Θέατρο

Θανάσης Παπαγεωργίου: “Ο Βαμβακάρης έκανε τα πάθη του τραγούδια”

Περισσότερα από σαράντα πέντε χρόνια επιμένει να αντιστέκεται κάνοντας θέατρο από την ακριτική παραμεθόριο που χωρίζει το ιστορικό κέντρο από τη γειτονιά του Ζωγράφου όπου έριξε άγκυρα το 1971 ιδρύοντας το Θέατρο Στοά. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου μέσα από  μια βαθιά εξομολόγηση στη «Νέα Σελίδα», υπενθυμίζει πως ξεκίνησε το  θέατρο με στόχο την αντίσταση και  δεν κρύβει πως ακόμα πληρώνει το κόστος «των συνόρων». Μιλάει για τη διανόηση που δεν αντιστέκεται αλλά κυνηγάει τον θώκο και υποστηρίζει πως η τέχνη βάλλεται συστηματικά από την εισβολή του ιδιωτικού κεφαλαίου. Επιμένει στη δημιουργία σχολής υποκριτικής που θα πρέπει να προηγηθεί της σχολής σκηνοθεσίας του Εθνικού Θεάτρου όπου είναι πρόεδρος του Δ.Σ και  χαρακτηρίζει «άθλια την θεατρική παιδεία» προτείνοντας το κλείσιμο των περισσότερων δραματικών σχολών .

Τον συναντήσαμε με αφορμή την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη που ζωντανεύει στη σκηνή, υπενθυμίζοντας με συγκινητικό τρόπο πως «Είναι εκείνος που έζησε μέσα στο φτωχό λαό και τη μεγάλη μάζα. Από εκεί προήλθε και σε αυτούς απευθύνθηκε».

«Η εξομολόγηση του Μάρκου»

Μόλις έχει βραδιάσει κι ο Μάρκος Βαμβακάρης ξεκινά από τη γειτονιά του, τα Ταμπούρια του Πειραιά, παρέα με το μπουζούκι του, για να ανηφορίσει στου Ζωγράφου. Εκεί στη σκηνή του Θεάτρου Στοά, ο σπουδαίος ρεμπέτης που ονόμασαν πατριάρχη, αφηγείται για μιάμιση ώρα δια στόματος Θανάση Παπαγεωργίου, την ιστορία της ζωής του.

Ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης βασιζόμενος στην αυτοβιογραφία του Μάρκου γραμμένη από την Νάνση Τουμπακάρη με τίτλο «Εγώ ο Μάρκος Βαμβακάρης» καταθέτει μια ερμηνεία βαθιάς συγκίνησης και μια αφήγηση πρωτόγνωρου ρυθμού που κάνει το κοινό να παρακολουθεί χωρίς ανάσα.

«Ο κόσμος ταυτίζεται τόσο πολύ που οι περισσότεροι μου λένε πως συνάντησαν και μίλησαν με τον Μάρκο. Αυτό που νομίζω ότι πέτυχα και συγκινεί τον κόσμο, είναι η αθωότητα που του προσέδωσα. Τον παίζω σαν έναν αθώο γέροντα. Είναι 67 χρονών αλλά η ταλαιπωρία της ζωής τον έχει τσακίσει.  Αυτή η αθωότητα με την οποία ομολογεί όλα του τα κρίματα, είναι σπουδαία. Είναι μια εξομολόγηση», λέει ο Θανάσης Παπαγεωργίου για τον μεγάλο ρεμπέτη, τη ζωή του οποίου ζωντανεύει με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αλήθεια.  «Τα λέω αυτά για να εξομολογηθώ στον κόσμο, για να μου δώσει συχώρεση για τα αμαρτήματά μου. Αλλά θέλω ο κόσμος να πιστέψει και να μάθει ότι τα αμαρτήματά μου είναι και παθήματά μου». Αυτά λέει ο Μάρκος με το στόμα του Παπαγεωργίου και με αυτόν τον τρόπο όπως σημειώνει ο ηθοποιός « αυτο – αθωώνεται. Άλλωστε δεν έχει κάνει και κανένα φοβερό κακό. Δεν πρόκειται για κανέναν εγκληματία που σκότωσε ανθρώπους. Έρωτες, χασίσι και γυναίκες ήταν τα εγκλήματά του. Αυτά τα πάθη κατέγραψε και στα τραγούδια του».

Ο ίδιος μελέτησε πάρα πολύ όπως μας εξηγεί την εποχή του Μάρκου, γεννημένου το 1905 στη Σύρο και αποβιώσαντος το 1972 στον Πειραιά.

«Πέρασε και τι δεν πέρασε, το  ΄12, το ΄22 ,τη δικτατορία του Μεταξά, την κατοχή, τον εμφύλιο. Ένα φτωχόπαιδο,  ένα αλητάκι ξυπόλυτο  που έφυγε σε ηλικία 12 χρόνων, λαθρεπιβάτης σε ένα καράβι, γιατί πέταξε μια πέτρα σε κάτι κεραμίδια που σπάσανε, και φοβούμενος ότι θα τον πιάσουνε, έφυγε για τον Πειραιά, μόνος του. Στην αρχή φορτώνει  κάρβουνο στα καράβια και με τα χρήματα αγοράζει για πρώτη φορά στη ζωή του παπούτσια. Μεγαλώνει  στα Ταμπούρια μαζί με την οικογένειά του. Η προσφυγιά του ΄22 σφραγίζει τη ζωή του. Ερωτεύεται τα τραγούδια τους, τα ακολουθεί , στηρίζεται πάνω τους και πετυχαίνει.  Είναι μοναδικός. Δεν είναι τυχαίο που έχει αυτήν την αποδοχή του κοινού, γιατί είναι ένας άνθρωπος που βασανίστηκε. Όλα τα τραγούδια του βγάζουν  έναν βαθύ πόνο και αυτό το εισέπραξε ο Έλληνας. Με συγκινεί πάρα πολύ καθώς βλέπω να έρχονται ηλικιωμένες γυναίκες και να μου φιλούν το χέρι ευχαριστώντας με γιατί ανέβασα τον Μάρκο τους, όπως λένε. Είναι εκείνος που έζησε μέσα στο φτωχό λαό και τη μεγάλη μάζα. Από εκεί προήλθε, σε αυτούς απευθύνθηκε. Όταν τον πήραν και τον βάλανε στα σαλόνια αισθάνθηκε  ξένο σώμα. Η ιστορία έχει δείξει πως μεγάλοι καλλιτέχνες γίνονται αυτοί που προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα. Αν δεν σε καίει κάτι κι αν δεν σε βασανίζει, δεν έχεις τίποτα να πεις στον κόσμο. Από τι μπορεί να τσουρουφλίζεται ένας μεγαλοαστός;  »

«Ξεκινήσαμε θέατρο με στόχο την αντίσταση»

«Ήμουν γέννημα θρέμμα μιας τάξης η οποία έπρεπε να δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ και να αγωνίζεται», ομολογεί ο Θανάσης Παπαγεωργίου, γεννημένος το 1938 στην Καισαριανή από πατέρα Κων/πολίτη πρόσφυγα . «Οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσα ήταν: χθες σκοτώθηκε ο τάδε, σήμερα βρήκαν τουμπανιασμένο από την πείνα  έναν ακόμα και τρεις κρεμασμένους στην πλατεία. Με τον εμφύλιο πιεστήκαμε πάρα πολύ. Μικρά παιδιά που έπρεπε να πάμε σχολείο, να βγάλουμε το γυμνάσιο και να κάνουμε κάτι, αλλά  είχαμε φάκελο στην ασφάλεια και μας κυνηγούσε η αστυνομία. Όλη η ζωή ήταν ένας διαρκής αγώνας δρόμου. Δεν μπορεί να μην σε καθορίσουν αυτά τα πράγματα. Όταν ενηλικιώθηκα αποφάσισα να γίνω ηθοποιός , αλλά δεν ξέρω το γιατί».

Ήταν το 1971 όταν μέσα στη Χούντα επιλέγει τη στρατοκρατούμενη γειτονιά του Ζωγράφου, δίπλα στο Γουδί, για να κάνει μαζί με την Λήδα Πρωτοψάλτη και τους πρώτους συνεργάτες, τη δική του αντίσταση μέσα από το Θέατρο Στοά. Δυο χρόνια πριν, το 1969 με την πρώτη μορφή του θιάσου που έχει το όνομα «Βήματα» κάνει θέατρο  στη Κοκκινιά όπου «για έξι μήνες ο αστυφύλακας δεν έφευγε από την  πόρτα, καταγράφοντας ονόματα θεατών. Έτσι ξεκινήσαμε το  θέατρο, με στόχο την αντίσταση. Και μέχρι το ΄74 τους μπήκαμε στο ρουθούνι. Eίχαμε μάθει ότι το θέατρο είναι τόπος αντίστασης, oποιαδήποτε κατάσταση και αν υπάρχει. Τόπος κριτικής και  αντιπολίτευσης, όχι με την έννοια της αντιπολίτευσης που κάνει η ΝΔ, να λέει όχι για να πάει κόντρα, αλλά της άλλης ματιάς και της άλλης γνώμης».

-Και επιλέγετε νέους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς που τους καθιερώνετε.

«Υπήρξαν συγγραφείς που έγραφαν έργο για την Στοά χωρίς να τους ξέρω και χωρίς να έρθουν να μου το πούνε ποτέ. Εκ των υστέρων το έμαθα. Η Στοά λειτούργησε σαν ένα μοντέλο, μια σχολή υποκριτικής.  Έκανα συνειδητά θέατρο για τον κόσμο από τον οποίο προερχόμουν. Είναι φυσικό λοιπόν να ψάχνω να βρω έργα που να μιλάνε για αυτόν τον κόσμο. Αυτό που ήθελα ήταν να βγάλω τον αληθινό Έλληνα στην σκηνή»

-Πόσο σας στοίχισε εμπορικά το ότι επιλέξατε μια γειτονιά εκτός κέντρου;

«Στοίχισε πάρα πολύ και στοιχίζει ακόμα. Κάθε επιτυχία που κάνω στην Στοά, ξέρω πως αν ήμουν σε κάποιο κεντρικό σημείο θα ήταν πολλαπλάσια. Το πληρώνω. Δεν είχα ποτέ τη δυνατότητα να πάω σε κεντρικό θέατρο και δεν ήθελα να έχω έναν θεατρώνη στο κεφάλι μου που να καθορίζει την τύχη μου, οπότε αναγκαστικά παρέμεινα στο περιθώριο της πιάτσας , για να μπορώ να κάνω αυτό που θέλω. Έχω ένα θέατρο, που δυστυχώς δεν είναι δικό μου, πληρώνω ένα μεγάλο νοίκι, αλλά είμαι θεατρώνης, ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός»

-Ποια είναι η αγωνία σας για το μέλλον του θεάτρου ; 

«Είναι η αγωνία μου για τον άνθρωπο, δεν είναι μόνο για το θέατρο, το οποίο είναι ο μοχλός της αγωνίας μου. Η δουλειά μου είναι δημόσια, έχουμε την δύναμη που οι συνάδελφοί μου δεν ξέρουν πόσο μεγάλη είναι, να βγαίνουμε στην σκηνή και να λέμε ό, τι θέλουμε. Ο κόσμος δίνει μεγάλη βάση σε αυτά που λέμε κι αυτό είναι μεγάλο βάρος στην πλάτη».

-Ποια ήταν η στάση της διανόησης όλα αυτά τα χρόνια;

«Η διανόηση υπάρχει όσο κυνηγάει την καρέκλα της. Μόλις την βρει και κάτσει επάνω γίνεται ένα μαύρο σκυλί που δεν αφήνει να πλησιάσει κανείς. Αυτή είναι στείρα διανόηση. Είτε αντιστέκεσαι είτε όχι. Η διανόηση δεν αντιστέκεται. Κυνηγάει τον θώκο και εκεί τελειώνει. Πώς να πάρει μπροστά αυτός ο τόπος; »

-Είστε αισιόδοξος ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα;

«Δεν επιτρέπεται να πω όχι, η δουλειά μου είμαι δουλειά αισιόδοξων  ανθρώπων. Είναι αυτό το αντιφατικό του επαγγέλματος, πως είμαστε αισιόδοξοι, εργαζόμενοι μέσα σε ένα απαισιόδοξο περιβάλλον. Έτσι τρώμε τα μούτρα μα. Δεν είμαι αισιόδοξος αλλά θα συνεχίζω να κάνω δουλειά αισιοδοξίας. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν μπορώ να μην βγω στην σκηνή και να πω στον άλλο κουράγιο ρε, πάμε , προχωράμε, του δίνω ένα χέρι να στηριχθεί όπως κι εγώ, για να δούμε που θα βγάλει»

-Είστε καλός νοικοκύρης;

«Πολύ, αλλιώς δεν θα υπήρχε αυτό το θέατρο , χωρίς να είμαι τσιγκούνης, αλλά οικονόμος , προγραμματίζω όσο μπορώ σωστά . Η τέχνη θα πρέπει να επιχορηγείται . Αυτή τη στιγμή η Στοά είναι σε ακόμα πιο δύσκολη κατάσταση από ότι το ΄71. Ένα απόμερο θέατρο όταν ο κόσμος θέλει το κέντρο και τη χλιδή».

-Σας  έχει απασχολήσει η διδασκαλία μετά από τόσα χρόνια διαδρομής και πείρας;

«Ο τομέας της παιδείας είναι οδυνηρός. Η παιδεία είναι άθλια και η θεατρική αθλιότατη. Θα έπρεπε τα 4/5 των δραματικών σχολών να εξαφανιστούν αυτήν την στιγμή. Όσες φορές βρέθηκα σε δραματική σχολή με έδιωξαν πολύ γρήγορα γιατί δεν θέλουν να απευθύνομαι στους  18χρονους λέγοντας πως στο θέατρο δεν θα βρει γκόμενες, λεφτά, δόξα».

-Η σχολή σκηνοθεσίας του Εθνικού δεν είναι ένα θετικό βήμα στη διαδικασία αναβάθμισης της παιδείας; 

«Δεν έχω αντίρρηση με ο,τιδήποτε λειτουργήσει σωστά . Δεν ανήκω στους σκοταδιστές. Υπήρξα πάρα πολύ μοντέρνος και πρωτοποριακός σε όλη μου τη ζωή . Μακάρι να πετύχει καθώς δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Όμως για μένα προηγείται η σχολή υποκριτικής. Πρέπει να βγάλουμε καλούς ηθοποιούς, τι να κάνω έναν καλό σκηνοθέτη αν δεν έχει υλικό να δουλέψει. Το εργαλείο του θεάτρου είναι ο ηθοποιός» .

-Παραμένει επομένως ζητούμενο η Ακαδημία Τεχνών;

«Πιστεύω ότι η τέχνη βάλλεται. Και βάλλεται συστηματικά. Η εισβολή του ιδιωτικού κεφαλαίου  δεν είναι τυχαία. Γιατί η τέχνη πριονίζει τα πόδια του τραπεζιού και αυτήν την στιγμή τα κέντρα που διαθέτουμε  πουλάνε πολιτισμό και τέχνη και ο θεός να βάλει το χέρι του τι θα βγει από εκεί . Ο άνθρωπος δεν έχει συνειδητοποιήσει τον εχθρό του».

-Ποια είναι η παραίνεσή σας στους νέους ομότεχνους;

«Το πρώτο που θα πεις σε ένα νέο παιδί είναι δουλειά και δεν εννοώ να είναι εργατικός αλλά να σκάβει, να σκαλίζει και να μαθαίνει, να ενδιαφέρεται γα το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Ο καλλιτέχνης απευθύνεται κάπου, δεν είναι αυτοσκοπός η τέχνη. Εφόσον δημοσιοποιείς τον καημό σου είσαι υποχρεωμένος να ξέρεις σε ποιους μιλάς και να καταλάβεις γιατί μιλάς. Σε αυτόν τον τόπο εδώ και δεκαετίες οι καλλιτέχνες δεν ξέρουν σε ποιους απευθύνονται».

Μάνια Ζούση

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ 14/1/2018