featured Θέατρο Πες μου μια ιστορία

Βάσω Καμαράτου : “Ο άσχημος τοίχος”

Ζήτησα από την ηθοποιό Βάσω Καμαράτου να μου πει μια ιστορία κι εκείνη έγραψε ένα ολόκληρο, καινούριο, μικρό παραμύθι με τίτλο “Ο άσχημος τοίχος”.

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας τοίχος, νομίζω μπεζ.

Έμπαινες μέσα στο σπίτι από την ξύλινη εξώπορτα του πέμπτου ορόφου, κοιτούσες ευθεία, ήταν δυο καναπέδες, ένας τριθέσιος και ένας διθέσιος, κοιτούσες αριστερά ήταν η μπαλκονόπορτα που έβγαζε σε ένα μεγάλο μπαλκόνι με τέσσερις γλάστρες ένα τραπέζι στρογγυλό με τζάμι σαγρέ και εάν θυμάμαι καλά τέσσερις καρέκλες με ψηλή πλάτη.

Είχα δει ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα από εκεί, ροζ .

Πάλι μέσα, τώρα κοιτούσες δεξιά και ήταν η μικρούλα κουζίνα με το ντουλάπι της, με τον νεροχύτη της, με το ρολόι της, με τον κάδο της, με το τραπεζάκι της και το θυμιατό της. Λίγο πιο δεξιά και ενώ προσπερνούσες με το μάτι σου τον διάδρομο που σε πήγαινε στα δυο υπνοδωμάτια και το μπάνιο, έβλεπες το ψυγειάκι το άσπρο και δίπλα του τον καλόγερο με ρούχα επάνω του και παπούτσια κάτω του.

Εάν γύριζες τώρα το κεφάλι πάλι αριστερά και πιο πολύ αριστερά και πίσω, έβλεπες την συνέχεια του σαλονιού στο βάθος και δεξιά ο τοίχος ο μπεζ, ο τοίχος που ήταν εκεί σαν μόνος του, σαν κρυμμένος, λες και κάποιος τον έκρυβε για να μην φανεί, λες και δεν υπήρχε τοίχος εκεί.

Και είχε λες μιαν λαχτάρα να τον δει κάποιος να του δώσει σημασία. Αλλά όχι, ήταν η ντροπή του σαλονιού, δεν έπρεπε κανείς να τον δει,γιατί αυτός ο τοίχος δεν ήταν σαν τους άλλους. Ήταν λαβωμένος από την υγρασία και είχε ανοίξει λίγο και σαν να είχε αλλάξει και χρώμα και ήταν ΑΣΧΗΜΟΣ, ήταν βαθιά πληγή για το υπόλοιπο σπίτι και πόσο μα πόσο ντρεπόταν ο καημένος, πόσο άσχημα ένιωθε, πόσο ήθελε να τον προσέξουν, να του πουν πως δεν πειράζει που είναι διαφορετικός, πως δεν φταίει εκείνος που έτυχε να είναι σε αυτή τη θέση.

Πολύ μου άρεσε αυτός ο τοίχος, πόσο του πήγαινε που ήταν έτσι ανομοιόμορφος, πόσο όμορφος ήταν με αυτές του τις καμπύλες,με αυτά του τα ανοίγματα.

Πήγαινα κρυφά και του μιλούσα και τον ακουμπούσα όταν δεν με έβλεπαν και του έλεγα κρυφά πόσο ωραίος ήταν και να μην τον νοιάζει τίποτα και μα τω θεώ πόσο χαιρότανε.

Και μα τω θεώ πόσο χαιρόμουνα και εγώ.

Ο άσχημος τοίχος έγινε όμορφος, τον έφτιαξαν.

Μπήκα μια ημέρα στο σπίτι του πέμπτου ορόφου και μου είπαν να πάω να δω τον τοίχο που τον έφτιαξαν, τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν, η ανάσα μου έγινε βαριά, τα πόδια μου δεν με κρατούσαν, ήθελα να κλάψω, μα κρατήθηκα, για να μην δείξω τίποτα, για να μην φανώ.

Πήγα δειλά κοντά του, τον κοίταξα μα δεν τον αναγνώριζα.

Ήθελα να ουρλιάξω, όχι από χαρά, όχι από λαχτάρα, αλλά από βαθιά λύπη.

Τι κάνατε στον τοίχο ;

Τι του κάνατε;

Γιατί;

Μα δεν το έκανα, δεν ήθελα να πληγωθεί κανείς.

Τον κοίταξα,άπλωσα το χέρι μου, τον άγγιξα λίγο και είπα τι ωραίος που είναι.

Μετά από λίγο, ενώ είχα μείνει εκεί σαστισμένη, ήμουν μόνη μαζί του γύρισα τον κοίταξα και του είπα συγγνώμη για αυτό που σου συνέβη, ήσουν, είσαι και θα είσαι για πάντα αυτός ο όμορφος ιδιαίτερος τοίχος που γνώρισα.

Συγχώρεσέ μας τους ανθρώπους, δεν ξέρουμε και εμείς κάποιες φορές τι κάνουμε και γιατί το κάνουμε.

Ο τοίχος κατάλαβε, τα είχε καταλάβει όλα, του άρεσε που τον αγαπούσαν πάλι μες το σπίτι του, του άρεσε που τον αγάπησα και εγώ για αυτό που ήταν και για αυτό που έγινε.

Βάσω Καμαράτου

Επιμέλεια: Μάνια Ζούση