featured Βιβλίο

Γυναικείος σπαραγμός στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία

Έργα που αφουγκράζονται την ανθρώπινη δυστυχία και μοιάζουν με βουβά ουρλιαχτά, κύκνεια άσματα και τίτλοι τέλους για τη ζωή και τον θάνατο, γραμμένα με αφάνταστη τρυφερότητα μιας αλλόκοτης γυναικείας γραφής, είναι αυτά των δυο Λατινοαμερικάνων  που αν και συνομήλικες, μπορεί να μην συναντήθηκαν ποτέ, ωστόσο πολλά είναι όσα τις συνδέουν.

«Η ώρα του αστεριού» της Κλαρίσε Λισπέκτορ και το «Αναμνήσεις δι΄αλληλογραφίας» της Έμμα Ρέγιες που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Αντίποδες» και «Ίκαρος» αντίστοιχα, δημοσιεύτηκαν ως τα τελευταία κείμενα, μετά τον θάνατο και των δυο τους.

Και οι δυο έγραψαν στη γλώσσα τους, η Κλαρίσε στα πορτογαλικά, καθώς μεγάλωσε κι έζησε στην Βραζιλία, αν και γεννήθηκε στην Ουκρανία από Εβραίους γονείς και η Κολομβιανή ζωγράφος Έμμα Ρέγιες, στα ισπανικά. Γεννημένες με έναν χρόνο διαφορά, η Έμμα το 1919 και η Κλαρίσε το 1920.

Η Έμμα και οι άνθρωποι του δρόμου

Η φτώχια και η θλιμμένη παιδική ηλικία εμποτίζουν το βιβλίο της Έμμα Ρέγιες που αν και ζωγράφιζε νεκρές φύσεις και τοπία, το βασικό θέμα της ήταν οι άνθρωποι και  ιδιαίτερα οι άνθρωποι του δρόμου. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που οι φίλοι της έλεγαν πως η Έμμα «δεν ζωγραφίζει με λάδι αλλά με δάκρυα». Η ίδια χαρακτήριζε την ζωγραφική της «βουβά ουρλιαχτά».

Η Ρέγιες αποκαλύπτεται στους αναγνώστες της ως το πεντάχρονο, παραμελημένο και υποσιτισμένο κορίτσι, κλεισμένο σε ένα καμαράκι μιας συνοικίας της Μπογκοτά. Όταν βγαίνει από την φυλακή της ταξιδεύει στην Λατινική Αμερική, παντρεύεται έναν γλύπτη, κερδίζει μια υποτροφία για σπουδές στο Παρίσι, μετακομίζει στην Ευρώπη,  γίνεται φημισμένη ζωγράφος, βοηθάει Κολομβιανούς καλλιτέχνες, παντρεύεται έναν γιατρό και πεθαίνει το 2003, 84 ετών, στο Μπορντό. Χωρίς συναισθηματισμούς και πικρίες, μέσα από 23 επιστολές προς τον φίλο της και διανοούμενο Χερμάν Αρσινιέγας, αφηγείται την δυστυχισμένη παιδική της ηλικία.

Και μέσα από μια τρυφερή κι όλο χάρη γραφή, «περνάει την τραγικότητα της ζωής από το κατάλληλο κόσκινο της λογοτεχνίας για να την μεταμορφώσει στην τραγική αγαλλίαση της πρόζας», όπως σημειώνουν οι κριτικοί.

Μιλάει και γράφει όπως το κοριτσάκι που υπήρξε. Καυστική, πανέξυπνη και διασκεδαστική, μεταμορφώνεται σε μια ασύγκριτη μυθοπλάστρια. Στη διαθήκη της αφιερώνει την περιουσία και τις εισπράξεις του βιβλίου σε ένα ορφανοτροφείο στην Κολομβία, βοηθώντας τα παιδιά που είχαν υποστεί την δική της μοίρα.

 

Η Κλαρίσε και ένα μικρό μεγάλο βιβλίο

«Τα τελευταία έργα είναι σύντομα και καίνε σαν τη φλόγα», γράφει στο επίμετρο του βιβλίου «Η ώρα του αστεριού» της Κλαρίσε Λισπέκτορ, η Γαλλοαλγερινή πεζογράφος και πρωτοπόρος της φεμινιστικής θεωρίας Ελέν Σιξού.

Το βιβλίο που γράφτηκε από χέρι παθιασμένο, αφηγείται την ιστορία ενός μικροσκοπικού θραύσματος, με το όνομα Μακκαμπέα. Ένα ασήμαντο και σχεδόν αδιόρατο πρόσωπο, κρυμμένο σε ένα μικρό  βιβλίο για το οποίο αναγνώστες και κριτικοί συμφωνούν πως είναι μεγάλο, από μια συγγραφέα που αφουγκράζεται την ανθρώπινη δυστυχία πριν ακόμα φανερωθεί. Με παρόντα και κυρίαρχο τον κοινωνικό προβληματισμό, η Λισπέκτορ γράφει «Υπάρχουν οι έχοντες. Και οι μη έχοντες. Είναι απλό: η κοπέλα δεν είχε».

Η Μακκαμπέα  φέρει την «αύρα της ξενότητας», που είναι η σφραγίδα και το μεγαλείο της γραφής της Λισπέκτορ, που αν και πολιτογραφημένη Βραζιλιάνα, ανέδειξε μια πρόζα μεταναστών και εμιγκρέδων, μέσα από μια νέα γλώσσα.

Και αυτοί που ξέρουν συμφωνούν πως «αυτή η ξενότητα καθιστά την γραφή της οικουμενική. «Είναι υποχρέωσή μου να μιλήσω γι’ αυτή την κοπέλα, ανάμεσα σε χιλιάδες σαν κι αυτή», ξεσπά η Λισπέκτορ και προσθέτει: «Γιατί υπάρχει το δικαίωμα στην κραυγή».

«Καθένας έχει τον προσωπικό του ξένο», σημειώνει η Σιξού. «Για την Κλαρίσε ήταν αυτό το μικρό κομμάτι ζωής που καταγόταν από το Νορντέστε, τη ΒΑ περιοχή της Βραζιλίας όπου άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Μια ηρωίδα από ένα απόκληρο μέρος του κόσμου που η  φτώχια της διαποτίζει τα πάντα … τόσο άσημη που βρίσκεται στα όρια της ύπαρξης .. σαν να συγγενεύει με την πρωταρχική μορφή ζωής πάνω στη γη.. σαν ένα χορτάρι .. γιατί όσοι είναι τρομερά φτωχοί προσέχουν τα ασήμαντα πράγματα που συνιστούν τον ουσιώδη πλούτο .. η ικανότητά της να μαγεύεται μας επιτρέπει να γευτούμε κι εμείς απολαύσεις χαμένες από καιρό..»

Μάνια  Ζούση

Πηγή: Νέα Σελίδα