Βιβλίο Οι δημιουργοί γράφουν

Εύα Μάγκου: «Τα συχνά σουλάτσα στο βιβλιοπωλείο έκαναν τη ζημιά!»

Ονομάζομαι Ευγενία Μάγκου και είμαι από εκείνα τα δύστυχα παιδιά της γενιάς μου που το πρώτο κορίτσι του γιού έπρεπε υποχρεωτικά να πάρει το όνομα της μητέρας του πατέρα. Ευγενία η γιαγιά, -η μάνα του μπαμπά μου-, Ευγενία κι εγώ. Πρέπει να το μίσησα από την κολυμπήθρα αυτό το όνομα γιατί κάθε φορά που το ακούω παθαίνω επαναλαμβανόμενα εγκεφαλικά. Ευτυχώς με το που απομακρύνθηκα από την γενέθλια πόλη το πετσόκοψα κρατώντας τα δύο πρώτα και το τελευταίο φωνήεν και τατάααα, ορίστε η Εύα Μάγκου στον δρόμο για την επιτυχία και την προσωπική ολοκλήρωση… (εδώ σηκώνει μέχρι και υπόκλιση!).

Το κόψιμο του ονόματος, -σαν Γαλλική μύτη ένα πράμα-, συνέπεσε με την φτου-ξελευθερία εποχή που έφυγα για σπουδές στην Ιταλία. Α! όχι! όλα κι όλα δεν ήμουν άλλο ένα ‘κουτσουράκι’ της δεκαετίας του εβδομήντα, απλά είχα την ατυχία να μην περάσω στο Πολυτεχνείο ή το φυσικομαθηματικό μιας και τέλειωσα πρακτικό γυμνάσιο. Τώρα πώς από πρακτικό έγινα καθηγήτρια Αγγλικών, χμμμ είναι μεγάλη ιστορία κι αν έχετε χρόνο that’s my life!

Γεννήθηκα δυο χρόνια πριν γεννηθεί το εξήντα (είμαι δηλαδή εξήντα χρονών σήμερα) και μεγάλωσα σαν πριγκιποπούλα. Ήμουν η πριγκιποπούλα του μπαμπά κυρίως, αλλά και η μαμά δεν πήγαινε πίσω, ‘αστέρι μου’ με ανέβαζε, ‘διάβαζε ρε χαμένο, θα με κάνεις ρεζίλι δασκάλα γυναίκα’ με κατέβαζε. Και οι δυο δάσκαλοι οι γονείς μου αλλά δυο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες σαν άνθρωποι και σαν εκπαιδευτικοί.

Η μαμά ήταν η δασκάλα που ενημερωνόταν για την επιστήμη της, διάβαζε τα πάντα, είχε σεβασμό και φόβο για τον διευθυντή της και τον κύριο επιθεωρητή και έφτασε στο τέλος της καριέρας της να γίνει μέχρι και διευθύντρια Α για δέκα χρόνια στο πιο καλό σχολείο της πόλης μας.

Ο μπαμπάς από την άλλη διευθυντάδες και επιθεωρητάδες τους είχε παντελώς και ανεξαρτήτως χεσμένους. Ο μπαμπάς ήταν γεννημένος επαναστάτης, ο μπαμπάς πολέμησε το σαράντα και μετά βγήκε στο κλαρί και στα βουνά. Μιας και ήταν και δάσκαλος του έδωσαν το όνομα καπετάν-δάσκαλος και έτσι έμεινε να τον αποκαλούν πέντε καλοί φίλοι και σύντροφοι που μοιράζονταν μαζί του αγωνίες και συζητήσεις χαμηλόφωνες για το επόμενο της ζωής του.

Ο μπαμπάς απολυμένος δάσκαλος λόγω κοινωνικών φρονημάτων άνοιξε το μοναδικό φροντιστήριο στην πόλη και εκεί που άρχισε να ‘κόβει μονέδα’ και κανονικά θα έπρεπε να το γυρίσει … ‘δεξιόστροφα’, εκείνος το παραγύρισε αριστερά κι έκανε σε φτωχά παιδάκια τζάμπα μάθημα, χώρια που τους αγόραζε και βιβλία για να μορφωθούν τόσο όσο και τα παιδιά της μπουρζουαζίας.

Αυτό με τα βιβλία πάντως πρέπει να του ήταν συνήθειο από παλιά γιατί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου με έσερνε μαζί του στο ψηλοτάβανο βιβλιοπωλείο εκεί στον κεντρικό δρόμο και με άφηνε να τρέχω στους διαδρόμους με τα ράφια γεμάτα βιβλία σαν μανιασμένο, ενώ εκείνος με τον γέρο βιβλιοπώλη συζητούσαν για ‘τα αδιέξοδα της αριστεράς’, -με είχαν δασκαλέψει όμως καλά και όταν με ρωτούσε η μαμά ή άγνωστοι με καμπαρντίνες απαντούσα πως διάβαζαν ποιήματα από συλλογές!

Η μαμά με πήρε στην πρώτη δημοτικού δεκατέσσερις μήνες πριν την κανονική ηλικία, αλλά ήξερα ήδη να διαβάζω. Φοβάμαι πως μου άρχισε να μου μαθαίνει γραφή και ανάγνωση πριν γεννηθώ, είμαι σχεδόν σίγουρη πως με το που χαιρέτησα τον κόσμο τούτο πρέπει να με έβαλε να υπογράψω το ‘συμφωνητικό του καλού παιδιού’, -αυτού που διαβάζει ό,τι του βάζει η μαμά πριν γίνει καν δασκάλα του και μετά όταν η μαμά του γίνει και δασκάλα του. Με την μαμά είχαμε μια σχέση αγάπης-μίσους όπως και κάθε κόρη με την μάνα της αλλά εγώ είχα λίγο πιο πολύ μίσος γιατί τραβούσα των παθών μου τον τάραχο με την μάνα-δασκάλα-σατράπη και λίγο πιο πολύ αγάπη γιατί οι ενοχές με συγκλόνιζαν και την αγαπούσα πιότερο για να ισορροπήσω την κατάσταση! Νομίζω πως κάτι τέτοια παιδικά τραύματα μας οδηγούν αργότερα σε ψυχολόγο (να μην πω σε ψυχίατρο και το χοντρύνω πολύ) ή μας βάζουν στο χέρι μολύβι και γόμα και μας καθίζουν μπροστά από ένα τετράδιο με λευκές σελίδες να το παίζουμε συγγραφείς.

Μπορεί όμως να μην έφταιγε η σχέση μου με την μάνα μου και να ήταν εκείνα τα συχνά ‘σουλάτσα’ στο βιβλιοπωλείο που να έκαναν την ζημιά! Τετάρτη ερχόταν τα καινούρια βιβλία και περιοδικά. Τετάρτη μετά τις έξι έκλεινε ο μπαμπάς το φροντιστήριο και ερχόταν να με πάρει για την Τεταρτιάτικη εξόρμησή μας. Χειμώνα ή καλοκαίρι, με βροχές, χιόνια, ή σαράντα υπό σκιάν, ήμουν έτοιμη, περιποιημένη και περίμενα υπομονετικά. Ερχόταν ο γεννήτορας και λες και τον μύριζα από το τέλος του δρόμου, έκανα σαν σκυλί που πέθαινε για την βόλτα του! Καθόμασταν ώρες στο βιβλιοπωλείο, κόσμος ερχόταν και έφευγε αλλά εμείς οι δυο συντροφεύαμε τον βιβλιοπώλη μέχρι που κατά τις δέκα ερχόταν η μαμά και βγαίναμε και οι τρεις μας βόλτα στην πλατεία και μετά στο ζαχαροπλαστείο για γλυκό και πορτοκαλάδα. Οι ώρες όμως στο βιβλιοπωλείο ήταν ώρες σε άλλη διάσταση και σε άλλο χρόνο. Μπορούσα να αγγίξω και να διαβάσω, -αν και όσο μπορούσα-, κάθε βιβλίο και κάθε περιοδικό και βέβαια κάθε Τετάρτη βράδυ γυρνούσαμε στο σπίτι με τουλάχιστον τρία βιβλία. Αγόραζαν και ο μπαμπάς και η μαμά για να διαβάσουν αλλά τους δικούς μου τους θησαυρούς δεν τους έφταναν οι δικοί τους! Εκείνη την εποχή τα παραμύθια, τα μυθιστορήματα και οτιδήποτε διαβαζόταν είχε χοντρό ιλουστρασιόν εξώφυλλο και καλαίσθητη ζωγραφιά και μπρος και πίσω. Το εσωτερικό ήταν με ποιοτικό χαρτί και προσεγμένες γραμματοσειρές.

Τετάρτη βράδυ πριν κοιμηθούμε χωνόμασταν κι οι τρεις στο κρεβάτι, -εγώ πάντα στην μέση-, και παίζαμε α-μπε-μπα-μπλομ με τα βιβλία μου τα καινούρια για να διαλέξουμε ποιο θα ξεκινούσαμε να διαβάζουμε, -εκτός κι αν είχα ήδη βάλει στο μάτι ποιο θα ήταν το πρώτο μέχρι την άλλη Τετάρτη που θα είχαμε τελειώσει της προηγούμενης βδομάδας τα αποκτήματα κι αφού τα αναλύαμε και λέγαμε τι πιστεύαμε πως σήμαινε ό,τι μας έκανε εντύπωση, θα ξεκινούσε καινούριος κύκλος α-μπε-μπα-μπλομ.

Και μετά ήρθε το εξήντα εφτά και η χώρα αρρώστησε, και μαζί με την χώρα αρρώστησε και ο πατέρας μου και πέθανε και μείναμε εγώ και η μαμά η μια πάνω από την άλλη κρεμασμένη. Κι έπαψε να εξυπηρετεί το διάβασμα το πνεύμα και έγινε υπηρέτης της σχολικής μάθησης γιατί έτσι διάβαζαν οι καλοί μαθητές. Έπαψε ο μπαμπάς μου να μου ζητάει να γράφουμε τα δικά μου τα παραμύθια για να μην τα ξεχάσουμε αργότερα και νάχουμε να τα θυμόμαστε. Η μαμά μου προτιμούσε να γράφω ασκήσεις μαθηματικών και φυσικοχημείας γιατί «αυτά θα σε βάλουν στο πανεπιστήμιο κι όχι οι εκθέσεις και τα παραμύθια»…

Γρήγορα έπαψα να έχω χρόνο να επισκέπτομαι τον φίλο του μπαμπά τον βιβλιοπώλη και δεν είχα χρόνο να θαυμάζω τα χοντρά ιλουστρασιόν εξώφυλλα μιας και έπρεπε να αποστηθίσω κανόνες και νόμους και μέσα σ’ αυτούς δεν είχε θέσει το πέταγμα στα Σύμπαντα τα έξω και τα εντός…

Απέτυχα παταγωδώς να περάσω στο πανεπιστήμιο, -που πας με δυάρι διπλό στην Φυσική ρε έρμε Καραμήτρο;! Έκθεση όμως έγραψα εικοσάρι μονό, σε κάτι ήμουν αδιαμφισβήτητα καλή! Βουρ για Ιταλία λοιπόν, αβάντι πόπολο τρία χρόνια σπουδές στην Χημεία, όλο και κάτι κατάφερνα, αλλά εκείνη η Φυσική η άτιμη με είχε βάλει στο μάτι και με χτυπούσε κάτω σαν χταπόδι. Νομίζω πως αν υπήρχαν εκείνη την εποχή ψυχολόγοι στην ζωή μου θα χρειαζόμουν την βοήθειά τους, επειδή όμως δεν υπήρχαν έκανα ψυχανάλυση στον εαυτό μου εγώ:

-Τι σ’ αρέσει να κάνεις στην ζωή σου Ευάκι;

-Χημεία και Φυσική!

-Άσε τα σάπια σε μένα, μολόγα την αλήθεια!

-Μ’ αρέσουν τα Αγγλικά, και τα Ιταλικά, και η Λογοτεχνία, και να διδάσκω, και …

-Φτάνει, φτάνει, σου βρήκα καριέρα που να σου ταιριάζει!

Κυριακή μεσημέρι τηλεφώνησα στην μαμά και δήλωσα πως τρία χρόνια σπουδών θα τα πετούσα στα σκουπίδια για να αρχίσω Αγγλική, Ιταλική και Ελληνική Λογοτεχνία και Γλώσσα από το μηδέν. Γερή κράση η μαμά τελικά, γλύτωσε τα εγκεφαλικά και το καρδιακό επεισόδιο κι εγώ μπήκα στον δρόμο που ήταν για μένα και με περίμενε μιας που είχα πάρει λάθος μονοπάτι. Πήρα και τον δρόμο για την προσωπική ολοκλήρωση και ευτυχία, -για να είμαι ειλικρινής μόλις είχα κάνει τα πρώτα βήματα…

Ξεκίνησα να γράφω για να θυμάμαι στιγμές και καταστάσεις, στην αρχή ήταν σημειώσεις σε τετράδια και μετά τετράδια αποκλειστικά για να γράφω ιστορίες. Δεν έδινα στα γραπτά μου άλλους ορισμούς εκτός από ‘ιστορίες’ και ήταν αρκετό για μένα. Εγώ ήμουν ευτυχισμένη που έγραφα τις ιστορίες μου και τις κλείδωνα στο συρτάρι μου, -ναι μα τω Θεώ όντως είχα συρτάρι με κλειδί και τις διπλοκλείδωνα μη τυχόν και τις διαβάσει η μαμά. Ευτυχώς η μαμά που απειλούσε με εγκεφαλικά και καρδιακά επεισόδια, άλλαξε πορεία σαν έβλεπε την εξέλιξη της πρώην άχρηστης κόρης.

-Αχ κορίτσι μου εσύ, το ήξερα εγώ πως μια μέρα θα διαπρέψεις και θα γίνεις σαν την μαμά και τον μπαμπά. Καλέ τι λέω; Ακόμα καλύτερη, εσύ δεν είσαι δασκάλα, είσαι καθηγήτρια!

Γυρνώντας στην Ελλάδα τελείωσα και την Αγγλική φιλολογία της Αθήνας και άρχισα να δουλεύω σε φροντιστήρια μέχρι να διοριστώ. Κι έτσι ξαφνικά χωρίς να καταλάβω πως και γιατί άνοιξα το δικό μου φροντιστήριο κι ενώ έβγαζα μονέδα αριστέρεψα ακόμα πιο πολύ κι όσα παιδάκια δεν είχαν οι γονείς τους χρήματα τους έκανα μάθημα τζάμπα, -το μήλο που θα έπεφτε; Έμπλεξα και με κάποιες ‘κακές παρέες’ λίγο κιθάρα ο ένας, λίγο πιάνο ο άλλος, κι άρχισα να γράφω στιχάκια, -μην φανταστείτε βαθυστόχαστη ποίηση-, αλλά δεν ήταν και άσχημα σε μια εποχή που το ‘έντεχνο’ για να το κάνεις έπρεπε να το πιστεύεις… Φυσικά η μαμά πάλι απείλησε με εγκεφαλο-καρδιακές του στυλ: Εσύ, μορφωμένη, καθηγήτρια, τι δουλειά έχεις με μουσικάντηδες και κιθαρτζήδες που είναι και κακές παρέες;

Κι έφτασε η εποχή που ήρθε ο διορισμός που εμένα σαφώς και δεν με ενέπνεε αλλά η μαμά (αχ βρε μαμά όσες φορές έκανες λάθη άλλες τόσες είχες δίκιο!) απείλησε με εγκεφαλικά και καρδιακά και «να σε δει από κει ψηλά ο μπαμπάκας σου να είσαι διορισμένη σε δημοτικό σχολείο που εκείνον τον είχαν πετάξει σαν άχρηστο». Σ’ αυτό πάτησε η μανούλα μου και αποδέχτηκα τον διορισμό στην πρωτοβάθμια Εύβοιας σαν καθηγήτρια Αγγλικών εδώ και εικοσιπέντε χρόνια.

Κι εκεί που το μέλλον μου ήταν δρομολογημένο, ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα κι έγινα μετανάστρια στο Αμερική γιατί ‘το σύζυγκό μου Αμερικανάκι, αλλά ντιπ Αμερικανάκι ούτε μια λέξος Ελληνικός δεν ήξερε’! Βρέθηκα στην Αμερική και μετά από το πρώτο πολιτισμικό σοκ ξεκίνησα με την άδεια και τις ευχές του Υπουργείου Παιδείας μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα και τελειώνοντας, προχώρησα σε διδακτορικές. Κι εκεί που εγώ πάλευα να γράψω με ‘επιστημονικό τρόπο’, -ή έτσι όπως νόμιζα εγώ πως είναι ο επιστημονικός τρόπος-, οι καθηγητές μου μιλούσαν για την Ελληνίδα που γράφει επιστημονικά με λυρισμό! Οι καθηγητές μου με βοήθησαν να καταλάβω πως η ξύλινη -σε οποιαδήποτε μορφή της- γλώσσα, δεν είναι γλώσσα αλλά άναρθρες κραυγές απόγνωσης των ‘δήθεν’.

Κάποια στιγμή αποφάσισα πως ήταν καιρός -κι εγώ αρκετά ώριμη- να προτείνω το πρώτο μου μυθιστόρημα στο αναγνωστικό κοινό. ‘Έφαγα πόρτα’ από όποιο εκδοτικό οίκο κι αν απευθύνθηκα! Όχι δεν υπήρχαν μπρατσωμένοι και φουσκωτοί στην πόρτα, αλλά άνθρωποι πνευματικοί που σίγουρα ήξεραν καλά το αγοραστικό κοινό κι εγώ σίγουρα δεν θα πουλούσα. Κοντά στα πενήντα, -χωρίς μια ζωή υπερπαραγωγή να τραβήξει την προσοχή-, μια παντελώς άγνωστη που στέλνει ένα μυθιστόρημα με τίτλο ΄Κυνηγώντας τον Χρόνο’, δεν έχει και πολλές πιθανότητες να πουλήσει. Βέβαια, αν συμβάλλει η κυρία Μάγκου-LaJiness οικονομικά για να εκδοθεί το βιβλίο αλλάζει η κουβέντα, όλοι οι αξιότιμοι εκδοτικοί θα προωθούσαν το μυθιστόρημά μου.

Κι εδώ πέρασα την ‘κρισάρα’  της ζωής μου: Αν δώσω τον οβολό μου το μυθιστόρημά μου είναι καλό και ενδιαφέρον, αλλά έτσι και no money, δεν βγαίνει βιβλίο honey; Έμαθα κι από κάποιους φίλους και γνωστούς πως στις πιο πολλές περιπτώσεις ούτε καν διαβάζουν το βιβλίο σου και όταν μετά από έξι μήνες τηλεφωνήσεις να μάθεις τα μελλούμενα ούτε που έχουν ιδέα σε τι αναφέρεσαι και σε περνούν από φωνή στο τηλέφωνο σε άλλη φωνή σε άλλο τηλέφωνο μέχρι που η πιο ‘ζοχάδα’ φωνή στο τέλος να σου πει πως «τελικά λυπόμαστε αλλά το μυθιστόρημά σας δεν ταιριάζει στο προφίλ του οίκου μας», αλλά δεν έχουν ιδέα σε ποιο μυθιστόρημα αναφέρεσαι…

Στην αρχή με κάθε αρνητική απάντηση πάθαινα κατάθλιψη, έβαζα τα κλάματα και είχα το Αμερικανάκι (ευτυχώς) να μου ανεβάζει το ηθικό με μεγάλα λόγια: «Δεν ξέρουν αυτοί, τι να ξέρουν αυτοί από εκδόσεις, κάντο μετάφραση στα Αγγλικά και στείλτο στους Barnes and Noble να το κάνουν best seller σε μια νύχτα, στείλτο στην Oprah ή την Helen και θα δουν όλοι αυτοί! (Αχ βρε γλυκό μου Αμερικανάκι δεν είμαι μεταφράστρια και δεν είμαι τόσο αστέρι-συγγραφέας για να γίνει σε μια νύχτα το μυθιστόρημά μου best seller, όμως σ’ ευχαριστώ που με έκανες το best seller στην ζωή σου.)

Κι έτσι το ‘Κυνηγώντας τον Χρόνο’ πήρε την θέση του σε ένα διαδικτυακό τόπο ελεύθερο να το διαβάσει όποιος ήθελε. Και κάποιοι το διάβασαν και μου έστειλαν μηνύματα πως έπρεπε να το στείλω σε εκδοτικούς οίκους γιατί ήταν πολύ καλό. Ο κύκλος του φιδιού δηλαδή, η ουρά κατέληγε στο στόμα και το στόμα έτρωγε την ουρά.

Και τότε εμφανίστηκαν οι τρεις-τέσσερις ‘σωματοφύλακες’ για να σώσουν τη μεγάλη συγγραφέα (χμμ, Εύα το καβάλησες το καλάμι, κατέβα καλό μου μην έχουμε ατυχήματα!) Εμφανίστηκαν οι ΕΝ.Α.Σ. (Ένωση Ανεξάρτητων Συγγραφέων) που μου εξήγησαν πώς λειτουργεί η αυτό-έκδοση των βιβλίων μας έτσι όπως εμείς τα ονειρευόμαστε, στην ποσότητα που θέλουμε, όταν θέλουμε και όταν μας το επιτρέπουν οι οικονομικές μας συνθήκες. Τελικά, τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο αν το θέλεις πολύ…

Κι έτσι το ‘Κυνηγώντας τον Χρόνο’ βγήκε σε αυτοέκδοση και με έκανε πάμπλουτη! Το πιστέψατε; Καλά να πάθετε αλλά επειδή πιστεύετε ακόμα στα παραμύθια σας συγχωρώ! Τα πρώτα είκοσι βιβλία έφυγαν αμέσως, λίγο οι συγγενείς, λίγο οι φίλοι, ούτε που το κατάλαβα πως έμεινα μόνο με το πρώτο, ένα και μοναδικό. Είχα και κέρδος, πέντε Ευρώ αν δεν κάνω λάθος. Τώρα επειδή είμαι δημόσιος υπάλληλος το κράτος μου κρατάει φόρο με το καλημέρα οπότε μάλλον μέσα πρέπει να μπήκα, αλλά ας το παραλείψουμε αυτό το στοιχείο!

Πήρα όμως στα χέρια μου το πιο όμορφο βιβλίο που εκδόθηκε ποτέ, το βιβλίο μου, το μυθιστόρημά μου. Και μέσα του χώρεσαν άνθρωποι που γεννήθηκαν στο μυαλό μου και αγάπησε η καρδιά μου. Άνθρωποι που έβλεπα, άνθρωποι που άκουγα τις φωνές τους (λίγο σε σχιζοφρένεια μου κάνει αυτό αλλά το παραβλέπω προς το παρόν!) Ναι, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες που αν και δεν υπήρξαν ποτέ, όλο και κάποιον θυμίζουν, μου χαμογέλασαν ή έβγαζαν τις κακίες τους (αυτοί είναι οι πιο ενδιαφέροντες!) μέσα από τις σαμουά ογδόντα γραμμαρίων σελίδες κάθε που ξεφύλλιζα το μυθιστόρημά μου. Κι όσο έκανα τις διορθώσεις στο δεύτερο μυθιστόρημα, το ‘Αλ Μπάνο και Χούλια’ το πρώτο βγήκε σε άλλα είκοσι αντίτυπα και έφυγαν κι αυτά. Κι έτσι έφυγαν και τα πρώτα είκοσι και τα επόμενα του δεύτερου μυθιστορήματος. Κέρδος; Οικονομικό κανένα, αλλά ακόμα και οι Barnes and Noble θα το τυπώσουν (στα Ελληνικά) αν κάποιος το παραγγείλει. Κι έτσι έγινε πραγματικότητα και το δικό μου όνειρο να εκδίδονται τα μυθιστορήματά μου και του άνδρα μου να τα εκδώσουν ακόμα και οι Barnes and Noble.

Τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο τελικά, ιδίως όταν καλοί φίλοι βοηθούν στην πραγματοποίηση των ονείρων μας. Η φίλη συγγραφέας Mona Perises, -κι αυτή μέλος της ΕΝ.Α.Σ.-, επιμελήθηκε τα εξώφυλλα και των δυο μυθιστορημάτων μου. Ο εικαστικός και μέλος της Ακαδημίας Μανώλης Κοτρώνης μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω πίνακες από την συλλογή του ‘αφιέρωμα στην παλιά Καρδίτσα’ που ομορφαίνουν το εξώφυλλο του δεύτερου μυθιστορήματός μου. Ένα ευχαριστώ μέσα απ την καρδιά μου και στον Alexey Slusar που μου επέτρεψε επίσης να χρησιμοποιήσω τον πίνακά του ‘old courtyard’. Και τέλος να ευχαριστήσω τους φίλους του τυπογραφείου Lychnos-Printhouse για την εκτύπωση και βιβλιοδεσία των βιβλίων μου.

Αν θέλω να εκδώσει τα βιβλία μου κάποιος εκδοτικός οίκος; Ναι αλλά με όρους που να με ικανοποιούν και κυρίως επειδή έχουν πρόσβαση στα βιβλιοπωλεία της χώρας, αλλιώς το κέφι μου το κάνω, οι λίγοι αναγνώστες μου περιμένουν το τρίτο μυθιστόρημα μου κι εγώ τους αφήνω να δουν απ την κλειδαρότρυπα του διαδικτύου κάποια κεφάλαια.

Γιατί να διαβάσετε τα βιβλία μου; Φυσικά γιατί είναι αριστουργήματα (αυτό το καλάμι πολύ ψηλά πετάει, τελικά έτσι και πέσω θα σκορπίσω πολύ άσχημα γριά γυναίκα!) και παντελώς πρωτότυπα (ναι, ναι, παρθενογένεση στο μυθιστόρημα, τίποτα άλλο Ευάκι;) Ας πάμε απ την αρχή λοιπόν… Γιατί να διαβάσετε τα βιβλία μου; Γιατί μπορεί τα μυθιστορήματά μου να μην είναι αριστουργήματα, αλλά αν φτάσατε να διαβάζετε μέχρι εδώ, κάτι σας τράβηξε στον τρόπο γραφής μου!

Εύα Μάγκου

 

ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

evaiswriting.wordpress.com/κυνηγώντας-τον-χρόνο

Πρωταγωνιστής και κύριος χαρακτήρας του βιβλίου είναι ο Χρόνος. Ένας χρόνος όμως που δεν εμπεριέχεται στην συμβατική έννοια του χρόνου, δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια, δεκαετίες, κλπ σε συνδυασμό με τον χώρο, αλλά σαν αυτόνομη οντότητα που μέσα της γεννιέται ο χώρος, και τα πλάσματα, μια άλλη ονομασία της Αιωνιότητας που είναι συνώνυμη με την Θεότητα.

Μέσα σ’ αυτόν τον Χρόνο πλάσματα του παρελθόντος τυχαίνει  να συναντούν τους απογόνους τους στο αύριο. Κανείς απ τους δυο δεν συνειδητοποιεί την σχέση που υπάρχει ανάμεσά τους γιατί και οι δυο είναι παιδιά κι όταν μεγαλώνουν ‘ξεχνούν’ αυτή την Θεϊκή ικανότητα που τους δίνει ο Χρόνος μιας και  την ικανότητα να τους ταξιδεύει εντός του ο Χρόνος την έχουν μόνο τα παιδιά και οι αγνές ψυχές. Αν όμως και ενώ είμαστε ενήλικοι δούμε τον Συμπαντικό Χρόνο με Σίγμα και Χι κεφαλαία να μορφοποιείται και τον αγγίξουμε τότε μπαίνουμε μέσα του και μπαίνει εντός μας, γινόμαστε Αιώνιοι αν και το σώμα σαν φθαρτό υλικό ‘πεθαίνει’.

 

—–*****—–

 

Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι η Ειρήνη, αν όμως διαβάσει κανείς το βιβλίο ο αριθμός των σελίδων που αναπτύσσεται ο χαρακτήρας της δεν είναι το σωστό 2/3 που ορίζουν τα λογοτεχνικά βιβλία. Έτσι κι αλλιώς αυτοκτονεί από την πρώτη σελίδα του βιβλίου, ή μήπως τελικά δεν αυτοκτονεί; Η Ειρήνη ορμάει να πιάσει τον μορφοποιημένο Συμπαντικό Χρόνο και τα καταφέρνει, άρα περνάει στην Αιωνιότητα, άρα δεν αυτοκτονεί, άρα δεν πεθαίνει τελικά… Τελικά όμως υπήρξε η Ειρήνη ποτέ;;;;

 

Η Ειρήνη είναι η μοναχοκόρη του Δημήτρη Θέου και της Νανάς Δημητρίου, είναι το παιδί του επαναστάτη και του πλουσιοκόριτσου. Στην ουσία είναι το μείγμα δυο Ελληνικών ιδεολογιών. Αριστερά-πρωτοπορία-επανάσταση και Δεξιά-συντηρητισμός-παράδοση. Είναι όμως τα όρια αυτών των δυο τόσο ευδιάκριτα ή απλά μάθαμε να βάζουμε ταμπέλες δίνοντας ιδιότητες και ρόλους κατά την δική μας προσωπική θέση και κοσμοθεωρία;

 

Η Ειρήνη θα μπορούσε να είναι δεύτερος και τρίτος ρόλος γιατί ουσιαστικά πρωταγωνιστές είναι όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου. Ποιος έχει δικαίωμα σε μια ομάδα ανθρώπων να αυτό-χρισθεί ο κύριος χαρακτήρας όταν ο καθ’ ένας μας ΕΙΝΑΙ πρωταγωνιστής της δικής του Ζωής. Σε μια παρέα όλοι οι ρόλοι είναι πρωταγωνιστές της δικής τους προσωπικής Ζωής και ιστορίας.

 

Μέσα από την ιστορία των δυο οικογενειών, την σύνθεση, την ανάπτυξη και το πάντρεμα τους περνάει η επί 100 χρόνια ιστορία της Ελλάδας, ξεκινώντας από το 1880 τελειώνοντας το 1980 χωρίς όμως να πρωταγωνιστεί ο χρόνος και εδώ αναφερόμαστε στα λεπτά, μέρες, μήνες, χρόνια και όχι τον Συμπαντικό!

 

—–*****—–

 

Γύρω υπάρχουν δεκάδες άλλοι, κάποιοι καλοί κι άλλοι λιγότερο ή και καθόλου. Κάποιοι που κουβαλούν πόνο κι άλλοι που είναι κλόουν. Αλλά πόσο σίγουροι μπορούμε να είμαστε πως ο κλόουν δεν είναι παρά μια χαζοχαρούμενη καρικατούρα; Υπάρχουν χαρακτήρες που λες ‘εγώ αυτόν τον ξέρω, το έχω δει, είναι γείτονας, είναι η θειά μου. Κι όμως δεν είναι, αλλιώς δεν θα ήταν μυθιστόρημα αλλά αυτοβιογραφία… Ή μήπως είναι;

 

Μήπως η θεία-Ερμιόνη, η ισχυρή γυναίκα πίσω από έναν πολιτικό-μαριονέτα που πέρασε από τα πιο συντηρητικά βουλευτικά έδρανα στα πιο σοσιαλιστικά σας θυμίζει έντονα την όλο φρου-φρου κι αρώματα κυρία βουλευτού που με την περιουσία ή το καλό όνομα της πατρικής οικογένειας της αγόρασε ο μπαμπάς της έναν φέρελπι πλην φτωχούλη δικηγοράκο για να εξασφαλίσει το κοριτσάκι του;

 

Μήπως η θειά η Χρύσα που ήταν άτυχη γιατί γεννήθηκε γυναίκα σε λάθος εποχή και χώρα και τα πρώτα πενήντα χρόνια της ζωής της τα έζησε σαν η κυρία του κυρίου και μετά έτσι ξαφνικά (αλλά καθόλου ξαφνικό δεν είναι τίποτα όταν έρχεται να απαιτήσει τα δικαιώματά του ο Χρόνος!) έγινε το λιοντάρι που σπάει το κλουβί σας θυμίζει κάποια γνωστή σας;

 

Μήπως η ίδια η συγγραφέας είναι και δεν είναι, υπάρχει και δεν υπάρχει, υπήρξε και δεν υπήρξε; Μήπως η Ειρήνη δεν υπήρξε αλλά τότε τι;;;

 

—–*****—–

 

Παρ’ όλ’ αυτά η δομή του βιβλίου παρακολουθεί τις ιστορίες σε έναν χρόνο που κινείται ευθύγραμμα και πάνω στις έννοιες παρελθόν-παρόν-μέλλον. Αδέλφια, ξαδέλφια, συγγενείς, φίλοι, δουλάκια, πιάνα με ουρά, τα πρώτα τσιγάρα για γυναίκες, μεγάλοι έρωτες, μεγάλα μίση και μια Ειρήνη που γίνεται πίτα μέρα Πάσχα γιατί μπέρδεψε το κοκκινέλι με το ταμ-ταμ και την τρέχουν για πλύση στομάχου!

Η Ειρήνη τελικά αυτοκτόνησε πηδώντας από τον έκτο όροφο για να πιάσει τον προσωπικό συμπαντικό κόσμο της που τον είδε να μορφοποιείται στο φανάρι του δρόμου.

Η Ειρήνη σκοτώθηκε, το υλικό της φθαρτό σώμα έχασε την ενέργεια που ονομάζεται Ζωή.

Η Ειρήνη ΔΕΝ πέθανε γιατί ενώθηκε με τον προσωπικό συμπαντικό της Χρόνο άρα πέρασε στην Αιωνιότητα.

Η Ειρήνη ΔΕΝ αυτοκτόνησε γιατί δεν πήρε κανένα ρίσκο πηδώντας από τον έκτο όροφο ξέροντας πως θα περάσει στην Αιωνιότητα.

Η Ειρήνη ΔΕΝ πέθανε ποτέ γιατί απλά ΔΕΝ γεννήθηκε ποτέ μιας και όλοι οι ‘πρόγονοί’ της ήταν κι εκείνοι χαρακτήρες ενός μυθιστορήματος.

Τέλος, η Ειρήνη δεν μπορεί να πεθάνει γιατί απ την στιγμή που υπήρξε σαν χαρακτήρας μυθιστορήματος πέρασε στην Αιωνιότητα, τον δικό της, προσωπικό της Συμπαντικό Χρόνο!

 

 

ΑΛ ΜΠΑΝΟ ΚΑΙ ΧΟΥΛΙΑ

evaiswriting.wordpress.com/αλ-μπανο-και-χουλια

Καλοκαίρι του εβδομήντα και η Λήδα είναι δώδεκα χρονών. Μόλις τέλειωσε την έκτη δημοτικού και έδωσε εισαγωγικές στο γυμνάσιο. Γύρω της και εντός της όλα αλλάζουν. Έρχεται αντιμέτωπη με αλήθειες και την εφηβεία σε μια Ελλάδα που απλώνει το χέρι προς την Δύση και τραγουδάει τραγούδια Ιταλικά του Αλ Μπάνο και Γαλλικά και Αμερικάνικα αλλά από την άλλη στενάζει στους θερινούς σινεμάδες με τα βάσανα της Τουρκάλας Χούλιας Κότσιγιτ.

Η Λήδα ζει σε μια Θεσσαλική πόλη, άνθρωποι δικοί της λείπουν αλλά δεν ξέρει γιατί, κανείς δεν μιλάει ξεκάθαρα για ανελευθερίες. Για πρώτη φορά συναντά Συμπαντικές έννοιες όπως Θάνατος, Αιωνιότητα, Αυτοπροσδιορισμός.

Το καλοκαίρι της μετάβασης, από παιδί γίνεται γυναίκα, τραγουδάει πολύ, χορεύει πιότερο, ερωτεύεται, με την παρέα της πάνε ποδηλατάδες στο δάσος έξω από την πόλη και περιμένει την πρώτη μέρα που θα βγει απ το κουκούλι της όμορφη πεταλούδα έτοιμη να γευτεί τους χυμούς του αύριο.

 

—–*****—–

 

Η πρωταγωνίστρια ‘γράφει’ έτσι όπως ζει τις καταστάσεις και σκέφτεται σαν παιδί που μπαίνει στην εφηβεία. Μαθαίνει να είναι μέλος της οικογένειας της και του χώρου που διδάσκεται, μέλος της πρώτης μας παρέας που ποτέ δεν ξεχνάμε και μέλος μιας κοινωνίας που την παρατηρεί και τους παρατηρεί.

 

Η πρωταγωνίστρια ‘γράφει’ και θυμάται πως ήταν και πως έβλεπε τον κόσμο περπατώντας το μονοπάτι της προσωπικής της εφηβείας και είναι η ενήλικη Λήδα που καταγράφει με μολύβι σε τετράδιο για εκείνη την νεαρή Λήδα.

 

—–*****—–

 

Η πρωταγωνίστρια δεν είναι η πανέμορφη του παραμυθιού. Είναι ο κύκνος, λίγο χοντρούλα, λίγο ατσούμπαλη, λίγο που με το νερό και το σαπούνι δεν έχει καλές σχέσεις, λίγο που αντί για μαλλιά έχει μαύρα σύρματα να πετούν ολούθε γύρω απ το κεφάλι της. Είναι όμως ο κύκνος του παραμυθιού.

 

Η Λήδα κάποια στιγμή χάνει την επαφή με τον αδελφό της που έφυγε για να σπουδάσει στο εξωτερικό. Οι γονείς της προσπαθούν να μην την υποψιάσουν πως ζει σε εποχές ανελευθεριών και δικτατορίας και ο αδελφός της είναι σε ομάδες αντίστασης στην Ιταλία.

 

—–*****—–

 

Κι όμως η Λήδα ζει τα δικά της δράματα. Η καλύτερη της φίλη είναι αγιάτρευτα άρρωστη και η πρωταγωνίστριά μας θα περάσει το τελευταίο καλοκαίρι μαζί της τόσο όμορφα που δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Η Βιβή ‘φεύγει’ εκεί προς το τέλος του καλοκαιριού, αλλά δεν φεύγει ποτέ. Μένει για πάντα παιδί μέσα στην Λήδα, ένα παιδί σοφό με την Σοφία την παιδική και την Σοφία των Άστρων.

 

Η Λήδα επαναστατεί, δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της αν αυτό που υποστηρίζει είναι δίκιο! Επαναστατεί και πληρώνει, αλλά επαναστατεί, πληρώνει και ξανασηκώνεται, η Λήδα έχει ‘κότσια’.

 

Η Λήδα είναι ονειροπαρμένη αλλά κανείς δεν τολμά να την σταματήσει γιατί πολύ απλά δεν θα την σταματήσει. Κι έτσι αποκτά αυλή που αρνείται όμως και να διατηρήσει μιας και δεν την θέλησε ποτέ. Κρατά όμως δυο φίλους για όλο το υπόλοιπο της ζωής της…

Η Λήδα εκείνο το καλοκαίρι ερωτεύεται, αγαπάει και χάνει την μεγάλη αγάπη στην στροφή του τρένου… Ή μήπως όχι;

 

ΣΥΝΕΞΕΛΙΞΗ ΕΝΤΟΣ

δεν έχει ολοκληρωθεί

Η Δήμητρα είναι μια πετυχημένη πανεπιστημιακός και συγγραφέας που ζει ευτυχισμένη με τον άνδρα της και τα δυο παιδιά τους σε μια πόλη της Αμερικής μέχρι που…

Η Δάφνη σπουδάζει στην Ιταλία ακολουθώντας την παράφραση του «Ω ξειν αγγέλειν πατράσι και μητράσι πως τούδε κοιμώμεθα τοις κοίνων χρήμασι φαγόμενοι»…

Ένα επιστημονικό λάθος και η συνείδηση σαν εν-συναίσθηση της Δήμητρας βρίσκεται να ‘συγκατοικεί’ με της Δάφνης εντός της δεύτερης! Το σώμα μεταφοράς συνείδησης σαν εν-συναίσθηση είναι λάθος, η χρονολογία είναι λάθος, ο χώρος είναι λάθος, και το πιο λάθος είναι η παντελής άρνηση συνεργασίας από την πλευρά της Δάφνης που πιστεύει πως χρειάζεται επειγόντως ψυχίατρο μιας και είναι γνωστό πως το σόι της έχει ‘θεματάκια’.

Ποιος θα ειδοποιήσει τον άνδρα της Δήμητρας πενήντα χρόνια αργότερα εκείνο το μοιραίο πρωινό να μην κάνει την λάθος διαδρομή;

Το ‘Συνεξέλιξη εντός’ δεν είναι μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας… Είναι μια ιστορία παράλληλης εξέλιξης δυο διαφορετικών χαρακτήρων που μαθαίνουν να αγαπούν η πρώτη πέρα από οριοθετημένους κόσμους και η δεύτερη τον εαυτό της.