featured Βιβλίο

Ιωάννα Μπουραζοπούλου:«Εάν βίωνα μια ατελεύτητη ευτυχία αμφιβάλλω αν θα έμπαινα στον κόπο να γράψω»

 

 

«Είμαι η πρώτη αναγνώστρια των βιβλίων μου, ίσως η πιο φανατική, σίγουρα εκείνη που τα έχει περισσότερο ανάγκη» ομολογεί η γνωστή συγγραφέας Ιωάννα Μπουραζοπούλου, που σε μια χώρα όπως η Ελλάδα η οποία δεν διαθέτει παράδοση στην φανταστική λογοτεχνία και η αντίστοιχη εκδοτική παραγωγή κινείται σε χαμηλά ποσοστά, κρατάει τα σκήπτρα του είδους, διαθέτοντας φανατικό κοινό αλλά και διακρίσεις, ντόπιες και διεθνείς. Το 2015 βραβεύτηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Ουράνη, ενώ είχε προηγηθεί το Athens Prize for Literature του περιοδικού δε(κατα) για το μυθιστόρημα «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;», το οποίο η  Guardian το κατέταξε στα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας της χρονιάς, για το 2013. Στις 7 Οκτωβρίου ήταν το τιμώμενο πρόσωπο στο ΦantastiCon 2017 .

 

-Μεγαλώσατε με ιστορίες, βιβλία και συγγραφείς που λειτούργησαν ως μαγιά για να ζυμώσετε το δικό σας ψωμί που περικλείει μια προσωπική και σύνθετη συνταγή η οποία όχι μόνο αρέσει αλλά σας έχει φέρει και διακρίσεις;

«Τα πρώτα βιβλία που αγάπησα ήταν τα Δώδεκα Διαλεχτά Παραμύθια του Βάρναλη, οι περιπέτειες της Αλίκης του Λιούις Κάρολ και το Νησί των Θησαυρών του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον. Σίγουρα διάβασα πολλά ακόμη παραμύθια όταν ήμουν παιδί αλλά δεν τα θυμάμαι, ξεχνάω αμέσως ό,τι δεν με συγκινεί. Την παιδαγωγική αξία του μύθου την ένιωσα για πρώτη φορά στην Αγγλία, όταν μετακόμισε εκεί η οικογένειά μου, στα οκτώ μου χρόνια. Οι μάγισσες, οι πειρατές, οι στοιχειωμένοι πύργοι, τα φαντάσματα και η λύση μυστηρίων αποτελούσαν μέρος της σχολικής καθημερινότητας. Οι  εμπειρίες εκείνης της περιόδου ήταν τόσο συγκλονιστικές που μέχρι τώρα τροφοδοτούν την έμπνευσή μου, αλλά δυστυχώς το όνειρο κράτησε μόνο δύο χρόνια. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ξαναγύρισα στο μαρτύριο της αποστήθισης, στο τυποποιημένο γράψιμο σχολικών εκθέσεων και στα ηθικοδιδακτικά κείμενα».

-Ποια ήταν η πρώτη ιστορία που θυμάστε να έχετε δημιουργήσει και μέσα από ποια μονοπάτια συνθέσατε τον κόσμο και το προσωπικό συγγραφικό σας σύμπαν;

«Η οικογενειακή βιβλιοθήκη ήταν κυρίως θεατρική παρά πεζογραφική, έτσι οι πρώτες ιστορίες που έγραψα ήταν θεατρικά έργα. Μου άρεσε να συνθέτω πολυπρόσωπα, πολύπλοκα και παράδοξα θεατρικά, και να υποδύομαι με τη φαντασία μου όλους τους ρόλους. Ακολούθησα την ίδια μέθοδο όταν ξεκίνησα να γράφω μυθιστορήματα, γι’ αυτό έχω ιδιαίτερη αδυναμία στις δαιδαλώδεις πλοκές, τα φανταστικά τοπία και τους γκροτέσκο χαρακτήρες».

– Ως δεξιοτέχνης της γραφής και της σύνθεσης, θα είχατε διαπρέψει στον χώρο του κινηματογράφου. Πόσο σας εμπνέει στον τρόπο σύνθεσης των ιστοριών και των χαρακτήρων ;

«Ο κινηματογράφος με εμπνέει με τον ίδιο τρόπο που με εμπνέουν οι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, του Ρενέ Μαγκρίτ ή του Σαλβαντόρ Νταλί, πλημμυρίζουν το υποσυνείδητό μου με εικόνες που με μαγεύουν.  Δεν είναι τόσο το σενάριο της ταινίας όσο η ατμόσφαιρα που με επηρεάζει, δεν είναι τόσο το κείμενο των διαλόγων όσο τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των ιδιόρρυθμων ηρώων».

-Πόσο η ζωή μιας γυναίκας που εργάζεται στο ελληνικό δημόσιο τροφοδοτεί την ζωή της συγγραφέως;

«Η καθημερινότητα, όχι μόνο η επαγγελματική, αλλά και η οικογενειακή και η κοινωνική, με τις δοκιμασίες, τις αγωνίες και τα λάθη της αποτελεί ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης, γιατί συντηρεί το αίσθημα του ανικανοποίητου, την επιθυμία αναθεώρησης, την ανάγκη επινόησης νέων συσχετισμών και όρων. Εάν βίωνα μια ατελεύτητη ευτυχία αμφιβάλλω αν θα έμπαινα στον κόπο να γράψω».

-Πόσο το λογοτεχνικό σας σύμπαν, σας επιτρέπει να ισορροπείτε ανάμεσα στην παράνοια του δημόσιου μηχανισμού και την κοινωνική πραγματικότητα;

«Η πραγματικότητα και η φαντασία είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία, που τροφοδοτούν και συντηρούν μυστικά το ένα το άλλο. Εάν η σύνδεση διακοπεί, όχι μόνο η καλλιτεχνική έκφραση, αλλά και η προσωπικότητά μου θα διαρραγεί».

– Πώς η κοινωνία, η πολιτική και η εξουσία τροφοδοτούν τη θεματολογία σας ;

«Γράφω έργα «εκλογικευμένης φαντασίας», παραμορφώνω την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα χωρίς να την ακυρώνω. Χρησιμοποιώ όλα τα ελιξίρια της μέθης – στοιχεία ονείρου, εκδηλώσεις του υποσυνείδητου, μύθους και υπερβολές – αλλά γοητεύομαι εξίσου από τα λογικά συμπεράσματα και τη νηφάλια ανάλυση. Ο συνδυασμός ανατολικού μυστικισμού και δυτικού ορθολογισμού είναι η βάση του ελληνικού πολιτισμού, συνδέεται με την γεωπολιτική μας θέση και ιστορία, απορώ πως ξενίζει ως λογοτεχνικό είδος».

– Πώς άρχισε και πως συνεχίζεται η τριλογία «Ο δράκος της Πρέσπας» ως προς την έμπνευση και την σύνθεση ;

«Είναι ένα έργο παραμυθένιου ρεαλισμού για ενήλικες, χωρισμένο σε τρία μέρη, που αναπτύσσεται σαν ζωγραφικό τρίπτυχο. Το κάθε βιβλίο αποτελεί έναν πίνακα με άλλη ατμόσφαιρα, προσεγγίζει τον μύθο του δράκου από διαφορετική οπτική και φωτίζει άλλη ενότητα της δράσης, γι’ αυτό και μπορούν να διαβαστούν με οποιαδήποτε σειρά. Αυτό επιδιώκω τουλάχιστον, μακάρι να το πετύχω».

-Πόσο η αγωνία σας για τον τόπο και τον κόσμο,  σας κάνει να εισχωρείτε βαθύτερα στο σύμπαν της φανταστικής γραφής, αναζητώντας νέα κλειδιά και κώδικες;

«Η λογοτεχνία μου προσφέρει την άπλα να αναπτύξω με ηρεμία και πληρότητα έναν συλλογισμό, να εξερευνήσω κάθε πτυχή του προβλήματος, είτε πολιτικού είτε υπαρξιακού, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς του προκαθορισμένου, του εφικτού ή του ρεαλιστικού. Συχνά συνειδητοποιώ ότι δεν πρόκειται για νέους κώδικες, αλλά για ανάδυση όλων εκείνων των παραμέτρων που δεν πρόλαβα να σκεφτώ και να εκφράσω ζώντας τόσο βιαστικά».

-Αν η φανταστική λογοτεχνία οδηγεί τους αναγνώστες στο να αποδιώχνουν τον φόβο για το άγνωστο και να πιστεύουν στις δυνάμεις τους, βρίσκοντας λύσεις και δίνοντας απαντήσεις, τι είναι αυτό που προσφέρει σε έναν συγγραφέα;

«Τα ίδια ακριβώς. Είμαι η πρώτη αναγνώστρια των βιβλίων μου, ίσως η πιο φανατική, σίγουρα εκείνη που τα έχει περισσότερο ανάγκη.  Αργώ να τα εκδώσω γιατί τα διορθώνω ξανά και ξανά, δήθεν για να τα τελειοποιήσω, στην πραγματικότητα για να τα ζήσω περισσότερο, να ολοκληρωθώ η ίδια μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων μου».

Μάνια Ζούση

Νέα Σελίδα 8 Οκτωβρίου 2017