Metamanias Θέατρο Το ημερολόγιο του φεστιβάλ

“Τρεις αδελφές” : Ο θρίαμβος των ήχων

Είχε ήδη φτιάξει τη μυθολογία της η παράσταση «Τρεις αδελφές» του ανήσυχου 34χρονου Ρώσου Τιμοφέι Κουλιάμπιν, αρκετά πριν παρουσιαστεί στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών. Κι αυτό γιατί καλούμασταν να δούμε το γνωστό και αγαπημένο τσεχωφικό έργο στη… νοηματική γλώσσα, την οποία διδάχθηκαν οι ηθοποιοί του Κουλιάμπιν. Καλούμασταν, δηλαδή, να παρακολουθήσουμε θέατρο χωρίς το βασικό του συστατικό: το λόγο. Η περιέργεια όμως για το εγχείρημα και το πείραμα αυτό ήταν ήδη μεγάλη.

Στην τεράστια σκηνή του Χώρου Δ της Πειραιώς 260 μας περίμενε ένα πλήρες τσεχωφικό σπιτικό. Είναι η οικία των Πραζόροφ, το πατρικό των τριών κοριτσιών, της Όλγας, της Μάσα, της Ιρίνας και του αδελφού τους, του Αντρέι. Ενα ανοιχτό σπίτι σε μια μονότονη ρωσική επαρχία όπου μπαινοβγαίνουν οι συνάδελφοι και οι φίλοι των τριών αδελφών, κυρίως στρατιωτικοί (συνάδελφοι του πατέρα τους) και καθηγητές -οι μορφωμένοι της περιοχής. Πατιναρισμένα έπιπλα, σερβίτσια, σαμοβάρι ασφαλώς, κρεβάτια, ντουλάπες, αλλά και τηλεόραση plasma, και τάμπλετ, κινητό και πιστολάκι για τα μαλλιά! Ηταν η σύνδεση του έργου με το σήμερα. Τα δωμάτια του σπιτιού χωρίζονται νοητά, αλλά όλο το σπίτι και όλες οι δράσεις που ταυτόχρονα πραγματοποιούνται στους χώρους του είναι μπροστά στα μάτια των θεατών.

Η παράσταση ξεκίνησε με την Ιρίνα (που γιορτάζει στην αρχή του έργου) να ανοίγει την τηλεόραση και να παρακολουθεί ένα βίντεο-κλιπ, χορεύοντας όμως… εκτός ρυθμού, μιας και δεν μπορούσε να ακούσει τον ρυθμό. Η ιστορία των τριών αδελφών και των ανθρώπων του περιβάλλοντός τους ξεκινάει. Παρακολουθούμε τη δράση (διόλου αργόρυθμη, το αντίθετο), παρακολουθούμε το κείμενο του Τσέχωφ στην οθόνη των υπέρτιτλων και ταυτοχρόνως τη στάση του σώματος και τις εκφράσεις των ηθοποιών. Οι ήχοι της καθημερινότητας του σπιτιού κυριαρχούν, πρωταγωνιστούν. Ολοι, οποιοιδήποτε. Το στρώσιμο του τραπεζιού που επιμελείται η καταπληκτικής κίνησης γριά υπηρέτρια (που είναι μια νεότατη ηθοποιός), το νιαούρισμα μιας γάτας κάπου, η εξώπορτα που ανοιγοκλείνει διαρκώς, αφού διαρκώς μπαινοβγαίνουν άνθρωποι σ’ αυτό το σπίτι, οι κινήσεις μιας παρτίδας σκάκι, το νερό που σερβίρεται στα ποτήρια, το τσούγκρισμά τους, τα μαχαιροπήρουνα…

Το πρώτο από τα τρία διαλείμματα της παράστασης (που διήρκεσε συνολικά 255 λεπτά) έγινε 55 λεπτά μετά την έναρξη. Το κοινό έξω από το Χώρο Δ ήταν εξαιρετικά αμήχανο σ’ εκείνο το πρώτο διάλειμμα. Λίγοι είχαν (είχαμε συνηθίσει) τη συνθήκη θέασης αυτής της πολύ ιδιαίτερης και πολύ ενδιαφέρουσας παράστασης. Και οι πρώτες αποχωρήσεις έγιναν στο πρώτο διάλειμμα.

Στο δεύτερο μέρος εξοικειωνόμαστε, σιγά σιγά με τη «γλώσσα» του σώματος και όσα «λένε» οι χαρακτήρες μέσω των κινήσεών τους και ξεχωρίζουμε κάποιες πολύ ιδιαίτερες σκηνές, πολύ ξεχωριστές, απολύτως θεατρικές και  εξαιρετικά «εύγλωττες». Οπως εκείνη η συγκλονιστική σκηνή στο τραπέζι της οικογένειας όπου όλοι οι συνδαιτημόνες βάζουν το αυτί τους πάνω στην επιφάνεια για να «ακούσουν» τους κραδασμούς από το γύρισμα μιας μεγάλης σβούρας! Ή εκείνη η απελπισμένη ερωτική εξομολόγηση του αντικοινωνικού, ευέξαπτου, εσωστρεφούς και παρεξηγιάρη Σαλιόνι προς την Ιρίνα, με τις πιο αδέξιες και άηχες κινήσεις τρυφερότητας που έχω δει. Μ’ εκείνο το παντοφλάκι που της πηγαίνει στην πόρτα του δωματίου της… Και κρατώ ακριβά εκείνη την ατάκα του Αντρέι στον κάπως βαρύκοο υπάλληλο, τον μόνο που μιλάει στην παράσταση: «Αν άκουγες καλά, ίσως και να μη μιλούσα μαζί σου», καταγράφοντας μ’ αυτή τη φράση την αποξένωση και τη μοναξιά που ζούσαν οι άνθρωποι αυτού του πολύβοου σπιτιού. Ετσι κι αλλιώς η έμφαση του έργου σ’ αυτή την απουσία επικοινωνίας εστιάζει, σ’ αυτή την πλήξη που κολλάει στο δέρμα τους και στη ζωή τους, σ’ αυτά τα απωθημένα που διαρκώς ονειρεύονται και ποτέ δεν αγγίζουν.

Στο δεύτερο διάλειμμα της πρώτης μέρας (Παρασκευή 15 Ιουνίου) έφυγαν κι άλλοι, αρκετοί. Οι περισσότεροι έλεγαν ότι ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα αλλά ιδιαιτέρως απαιτητικό στη θέαση, άλλοι επεσήμαιναν ότι δεν μπορούσαν να συνηθίσουν τη συνθήκη μιας θεατρικής παράστασης χωρίς λόγο. Οσοι έμειναν πάντως ενθουσιάστηκαν και αποθέωσαν έπειτα από 4,5 ώρες τους ηθοποιούς της παράστασης, που όντως έκαναν άθλο, καλώντας τους πολλές φορές στη σκηνή.

Το ρεπορτάζ λέει ότι τη δεύτερη μέρα, το Σάββατο 16 Ιουνίου, έμεινε πολύ περισσότερος κόσμος μέχρι το τέλος (ειδικό κοινό ως επί το πλείστον, όπως και την πρώτη μέρα, δηλαδή δημοσιογράφοι και πολλοί καλλιτέχνες).

Ηταν ασφαλώς μια πολύ ιδιαίτερη πρόταση, απ’ αυτές που πρέπει να προτείνει ένα Φεστιβάλ γνωρίζοντάς μας εγχειρήματα, τάσεις, καλλιτέχνες. Ηταν μια ξεχωριστή προσέγγιση ενός γνωστού κι αγαπημένου κειμένου. Ναι, είχε πολύ ενδιαφέρον αυτή η «επαναστατική» παρέμβαση του Κουλιάμπιν στο τσεχωφικό σύμπαν και σ’ αυτό που ήθελε να καταδείξει το κείμενο.  Και είχε και πολύ ενδιαφέρον η σύζευξη με τις τσεχωφικές παραδοσιακές παραστάσεις και τις πινελιές του σήμερα. Οχι ότι αυτό ήταν κάτι ιδιαίτερα νέο, αλλά ήταν ωραία ενσωματωμένο. Η μόνη παρατήρηση είναι ότι λόγω της μεγάλης διάρκειας της παράστασης θα έπρεπε η έναρξη να είχε πάει αρκετά νωρίτερα, ίσως και στις 7μ.μ.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ