Οι δημιουργοί γράφουν Συναντήσεις

Καλώς τ’ αμερικανάκια τα ζουμπουρλούδικα!

Η γλυκόπικρη γεύση του χτες, του σήμερα, του αύριο, για τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, μέσα από τα αντικείμενα που κουβαλούν ως  μάρτυρες της ιστορίας αναμνήσεις και βιώματα, στα τελευταία εναπομείναντα αρχοντικά σπίτια της Οδού Ανθέων (νυν Γεωργίου Παπανδρέου).

Ένα μικρό θεατρικό της Μαρίας Μαυρίδου που δημοσιεύεται για πρώτη φορά, υπόμνηση σε ό,τι έχει ζήσει και περάσει η χώρα στους καυτούς Ιούλιους της ιστορίας της…

 

13616282_1208484562509244_1777859080_o

 

 

-Hellooooo!

Σιωπή. Καμιά απάντηση. Βρίσκεται στο ευρύχωρο χωλ. Εδώ ο ήλιος περνά μέσα από το τζάμι της  κομψής ξύλινης πόρτας, που μόλις έκλεισε με κρότο πίσω του και διαθλάται,  συναντώντας τις μεταλλικές  λεπτομέρειες και το πορφυρό ιριδίζον χρώμα του.  Από τις γρίλιες των μεγάλων παραθύρων, αχτίνες φωτός παίζουν με μόρια σκόνης και φωτίζουν αχνά τα γύρω δωμάτια.

“Είναι κανείς εδώ, παρακαλώ;” συνεχίζει με την ξενόφερτη βαριά προφορά του, προσπαθώντας να συνηθίσει το μισοσκόταδο γύρω του.

“ εεεε Αμίγκο! Ογκόλιθε, χοντρέλω,  τι το πέραθες εδώ αμέρικαν μπαρ; Που λεγε κι ο Παπαγιανόπουλος; Ελληνικά δε μιλάνε στο χωριό θου;” ακούστηκε η νευρική φωνή κάποιου, που με δυσκολία μπορούσε να προφέρει το σίγμα.

“  Ογκόλιθε; Χοντρέλω;  αυτό είναι κοινωνικός ρατσισμός, πως το λέτε ελληνικά,bullying, μάϊ φρεντ! Στο Αμερική τα μεγέθη στα πράγματα είναι πολύ συχνά λαρτζ και έξτρα λαρτζ, γιου νόου. Πολύ μεγάλα που λέτε κι εσείς.”

“ Καλώς τ’ αμερικανάκια τα ζουμπουρλούδικα! Παρεμπιπτόντως κι αυτό σε ταινία με τον Κωνσταντίνου το χω ακούθει και μ’ άρεθε. Και δε μας λεθ ποιός είθαι, αμίγκο;

“Αυθεντικό αμερικάνικο jukebox είμαι ένα από τα περιζήτητα και  ξακουστά ΑΜΙ. Μπατ (αλλά) με ποιόν μιλάω;”

“Αυθεντικό περιζήτητο ισπανικό πλακάκι δαπέδου, που σχεδιάστηκε από τον κθακουστό πορτογάλο καλλιτέχνη Πάουλο Καμπράλες, αν θες να κθέρεις. Ήρθα κατόπιν παραγγελίας κι ακόμη και τώρα είμαι πρώτη φίρμα θτα περιοδικά lifestyle & interior design. Αν μου κάνεις έστω και μια γρατζουνιά, μια ρωγμή, καθάριθες!”

“Ω! Είμαι πολύ γκλάντ (χαρούμενος) που σε γνωρίζω! ΟΚ , θα προσέχω! Βέβαια δεν ξέρω αν έχω έρθει στο σωστή διεύθυνση! Είναι εδώ Γκεωργκίου Παπαντρέου;”

“Ανθέων!” Ακούγεται η κιτρινισμένη εφημερίδα, που κάποιος εδώ και μήνες την είχε ξεχάσει, πάνω στο σκονισμένο σεκρετέρ στο δωμάτιο της βιβλιοθήκης, ανάμεσα συλλεκτικά press papier και αυτοκόλλητα «ΠΩΛΕΙΤΑΙ»

“ Νο, Γκεοργκίου Παπαντρέου;”

“ Άκου μαϊ φρεντ (φίλε μου), που λες και συ, και Αλέξη Τσίπρα να την ονομάσουν, ο κόσμος εδώ, Ανθέων θα τη λέει. Μίλα με κανα ταξιτζή να καταλάβεις” συμπληρώνει και φτερνίζεται, σηκώνοντας το πρωτοσέλιδο της 7ης Ιουλίου 2015 με τίτλο «ΟΧΙ! Ο ΛΑΟΣ ΜΙΛΗΣΕ…»  “Αααψουουου!  Αυτή η αλλεργία μου πια, στα νεύρα μου δίνει!”

“Μον ντιε! ( Θεέ μου!) Δεν έχετε καθόλου τρόπους! Έτσι υποδέχεστε το νέο μας συγκάτοικο; Μη δίνετε σημασία μον σερί! Αυτοί οι νότιοι είναι αγκροίκοι! Ακούγεται η παιχνιδιάρικη φωνή μιας Λουί Κενζ από το σαλόνι. Πως αναπολώ το Παρίσι! Εκεί στεκόμουν δίπλα στο μεγάλο παράθυρο της σάλας χορού, με θέα στα μεγάλα μπουλεβάρτ! Πως λοιπόν φτάσατε εδώ αγαπητέ μου;” συνέχισε, τονίζοντας πάντα τις λέξεις στη λήγουσα.

“ Ω ντίαρ! Εγκώ με αγόρασε ένα Ρώσος από μια αποθήκη. Με είχαν ξεχάσει οι κληρονόμοι του αφεντικού μου στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Bar- Restaurant  στην παραλία “ Άριστον» με τ’ όνομα! « Έτος ιδρύσεως 1952» έγραφαν όλοι οι κατάλογοι. Η καλύτερη κοινωνία ερχόταν τότε και εγκώ με 200 σαρανταπεντάρια δισκοθήκη τους διασκέδαζα μέχρι πρωίας. Γκρέϊτ μόμεντς! Μεγκάλες στιγμές! Όλα τα hit της εποχής. Μάλωναν ποιος θα μου δώσει παραγγελιά! Αλλά μετά ήρθε το digital, το ψηφιακό, στο μόδα και κανένα ντε με ήθελε. Έπιανα λέει χώρο για ένα τραπέζι!”

“ Άτιμη κοινωνία! πετάγεται από το βάθος το επιτραπέζιο κομπολόι. Αλλά αυτό με το Ρώσο δεν κατάλαβα.”

“Τα μπορούσα να σου εξηγήσω εγκώ.” Ακούγεται το ασημένιο σαμοβάρι,  με τη βαριά ρώσικη προφορά και το παχύ σίγμα, που  δέσποζε γεμάτο αρχοντιά πάνω στη ροτόντα της κουζίνας. “Είναι ο νέος ιδιοκτήτης του σπιτιού. Είναι πάμπλουτος και συλλέκτης. Εμένα με πήρε από μια δημοπρασία στο Λονδίνο. Με διάλεξε ανάμεσα σε άλλα, γιατί με αναγνώρισε! Ήξερε, πως εγώ ήμουν που πρωτοστατούσα, όταν η Μαρούσκα Αλεξάντροβνα καλούσε την κρεμ ντε λα κρεμ της ρώσικης αριστοκρατίας!”

“ Ώπα! Και πότε έσκασες μύτη και δε σε πήραμε πρέφα;” Ρωτάει το κομπολόι

“Αργα χθες το βράδυ!”

“Μας έπιασες στον ύπνο δηλαδή” ακούγεται από το μεγάλο σαλόνι η τραπεζαρία. “Αλλά που να ακούσω, που μ’ έχουν σκεπάσει μ’ αυτό το σεντόνι και αναπνοή δεν παίρνω! Άσε το σαράκι που μου ζαλίζει το μυαλό και νομίζω δε θ’ αφήσει λεοντοπόδαρο για λεοντοπόδαρο. Κρίμα, το αφεντικό δεν άντεξε τα χρέη!”

“Ήρθαν και τα capital controls! “ πρόσθεσε με στόμφο η εφημερίδα. “Βάλε το κόστος συντήρησης  και τον ΕΝΦΙΑ! Τι να σου κάνει ο άνθρωπος. Ο Ιβάν (Σαββίδης) το αγόρασε κι αυτό;”

“Όχι αυτός πήρε τη βίλλα Ζαρντινίδη λίγο πιο κάτω” μπαίνει στην κουβέντα και το επιβλητικό τζάκι, “και απ’ ότι βλέπω από την καμινάδα και μου λένε οι φίλοι από δίπλα, έχει μεγάλα σχέδια γι αυτή.”

“Βρε το πρωτάθλημα να πάρουμε και ποιος τα χέζει τα σχέδια!” λέει το κομπολόϊ

“ Μίλησε κι η θύρα 4! Ιμπέτσιλε! (ανόητε!)”ειρωνεύτηκε ο πίνακας με τις γόνδολες, που ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο του χωλ “Το παιδί της προσφυγιάς!”

“Άκου μακαρονά, λίγα τα λόγια σου για το σύλλογο. Ο ΠΑΟΚ είναι ιδέα! Στο λέω εγώ, που μ΄ έφερε ο παππούς του αφεντικού από την Πόλη μαζί του. Εμένα που με βλέπεις με παράγγειλε ο κυρ Ανδρέας, στο μαγαζί του Συμεών Ασλάνογλου, που χε όνομα τότες στους πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους και μ’ έφτιαξε ο Ιμπραήμ Γκουλέκ, ο καλύτερος τεχνίτης της εποχής!”

“Ευτυχώς πάντως,  που ο κυρ Ανδρέας παντρεύτηκε τη σινιόρα Τζοάνα και μπήκε λίγο ευρωπαϊκός αέρας σ’ αυτή την οικογένεια!” του απαντά με ύφος ο πίνακας. “Ελπίζω ο καινούριος τουλάχιστον, να εκτιμά τις ακουαρέλες και να με βάλει σε περίοπτη θέση.”

“ Εμένα που τα με βάλει ξέρει κανείς;” λέει το jukebox

“Απ’ ότι άκουσα χτές, στο υπόγειο” του λέει το σαμοβάρι.

“Στο υπόγειο; Ω, μάϊ γκοτ! Θεέ μου! Τι κατάντια και εγώ που ήμουν επιτέλους χάπυ! (ευτυχισμένος)”

“ Θα κάνει λέει αίθουσα με μπιλιάρδο και κελάρι για τα κρασιά του εκεί.”

“ΑΑΑ αλ ράϊτ ! Αυτό είναι καλό! Οκ!”

Βήματα ακούγονται στην αυλή κι ο ήχος των κλειδιών στην πόρτα.

“Μάγκες σύρμα!” Λέει το κομπολόι

“Παιδιά θανκς! Ευχαριστώ για το ινφορμέσιον!”

“Του μπεκή λέμεεεε…” λέει ψυθιριστά το κομπολόι

“Του μπεκή;”

Κέιμενο – Φωτογραφίες : Μαρία Μαυρίδου