Metamanias Θέατρο

Πετώντας με ένα Ζέπελιν και τους απελπισμένους του κόσμου

Και ξαφνικά, στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα στο Γκάζι, βρεθήκαμε το βράδυ της Τετάρτης σ’ ένα… φεστιβάλ μπίρας μέσα στο χειμώνα, σε μια γιορτή αλλόκοτη, πολύχρωμη, εντυπωσιακή. Στο Bios, από πάνω ως κάτω, από έξω μέχρι μέσα, σε όλα τα επίπεδα αυτού του πολυχώρου, έστησε ο Γιάννης Χουβαρδάς τη νέα του παράσταση, με το έργο ενός συγγραφέα που αγαπάει πολύ και του πηγαίνει πολύ: το «Κάζιμιρ και Καρολίνα» του Γερμανού Εντεν φον Χόρβατ, που πρωτοπαρουσιάστηκε τον Νοέμβριο του 1931 στη Λειψία. Ήταν λίγο μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση, ήταν η αρχή του Μεσοπολέμου, ήταν η εποχή που το ναζιστικό κόμμα άρχισε να κερδίζει έδαφος και όλα ν’ αλλάζουν. Ήταν, και τότε, μια εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης, που οι άνθρωποι αναζητώντας επιβίωση και διέξοδο, έβγαζαν τις χειρότερες πλευρές τους.

Ο Χόρβατ έστησε την ιστορία του στο φεστιβάλ μπίρας του Μονάχου, το Oktoberfest. Σ’ έναν τόπο που όλοι χωράνε, οι εργάτες, οι μεσοαστοί, οι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι, τα κλεφτρόνια, οι πόρνες και όλοι «εξισώνονται κάτω από την επίδραση του αλκοόλ». Στο  Oktoberfest φτάνουν ο Κάζιμιρ (Παναγιώτης Καμμένος), ένας νεαρός σωφέρ, που μόλις έχει χάσει τη δουλειά του, με την αρραβωνιαστικιά του, την Καρολίνα (Ιώβη Φραγκάτου), μια δροσερή πανέμορφη κοπέλα, που διψάει για ζωή, για διασκέδαση, για περιπέτεια, που αναζητά και εντυπωσιάζεται από καθετί καινούργιο. Όπως το «Ζέπελιν» που περνά πάνω από τον ουρανό του Μονάχου και συμβολίζει τη φυγή (για την Καρολίνα), την εξέλιξη της τεχνολογίας και τη νέα εποχή (για τον Χόρβατ).

Οι θεατές έχουμε ήδη καθίσει στο φουαγιέ του  Bios, σαν σε γιορτή κι εμείς, με άγνωστους διπλανούς μας, με τους οποίους γινόμαστε παρέα, τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μπίρας που μας σερβίρονται και μ’ ένα τρόπο, μ’ ένα άλλο Ζέπελιν, βρισκόμαστε κι εμείς στο Μόναχο των αρχών της δεκαετίας του ’30. Ένα πλήθος ανθρώπων τραγουδάει, χορεύει, φλερτάρει, πίνει ασφαλώς, χειροκροτεί ή κοροϊδεύει τα φτηνά νούμερα του λούνα παρκ υπό τους ήχους της εξαιρετικής μουσικής που για την παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά επιμελήθηκε ο Jan van de Engel. Και ασφαλώς σε μια τέτοια γιορτή υπάρχει πάντα ένας κομπέρ που υποδέχεται το κοινό και δίνει τον τόνο του ξεφαντώματος (Νικόλας Μίχας).

Και μέσα σ’ αυτή τη γιορτή τα βήματα του Κάζιμιρ και της Καρολίνας χωρίζουν. Εκείνος νομίζει ότι τον εγκαταλείπει επειδή είναι πια άνεργος, εκείνη προσβάλλεται επειδή δεν την πιστεύει, παρ’ όλα αυτά εύκολα ακολουθεί νέους συνοδούς, όχι όλους αθώους, ούτε όλους ακίνδυνους. Αλλά η Καρολίνα γοητεύεται από καθετί καινούργιο. Είναι το πρώτο σημείο του έργου που ακούγονται φράσεις που θαρρείς ότι γράφτηκαν σήμερα: «Ζεις με τους γονείς σου που έχουν μια σύνταξη»• «το σημερινό οικονομικό σύστημα τους αναγκάζει να είναι πιο εγωιστές». Και ο Κάζιμιρ νιώθει ακυρωμένος από την ανεργία, κάνει τα πρώτα του βήματα στην κατάθλιψη, γίνεται ευέξαπτος και καχύποπτος και  θέλει να είναι μόνος… Φτάνει όμως δίπλα του μια πολύ κακή επιρροή, ένας παλιός του γνώριμος, ο Μερκλ Φραντς (Αλέξανδρος Βάρθης), ένα λούμπεν στοιχείο, χωρίς ίχνος ηθικής και συναισθήματος, που χλευάζει τα πάντα και πρώτα τις γυναίκες. Στο πρόσωπό του ο Χόρβατ σκιαγραφεί το αποτρόπαιο πρόσωπο της αυθάδειας, της θρασύτητας, της βίας και του μίσους που έρχεται. Η πρώτη που τα πληρώνει είναι μια δυστυχισμένη και εξαρτημένη από αυτόν, η Ερνα (Νάντια Μαργαρίτη), που ξεχνάει το τέλμα της ζωής της, ταξιδεύοντας στα συμπλέγματα των αστεριών, στη Μικρή και στη Μεγάλη Άρκτο, στον Ωρίωνα «με το σπαθί»…

Η Καρολίνα συναντά έναν νεαρό ράφτη, τον Σύρτσινγκερ (Θωμάς Καζάσης), αλλά και δύο μεσήλικες καλοστεκούμενους οικονομικά, τον Ράουχ (Δημήτρης Μπίτος, απολαυστικός) και τον Σπέερ (Νίκος Καμόντος), που γοητεύονται από τη δροσιά της ηλικίας της και την δελεάζουν με την οικονομική τους άνεση.

Όλοι αυτοί συνεχίζουν, μαζί με τους θεατές της παράστασης, να τριγυρνούν στους χώρους του Oktoberfest/Bios. Πηγαίνουν/πηγαίνουμε στον πάνω όροφο, στην κύρια σκηνή του χώρου, επιστρέφουμε στο φουαγιέ ξανά. Υπό τους ήχους μουσικής πάντα, μ’ ένα διαφορετικό κέρασμα κάθε φορά. Στον πάνω όροφο έχει λικέρ, στο φουαγιέ λίγο πριν την έξοδο, παγωτό χωνάκι. Σ’ αυτή τη διαδρομή ο Χόρβατ αγγίζει τις στιγμές της δικής του κοινωνίας (γι’ αυτό και τα τραγούδια κάποιες στιγμές θυμίζουν εμβατήρια), σκιαγραφεί μοναδικά τους απελπισμένους, τους φοβισμένους, τους χαμένους, εκείνους που υπερέχουν και εξουσιάζουν, εκείνους που γοητεύονται από τη λάμψη και τον πλούτο, εκείνους που αρνούνται τη βία και μοιάζουν αφελείς και δειλοί. Οι «Ανωμαλίες της Φύσης» σε πρώτη ανάγνωση είναι οι ατραξιόν του λούνα παρκ στο Oktoberfest, αλλά είναι και οι άνθρωποι του περιθωρίου, οι πλέον ευάλωτοι στην εξουσιαστική αναλγησία του κάθε Φραντς και έχουν για μότο ότι «άνθρωποι χωρίς αισθήματα τα βγάζουν πέρα πιο εύκολα στη ζωή». Και ήταν εκείνη η χορωδία των απελπισμένων σακάτηδων, μαζί με το τραγούδι της Χουανίτας,  από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της παράστασης -και είχε πολλές.

Όταν επιστρέψαμε στο φουαγιέ, η κυρίως δράση ήταν έξω από το Bios. Από τις τζαμαρίες βλέπαμε όσα γίνονταν, παρακολουθούσαμε, μαζί με τους έκπληκτους οδηγούς της Πειραιώς, διάφορους αλλόκοτους ανθρώπους να περπατούν, να συνομιλούν, να τρέχουν, να απελπίζονται, να ελπίζουν, να απαισιοδοξούν, να αισιοδοξούν, χάρη στην «αγάπη που δεν τελειώνει ποτέ», να βρίσκουν το κουράγιο να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά και να κοιτάξουν τους αστερισμούς: τη Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο, τον Ωρίωνα… Με τη συνείδηση της χαρμολύπης, που είναι διάχυτη στο κείμενο του Χόρβατ, και απολύτως υπαρκτή σε κάθε σημείο της παράστασης του Γιάννη Χουβαρδά.

Δεν μπορεί πολύ εύκολα κανείς να περιγράψει ούτε το έργο του Χόρβατ ούτε την παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά. Την γεύεται απλώς, μαζί με τη μπίρα, το λικέρ, το λουκάνικο, το κοτόπουλο και το παγωτό. Διαφορετικές γεύσεις όλες, όπως διαφορετικοί είναι και οι άνθρωποι, και οι συμπεριφορές τους.

Μπορεί όμως, με απόλυτη σιγουριά να πει, ότι ήρθε σ’ επαφή μ’ ένα συγκλονιστικό κείμενο (έξοχη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα), με μια παράσταση που ήταν θέατρο και μεταθέατρο. Είχε φαντασία, είχε συναίσθημα, είχε νέα παιδιά γεμάτα ταλέντο, ορμή και κέφι (που επιλέχθηκαν στο δίμηνο εργαστήριο του Γιάννη Χουβαρδά για την παράσταση), που όργωσαν όχι μόνο τους εσωτερικούς χώρους του Bios, αλλά και τα πεζοδρόμια γύρω• είχε την καθοριστική συμβολή της Εύας Μανιδάκη στα σκηνικά και της Ιωάννας Τσάμη στα κοστούμια.  Δεν γνωρίζω την Ολγα Σπυράκη που επιμελήθηκε την κίνηση, αλλά έχει τεράστιο μερίδιο στο συνολικό αποτέλεσμα. Η Στέλλα Κάλτσου είχε δύσκολη δουλειά να κάνει στα φώτα σε πολλές στιγμές της παράστασης, λόγω συνθηκών, αλλά πραγματικά δεν μείωσε σε τίποτα τη τελική γεύση της θέασης.

Και είμαι απολύτως σίγουρη, επίσης, ότι ο Γιάννης Χουβαρδάς μας χάρισε μία από τις καλύτερες παραστάσεις της σεζόν, μπορεί και μία από τις καλύτερες δικές του δημιουργίες. Μια παράσταση που είχε συγκίνηση και χιούμορ, είχε υλικό για σκέψη, άγγιζε το χθες και το σήμερα, άγγιζε με κάθε τρόπο και κάθε μέσον τον κόσμο του θεάτρου και τον κόσμο των ανθρώπων.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ

Η φωτογραφία είναι αντλημένη από σελίδες ηθοποιών της παράστασης στο fb και είναι του φωτογράφου της Lifo, Πάρη Ταβιτιάν