Βιβλίο Θέατρο

Το “Ναι” της Καταλονίας στη Λογοτεχνία και το Θέατρο

Με παράδοση στην λογοτεχνία και το θέατρο, που λειτουργώντας ως κοινωνικοί παλμογράφοι, απορροφούν και μετουσιώνουν την ζώσα ιστορία, δίνοντάς της παγκόσμια διάσταση, η Καταλονία έλκει την προσοχή και το ενδιαφέρον μας, μετά το καθολικό «ναι» στο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας και τα αιματηρά επεισόδια  τρομοκρατίας που ακολούθησαν από τις κατασταλτικές δυνάμεις.

Στο ερώτημα πώς η λογοτεχνία και το θέατρο αφομοιώνουν την πραγματικότητα και την ιστορία και συμβάλλουν στην διαφοροποίηση της περιοχής, κριτικοί και μεταφραστές συμφωνούν καταρχήν πως τα τελευταία χρόνια η τέχνη της καταλανικής σκηνής και  γλώσσας βρίσκεται σε καρποφορία και δημιουργική έκρηξη.

Μιλούν για την  «άνοιξη των καταλανικών γραμμάτων» που ξεκίνησε την δεκαετία του ‘ 80  με συγγραφείς κυρίως όπως ο Ζάουμε Καμπρέ που στα ελληνικά έγινε γνωστός από το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα «Confiteor» των εκδόσεων «Πόλις», μιας «λογοτεχνίας αρκετά μειονοτικής και μιας μικρής γλώσσας που κατάφερε να βγει στο εξωτερικό» , όπως σχολιάζει ο μεταφραστής του Ευρυβιάδης Σοφός, σύμφωνα με τον οποίο «ο Καμπρέ παρουσιάζει  μια διαφορετική Καταλονία του 20ου αιώνα,  με αναμνήσεις, τοπία και ακμαία επαρχία που έχει μια δική  της ταυτότητα και καμία σχέση με την Ισπανία. Μια Καταλονία που λειτουργεί ως πατρίδα».

Περιοχή που από πολύ νωρίς, ήδη από τον 10ο αιώνα, διέθετε μια γλώσσα που ήταν διαφοροποιημένη από τα καστιλιάνικα, αυτά που ξέρουμε ως νέα ισπανικά, η Καταλονία έχει από τον 14ο αιώνα την δική της αυτοκρατορία, με παραγωγή λογοτεχνικών κειμένων και ποίησης. Ωστόσο με τον γάμο Ισαβέλλας και Φερδινάνδου, των στεμμάτων δηλαδή μεταξύ Αραγωνίας και Καστίλης, τα καταλανικά περνούν σε δεύτερη μοίρα γιατί η αυτοκρατορία αποφασίζει πως η γλώσσα που θα χρησιμοποιείται θα είναι τα ισπανικά. Έτσι από τον 15ο αιώνα και μετά, τα καταλανικά περνούν σε μια περίοδο παρακμής έως και τον 18ο αιώνα που με την εμφάνιση του ρομαντισμού και την γαλλική επανάσταση ξεκινά μια αναγέννηση των καταλανικών γραμμάτων « μέσα από διαγωνισμούς ποίησης , που είναι ένα κράμα  μεσαιωνικών και νεώτερων ποιημάτων», όπως σημειώνει ο κ. Σοφός. Αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει μια έντονη παραγωγή λογοτεχνικών κειμένων στα καταλανικά και γίνεται μια προσπάθεια ομαλοποίησης της γλώσσας από ορισμένους  διανοούμενους που θεσπίζουν κανόνες με αποτέλεσμα «η γλώσσα να ομαλοποιηθεί έως και την δεκαετία του 50. Η παραγωγή των λογοτεχνικών κειμένων είναι πολύ εκτεταμένη, όλο και περισσότεροι γράφουν στα καταλανικά, αλλά εξίσου πολλοί είναι και όσοι επιλέγουν τα ισπανικά. Με την επιβολή της δικτατορίας του Φράνκο απαγορεύεται η χρήση της γλώσσας, η συγγραφή και η έκδοση έργων».

Έτσι μια σειρά λογοτεχνών επιλέγουν από το ΄39 έως και τον θάνατο του Φράνκο το ‘ 76, την εξορία της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, κυρίως της Γαλλίας και του Μεξικού.

«Αυτό που μεταφράζω τώρα για τον Καστανιώτη, το «Βαλενσιάνικη Βίβλος» του Ραφαέλ Τάζις», σημειώνει ο Ευρυβιάδης Σοφός, «αναφέρεται σε μια Βαρκελώνη του ‘ 40 και έχει γραφτεί στο Παρίσι. Ο Τάζις είναι μια κλασική περίπτωση ανθρώπου που έφυγε απ την  Βαρκελώνη. Όσον αφορά την καταλανική γραφή και γλώσσα, από τα πρόσωπα που είναι κυρίαρχα στον λογοτεχνικό χώρο είναι η Μερσέ Ροδορέδα, το βιβλίο της οποίας «Η πλατεία του διαμαντιού», έχει μεταφραστεί παλαιότερα στα ελληνικά».

Μετά τον θάνατο του Φράνκο και την μεταπολίτευση, από το ‘77 και μετά, η γλώσσα και η λογοτεχνία «αναπνέουν ξανά ελεύθερα»,  ωστόσο είναι πολλοί όσοι θεωρούν πως δεν υπάρχει λόγος πια να συνεχίσουν να γράφουν βιβλία στα καταλανικά, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, όπως ο Καμπρέ, το βιβλίο του οποίου «Η σκιά του ευνούχου», μεταφράζεται για να κυκλοφορήσει και πάλι από τις εκδόσεις «Πόλις».

Το καταλανικό θέατρο

«Το θέατρο της Βαρκελώνης είναι διεθνές, κι αυτήν την ώρα υπάρχει μια τεράστια έκρηξη στην θεατρική σκηνή της πόλης που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 20 χρόνια», εξηγεί η θεατρολόγος και μεταφράστρια Μαρία Χατζηεμμανουήλ, που έκανε γνωστό στην Ελλάδα το καταλανικό και ισπανόφωνο θέατρο.

Δεν θεωρείται τυχαίο πως ανήμερα του δημοψηφίσματος στην Βαρκελώνη έκανε πρεμιέρα θεατρικό έργο του Σέρτζι Μπελμπέλ, το οποίο μιλάει για ανεξάρτητο καταλανικό κράτος και κυβέρνηση.

Ο πρώτος που ξεκίνησε να γράφει και επέμεινε στην καταλανική γλώσσα είναι ο Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ, που στα 77 του χρόνια θεωρείται και ο πατριάρχης  του καταλανικού θεάτρου.

Πριν από μερικά χρόνια προκηρύσσεται από μεγάλο θεατρικό οργανισμό της Βαρκελώνης, ένας διαγωνισμός συγγραφής θεατρικού έργου με θέμα «Συμβαίνει στην Βαρκελώνη». Τρία από τα έργα που γράφτηκαν πάνω στο συγκεκριμένο πλαίσιο, μεταφράστηκαν στα ελληνικά. Πρόκειται καταρχήν για το «Βαρκελώνη όπως νοσταλγία» του Κάρλες Μπάτιες που παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρώτη στο 1ο Ιβηροαμερικανικό φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε πριν μερικά χρόνια στην Αθήνα και αφορά σε μια σειρά από ιστορίες που είναι άμεσα συνδεδεμένες με την πόλη, όπως ιστορίες με ξένους, πανεπιστημιακούς και φοιτητές και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν την ιστορία της πόλης, με τους νέους, την εισβολή του τουρισμού και την χαρτογράφηση της περιοχής. Δεύτερο το έργο της Λουίζας Κουνιγιέ «Ο χάρτης με τους ίσκιους», καθώς και το «Βρέχει στην Βαρκελώνη» του Πάο Μιρό που παίχθηκε στο Εθνικό της Μαδρίτης.

Στην κατεύθυνση ανάδειξης του καταλανικού θεάτρου συνέβαλε και ο ισχυρός θεατρικός οργανισμός Σάλα Μπέκετ που ίδρυσε ο Χοσέ Σάντσις Σινιστέρρα, μέσα από μαθήματα θεατρικής γραφής με διεθνείς δραματουργούς.

«Οι Καταλανοί στηρίζουν πάρα πολύ την γλώσσα και την λογοτεχνία τους και μέσω του Ινστιτούτου Ραμόν Λιουλ που επιχορηγεί την έκδοση και διάδοση του καταλανικού θεάτρου και αναδεικνύει τους συγγραφείς του», σημειώνει η Μ. Χατζηεμμανουήλ. Το Ινστιτούτο έχει τέσσερις έδρες στο εξωτερικό, στο Βερολίνο, το Λονδίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, ενώ από το 2008 το Δίκτυο Μπίβες των καταλανόφωνων πανεπιστημίων έχει ενταχθεί στο Ινστιτούτο.

Μάνια Ζούση

«Νέα Σελίδα» 8/10/2017