Θέατρο

Τάκης Βουτέρης- Αννίτα Δεκαβάλλα: “Με το θέατρο ξεγελάς λιγάκι τον θάνατο”

“Στην Ελλάδα, σήμερα, πρέπει να αγωνίζεσαι σκληρά για να είσαι καλλιτέχνης. Τα πάντα είναι εναντίον της δημιουργίας και της τέχνης» λέει η Αννίτα Δεκαβάλλα. Ο Τάκης Βουτέρης κουνά το κεφάλι συμφωνώντας. Παρά τις δυσκολίες της κρίσης, οι δύο πρωταγωνιστές, ιδρυτές του Θεάτρου Εξαρχείων, το οποίο έπειτα από τέσσερα χρόνια σιωπής ανοίγει και πάλι τις πόρτες του, αποφάσισαν να επανέλθουν στη σκηνή, όχι με ένα, αλλά με δύο έργα του Βρετανού νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ, τον “Ασήμαντο πόνο” και το “Τοπίο”, που προγραμματίζουν να ανεβάσουν γύρω στα Χριστούγεννα. Συνεργατικά με τον Αλέξανδρο Κοέν και την ομάδα του, ο Τάκης Βουτέρης και η Ανίτα Δεκαβάλλα επανεκκινούν τις μηχανές του Θεάτρου Εξαρχείων. Μας μιλούν γι’ αυτή την απόφασή τους, αλλά και για άλλα πολλά.

* Πώς αποφασίσατε να ανοίξετε ξανά το θέατρο;

Αννίτα Δεκαβάλλα: Το Θέατρο Εξαρχείων το έκλεισε η οικονομική κρίση, αλλά επειδή είναι η δουλειά μας, η ζωή μας και μας λείπει πολύ, προσπαθούσαμε καιρό να βρούμε τρόπο να ανεβάσουμε ξανά έργα και τα καταφέραμε!

Τάκης Βουτέρης: Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει υποστολή σημαίας της τέχνης, του θεάτρου. Ένιωσα την ανάγκη να γυρίσω πίσω στις πηγές μας, δηλαδή σε έναν μαγικό ρεαλισμό, όπως είχε χαρακτηρίσει τις παραστάσεις μας ο Γεωργουσόπουλος, ή, αντίστοιχα, η Βαροπούλου, ποιητικό ρεαλισμό.

Α.Δ.: Η κρίση ήρθε σαν ένα μεγάλο τραυματικό σοκ. Μας πήρε καιρό να προσαρμοστούμε. Η ζωή μου ήταν εδώ μέσα, στο θέατρο, όμως τώρα η αντίδρασή μου ήταν να βγω έξω, να συναντηθώ με τον κόσμο στη γειτονιά, στον δρόμο, στις συλλογικότητες, στην Ένωση Μη Κερδοσκοπικών Θιάσων που φτιάξαμε το 2011 και της οποίας ήμουν γραμματέας, στην Ανοιχτή Πόλη. Βέβαια, το Θέατρο Εξαρχείων δεν έκλεισε ποτέ. Συνέχισε να φιλοξενεί συλλογικότητες, εκδηλώσεις, λογοτεχνικές βραδιές, προβολές, τις απονομές του Βραβείου Βαρβέρη. Όμως δεν είχαμε πια την οικονομική δυνατότητα να ανεβάζουμε παραστάσεις για τους εξής τρεις λόγους: οι τιμές των εισιτηρίων μειώθηκαν στο μισό, η κρίση έκοψε τα πόδια στο θεατρόφιλο κοινό, καθώς δεν αντέχει οικονομικά να παρακολουθεί όσες παραστάσεις παρακολουθούσε πριν, και οι μνημονιακές κυβερνήσεις, καταργώντας τις επιχορηγήσεις, έδωσαν τη χαριστική βολή, με πρώτο τον Γερουλάνο.

Τ.Β.: Στη σκέψη μας όλο αυτόν τον καιρό ήταν να βρεθούν κάποιοι νεότεροι καλλιτέχνες που να ταιριάξουμε και να λειτουργήσουμε το θέατρο συνεργατικά. Ο Αλέξανδρος Κοέν και η ομάδα του ήταν για εμάς πρόκληση. Με την Αννίτα θα τον στηρίξουμε, όχι μόνο με τη στέγη, αλλά και παίζοντας στις παραστάσεις του.

* Θα γιορτάσετε τα 40χρονα του θεάτρου με Χάρολντ Πίντερ;

Α.Δ.: Χρόνια θέλαμε να ανεβάσουμε Πίντερ, νιώθουμε μεγάλη συγγένεια. Ταιριάζει απόλυτα με το ρεπερτόριο του Θεάτρου Εξαρχείων και αγαπάμε πολύ το έργο του.

Τ.Β.: Ταιριάζει πολύ και με την εποχή μας. Είναι συγγραφέας πολιτικός, κοινωνικός, με μπόλικο χιούμορ και γεμάτος ποίηση. Ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος που μου έδωσε ο Κουν το 1967 ήταν ο Τέντι στον “Γυρισμό” του Πίντερ. Ήρθε η Χούντα και ο “λόρδος λογοκριτής”, μέσα στην όλη κουταμάρα που διέκρινε τους χουντικούς, κατάλαβε ότι πρόκειται για πολιτικό συγγραφέα, με αποτέλεσμα να κατεβάσουν την παράσταση.

* Ήταν απωθημένο να επανέλθετε με Πίντερ;

Τ.Β.: Όχι, ήταν ανάγκη. Και αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε δύο έργα του μαζί, τον “Ασήμαντο πόνο” και το “Τοπίο”, του οποίου μάλιστα η πρώτη παράσταση στο Λονδίνο ακυρώθηκε, καθώς ο Πίντερ αρνήθηκε τα κοψίματα της λογοκρισίας.

Α.Δ.: Ναι, ο τσαμπουκάς του, ο ακτιβισμός του είναι συνυφασμένα με το έργο του. Αρνήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό. Στην απονομή του Νόμπελ, παρ’ ότι ετοιμοθάνατος, πήρε ανοιχτά θέση ενάντια στον ιμπεριαλισμό, όπως έκανε σε όλη του τη ζωή. Τώρα, που εν όψει της παράστασης αρχίζουμε το θαυμαστό ταξίδι στον κόσμο του, διαβάσαμε τη μαρτυρία ενός φίλου του: στο μεταπολεμικό Λονδίνο, ο Πίντερ με τρεις συμμαθητές του έγιναν στόχος φασιστικής ομάδας που κρατούσαν αλυσίδες και σπασμένα μπουκάλια. Οι φίλοι του έτρεξαν να ζητήσουν βοήθεια, αλλά εκείνος βρήκε ένα ρόπαλο και γύρισε να τους αντιμετωπίσει μόνος του.

* Πώς σκέφτεστε να τον μεταφέρετε στη σκηνή;

Τ.Β.: Αυτό θα το ξέρω πέντε ημέρες πριν από την πρεμιέρα. Βλέπετε, όλα αυτά είναι δουλειά εργαστηρίου. Προχωράμε και βλέπουμε. Είναι μια περιπέτεια.

* Είναι το θέατρο μια περιπέτεια;

Α.Δ.: Μεγάλη! Όταν κάθομαι στο παρασκήνιο και περιμένω να βγω στη σκηνή, σκέφτομαι “τύφλα να ‘χουν τα extrem sports”. Η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο και απορώ γιατί κάποιοι πληρώνουν ένα σωρό λεφτά για να πάνε σε αποστολές στην Ανταρκτική. Στο θέατρο να ‘ρθουν!

* Όλα αυτά τα χρόνια έχετε συναντηθεί με σπουδαία κείμενα, σπουδαίους δημιουργούς. Νιώθετε ότι έχετε γίνει λίγο καλύτεροι άνθρωποι;

Α.Δ: Δεν ξέρω, σίγουρα όμως πλούτισα. Με το θέατρο ζεις πολλές ζωές, ξεγελάς λιγάκι τον θάνατο. Ελπίζω να έχω μάθει να ακούω λίγο καλύτερα τους άλλους. Όμως το κύριο είναι ότι διασκεδάζουμε, γι’ αυτό παίζουμε οι ηθοποιοί.

Τ.Β: Πιστεύω πως ναι, το διαπιστώνω αγαπώντας τους άλλους ανθρώπους, αγαπώντας την πολιτική και μένοντας πάντα στην Αριστερά.

* Η Αριστερά άλλαξε τη ζωή σας;

Τ.Β.: Οπωσδήποτε ναι. Έμαθα να βλέπω αλλιώς τον κόσμο. Με την Αριστερά υπάρχει φως, ελπίζεις. Μόνο με την Αριστερά μπορεί να φτιαχτεί η χώρα αυτή. Διαβάζω τις περιπέτειες των αγωνιστών ήδη από την ίδρυση του ΣΕΚΕ το 1918 και σκέφτομαι την αγάπη όλων αυτών των ανθρώπων για τον λαό και για την προκοπή του, τελικά για την ίδια τη ζωή και τον άνθρωπο. Σημειώστε ότι το Θέατρο του Πειραιά ξεκίνησε το 1976 ως ένα νέο θέατρο, που υπηρετούσε παράλληλα και τις αντιιμπεριαλιστικές ιδέες. Τα πρώτα έργα μας προέρχονταν από τη Λατινική Αμερική, που τότε ήταν σε διαρκή επανάσταση. Τα βρήκαμε σ’ ένα περιοδικό της Αβάνας, το “Casa de las Americas”, στο οποίο μας είχε γράψει συνδρομητές ο πρέσβης της Κούβας στη Λευκωσία, συναγωνιστής του Φιντέλ, σπουδαίος ποιητής. Όταν τον ρώτησα “Εσύ γιατί δεν έχεις γένια;”, μου είπε “Γένια είχαν μόνο οι αντάρτες στο βουνό, εμείς δουλεύαμε στην παρανομία στην πόλη”. Ήταν ο πρώτος που με το πραξικόπημα στην Κύπρο άνοιξε την πρεσβεία και έδωσε άσυλο σε διωκόμενους Κύπριους αγωνιστές.

* Το Θέατρο των Εξαρχείων πώς δημιουργήθηκε;

Α.Δ.: Είναι αστείο! Το κοινό του Θεάτρου του Πειραιά, από το οποίο κατάγεται το Θέατρο Εξαρχείων, ήταν κυρίως Αθηναίοι. Οπότε είπαμε να έρθουμε πιο κοντά στο κοινό μας! Στα Εξάρχεια άρχισαν να έρχονται και οι Πειραιώτες να μας δούνε.

Τ.Β.: Χρειαζόμασταν έναν χώρο, ένα θέατρο καλύτερα οργανωμένο και σχεδιασμένο. Εξάλλου έφευγαν πολλά στο ενοίκιο. Ήταν επιλογή μας τα Εξάρχεια για όλα αυτά που είναι τα Εξάρχεια.

Α.Δ.: Επιλογή μας και το διατηρητέο. Γιατί είναι όμορφο, γιατί πιστεύουμε στην επανάχρηση και γιατί ήταν και φτηνό.

Τ.Β.: Έτσι βρήκαμε το νεοκλασικό της Θεμιστοκλέους 69, που έτυχε να είναι ακριβώς δίπλα στην παλιά Δραματική Σχολή του Κουν απ’ όπου αποφοίτησα. Από το νούμερο 71 της οδού Θεμιστοκλέους ξεκίνησα και καταλήγω στο 69.

* Πώς τον θυμάστε τον Κουν;

Τ.Β.: Γοητευτικός άνθρωπος, σκληρός πολλές φορές, ιδιαίτερα στις πρόβες, αλλά και πατρικός πολύ. Συνδεθήκαμε περισσότερο όταν ήρθε η Χούντα. Με περίμενε κάθε πρωί να πιούμε μαζί καφέ στη Στοά του Ορφέα, δίπλα στο ταμείο του Θεάτρου Τέχνης. Μιλούσαμε για το θέατρο, την επιβίωσή του και τη δική μας, για τα καθημερινά και τα μελλοντικά σχέδιά μας. Συχνά επικρατούσε σιωπή μεταξύ μας. Ξέρετε, ο Πίντερ είναι ο συγγραφέας της μεγάλης σιωπής, γι’ αυτό χρειάζεται ένα θέατρο στο οποίο η σιωπή να είναι οικεία.

* Τι άλλο σχεδιάζετε εκτός από Πίντερ;

Α.Δ.: Κι αυτό που κάνουμε πολύ είναι, δεδομένης της κρίσης. Θέλει πολύ κόπο, πολύ χρόνο και ενέργεια, πολλαπλάσιες προσπάθειες απ’ ό,τι προ της κρίσης για να λειτουργήσει ένα θέατρο. Όμως, μέσα στις δυσκολίες και στη γραφειοκρατία που μας ταλαιπωρούν, το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς, που για μένα τώρα είναι η μετάφραση και σε λίγο θα είναι οι πρόβες, είναι βάλσαμο. Σε στηρίζει, σε δυναμώνει, σε γεμίζει φως. Πάντως στην Ελλάδα, σήμερα, πρέπει να αγωνίζεσαι σκληρά για να είσαι καλλιτέχνης. Τα πάντα είναι εναντίον της δημιουργίας και της τέχνης.

Τ.Β.: Κι αυτό περιμένουμε από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, που στους κόλπους της έζησε και ζει η αφρόκρεμα της διανόησης και της τέχνης: να βρει τρόπους να ενισχύσει τη σύγχρονη δημιουργία.

Α.Δ.: Και δεν είναι μόνο θέμα χρημάτων. Υπάρχουν πολλά άλλα που μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση, π.χ. να επαναφέρει τον θεσμό των εργατικών εισιτηρίων εάν έχει την πολιτική βούληση να δώσει προτεραιότητα στην τέχνη. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν χαράξει και ακολουθούν μια πολιτιστική πολιτική. Είναι ανάγκη να γίνει άμεσα αυτό και στην Ελλάδα.

Πόλυ Κρημνιώτη

Πηγή: Αυγή