Metamanias Θέατρο Το ημερολόγιο του φεστιβάλ

Θερβάντες και Τζόις: όταν η λογοτεχνία συναντά ή προσπερνά το θέατρο

Η μεταφορά λογοτεχνικών κειμένων στο θέατρο δεν είναι, ασφαλώς, κάτι καινούργιο. Το αντίθετο. Συνηθίζεται ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, για πολλούς λόγους. Για λόγους ανεπάρκειας σύγχρονων θεατρικών κειμένων, για λόγους οικονομίας, ιδίως όταν αφορούν παλιούς συγγραφείς, αφού δεν πληρώνονται δικαιώματα, για λόγους μόδας ίσως. Και εκτείνεται σε όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, νεότερης και παλαιότερης, κλασικής και σύγχρονης, ελληνικής και ξένης. Το περασμένο Σαββατοκύριακο έτυχε να δω στη σειρά δύο παραστάσεις, εμπνευσμένες από δύο μεγάλα κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: τον «Δον Κιχώτη», στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, από την ομάδα Res Ratio με τον Άρη Σερβετάλη στον ομώνυμο ρόλο (για την ακρίβεια ένα κεφάλαιο από το 2ο βιβλίο του Μιχαήλ Θερβάντες, με τον ίδιο ήρωα) και τον «Οδυσσέα» του Τζέιμ Τζόις, στο Φεστιβάλ Αθηνών, από την ομάδα Elephas tiliensis του Δημήτρη Αγαρτζίδη και της Δέσποινας Αναστάσογλου (για την ακρίβεια δύο κεφάλαια από το πολυσυζητημένο και απροσπέλαστο για πολλούς έργο του Ιρλανδού συγγραφέα).

  • Στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά η Έφη Μπίρμπα (που επιμελήθηκε τη σκηνοθεσία, τη δραματουργία, τη σκηνογραφία και τα κοστούμια) είχε στήσει το σπήλαιο στα έγκατα της γης, όπου καταδύθηκε ο Δον Κιχώτης (ή μήπως ήταν μια προσομοίωση καθόδου στον Αδη;). Ποιοι είναι αυτοί που συναντά εκεί; «Υπάρχουν όλα αυτά;» αναρωτιέται διαρκώς. Όλα αυτά τα πλάσματα, τρέχουν, κυνηγιούνται, πέφτουν, σηκώνονται, ανεβαίνουν το επικλινές της σπηλιάς, πέφτουν, ξανανεβαίνουν… «Ο άνθρωπος που παίζει», γράφει η οθόνη για ώρα… Σύντομα μπαίνει κι ο Δον Κιχώτης στο «παιχνίδι» τους. Είναι παιχνίδι όμως; Ή μήπως είναι ο σχολιασμός της ατέρμονης ανθρώπινης προσπάθειας; Είναι παιχνίδι ή είναι όλα εκείνα που καθορίζουν τον ψυχισμό του, τη συμπεριφορά του και τις επιλογές του; Σ’ αυτό το σημείο η θέση της θρησκείας και του μεταφυσικού είναι εξαιρετικά φανερή σε μια σκηνή που με μια σανίδα μόνο και με το σώμα του Άρη Σερβετάλη φτιάχνεται ένας σταυρός. Κι ήταν αυτή η σκηνή, μαζί με μερικές άλλες (των ανθρώπων-αλόγων και των αναβατών τους) και η σκηνή του τέλους με την ανάσυρση του Δον Κιχώτη στην επιφάνεια της γης, μαζί με το νεκρό άλογό του, από τις δυνατές -εικαστικά- στην παράσταση. Μια παράσταση που ασφαλώς απείχε πολύ όχι μόνο από ό,τι θεωρείται αμιγές θέατρο, αλλά ακόμα και από τα θεάματα στα οποία μας έχουν συνηθίσει η Έφη Μπίρμπα και ο Άρης Σερβετάλης. Ο λόγος του Θερβάντες περνούσε μόνο στους υπέρτιτλους, και μεταφραζόταν από τα… γερμανικά, στοιχείο που πολύ συζητήθηκε από τους θεατές στα σκαλιά του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά στο τέλος της. Αυτό θα μπορούσαμε και να το παραβλέψουμε, αλλά όχι και τις πολλές επαναλήψεις κινήσεων και σωματικών στάσεων των χορευτών, που παρότι άρτιες στην εκτέλεσή τους, σε κάθε σημείο της παράστασης, εν τέλει λειτουργούσαν με τρόπο που χανόταν η επαφή με το κείμενο, έστω και το κείμενο των υπέρτιτλων και οπωσδήποτε με τρόπο που χανόταν και η επαφή των θεατών με τα συμβαίνοντα επί σκηνής. Ναι, ασφαλώς ήταν μια πρόταση διαφορετική• ναι, ασφαλώς δεν ήταν αυτό που λέμε θέατρο• ναι, ασφαλώς ήταν καλοεκτελεσμένη δουλειά, όπως πάντα, αλλά τελικά ήταν, στο σύνολό της, ερμητικά κλειστή και μη συνομιλούσα -σε αντίθεση με τις προηγούμενες δουλειές της ομάδας- με το κείμενο στο οποίο βασίστηκε. Έμοιαζε, σε πολλές στιγμές της αυτή η δουλειά, να καταπιάνεται με πάθος και πείσμα και ταλέντο, με τη δική τους αναζήτηση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την επαφή με τους τελικούς αποδέκτες, τους θεατές.

  • Στον Χώρο Η της Πειραιώς 260 είχε στηθεί πάλι ένα επικλινές επίπεδο. Στη μια γωνιά η ορχήστρα, ζωντανά επί σκηνής (μουσική -εξαιρετική- λάμδα). Στην κορυφή του επικλινούς επιπέδου τρία κόκκινα ποδήλατα και τρία κορίτσια. Και τότε εμφανίζεται η Μόλλυ Μπλουμ, ή αλλιώς Πηνελόπη (σ’ εκείνην, την ομηρική, παρέπεμπε η τζοϊσική ηρωίδα), ή αλλιώς Μαρία Σκουλά. Και ξεκινάει έναν καταιγιστικό, συναρπαστικό, καθηλωτικό, αφόρητο, υπέροχο, μανιασμένο, αυθάδη, σπαρακτικό, τρυφερό, χυδαίο, απελπισμένο και ερωτικό μονόλογο. Ασφαλώς ο «Οδυσσέας» του Τζόις, το απόλυτο δείγμα μοντερνιστικού μυθιστορήματος, έχει θεωρηθεί απροσπέλαστος, κρυπτικός, και διαβασμένος από ελάχιστους. Δεν ξέρω πόσοι από τους παρευρισκόμενους στο σχεδόν γεμάτο Χώρο Η είχαν διαβάσει το βιβλίο, το σίγουρο είναι ότι αυτό που βλέπαμε, είχε απόλυτη συνάφεια με το τζοϊσικό σύμπαν.

Το μερίδιο της επιτυχημένης «ευθύνης» μοιράζεται στη Μαρία Σκουλά (ενδεχομένως ο καλύτερος ρόλος της, τουλάχιστον απ’ όσους έχω δει) αλλά και στον Δημήτρη Αγαρτζίδη με τη Δέσποινα Αναστάσογλου που το εμπνεύστηκαν και το καθοδήγησαν. Δεν συνέβη το ίδιο με το δεύτερο μέρος της παράστασης, όπου είδαμε το Κεφάλαιο «Ναυσικά» από τον τζοϊσικό «Οδυσσέα». Η προσήλωση και ο σεβασμός στο κείμενο ήταν φανεροί, αλλά μέχρις εκεί. Παρά τις πολύ ωραίες «ενορχηστρώσεις» των λεπτομερειών. Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος, κάποιο χάσμα υπήρξε. Κι όχι γιατί ο Παύλος Παυλίδης δεν υπηρέτησε με πάθος τον ρόλο της τρομακτικής και απίστευτης φιγούρας του Λέοπολντ Μπλουμ, αλλά γιατί κάπου εκεί… σ’ εκείνο το μέρος της παράστασης χάθηκε η επαφή… Παρ’ όλα αυτά, σ’ ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, με οδηγό ένα περίπλοκο και πολύπλοκο κείμενο, η παράσταση του Δημήτρη Αγαρτζίδη και της Δέσποινας Αναστάσογλου, που πάντα καταπιάνονται με λογοτεχνικά κείμενα, κέρδισε επαξίως τη θέση της στις παραστάσεις που οφείλουμε να βλέπουμε σε ένα φεστιβάλ. Οφειλόμενη μνεία στους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου και στη μουσική των «λάμδα», αλλά και σε όλους τους συντελεστές.

Κοινό συμπέρασμα; Δεν υπάρχει. Η μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στη σκηνή έχει πάντα τα ρίσκα της. Όσο πιο σημαντικό είναι το κείμενο -και στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για ογκόλιθους της παγκόσμιας λογοτεχνίας- τόσο πιο ρευστό είναι το τελικό αποτέλεσμα. Ασφαλώς πρόκειται για δύο διαφορετικές φόρμες παραστάσεων, για δύο διαφορετικές «γλώσσες», που ο μόνος κοινός άξονάς τους είναι τα λογοτεχνικά κείμενα που μίλησαν για πολλά.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ

Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού και Γιώργος Καπλανίδης