομικό και συλλογικό πένθος που βιώνουν οι άνθρωποι, και κυρίως για τις –αλλόκοτες, ίσως και ακατανόητες από τρίτους– δυνάμεις που επιστρατεύουν για να το αντιμετωπίσουν ως ένα φυσικό τετελεσμένο που καθορίζει μεν τη ζωή τους, ποτέ όμως δεν την ακυρώνει.

Μαριλένα Παπαϊωάννου

Η Μαριλένα Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε Μοριακή Βιολογία & Γενετική στην Αλεξανδρούπολη, έκανε τη διδακτορική της διατριβή στη Γενεύη και αργότερα εργάστηκε ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στη Νέα Υόρκη. Από τις Εκδόσεις Εστία κυκλοφορούν τα βιβλία της, «Νικήτας Δέλτα» (2013) και «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους» (2016). Σήμερα ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως επιμελήτρια βιοεπιστημονικών εκδόσεων.  

Μ. Ζ