Metamanias Θέατρο

Πέερ Γκυντ: ένα γοητευτικό ταξίδι αυτογνωσίας στο κέντρο των πολλαπλών εαυτών

Πίσω από την κλειστή αυλαία της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου ακούγεται μια μελωδική και στέρεα φωνή, α καπέλα. Είναι η φωνή του Δημήτρη Λιγνάδη, του Πέερ Γκυντ της πρώτης φετινής νέας πρεμιέρας του Εθνικού Θεάτρου στο κτίριο Τσίλερ. Βρισκόμαστε ασφαλώς σε μια αγροτική περιοχή, με χαμηλά σπιτάκια, με δέντρα, με πράσινο. Ολα αυτά που έστησε ο Απόλλων Παπαθεοχάρης στο παραμυθένιο, αλλόκοτο, αλλά γοητευτικό σκηνικό που έστησε -στην πρώτη και στις άλλες σκηνές της παράστασης, ο οποίος «ευθύνεται» και για τα εξίσου παραμυθένια, αλλόκοτα και εύστοχα κοστούμια.

Και από εκείνη τη στιγμή αρχίζουμε να παρακολουθούμε αυτόν τον «κομπιναδόρο, τον οραματιστή, τον νταή, τον ονειροπόλο και μαζί πεσιμιστή, τον ιδεαλιστή και τον γελοίο, τον αιώνιο έφηβο», που βάζει σκοπό της ζωής του να γίνει «αυτοκράτορας του εαυτού του», να τα βάλει με ξωτικά και ανθρώπους, να ταξιδέψει, να διαπρέψει, να πέσει και να ξανασηκωθεί. Ολα αυτά αναζητώντας τον εαυτό του. Και λέγοντας ένα σωρό ιστορίες με την ιλιγγιώδη φαντασία που τον διακρίνει. Πρώτο… θύμα των αλλόκοτων ιστοριών του η μητέρα του (Στεφανία Γουλιώτη), που πάντα τον πιστεύει στην αρχή και μετά τον κυνηγάει να τον δείρει για τα ψέματα και τον φόβο που της προξενούν.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης, επί δύο ώρες διαρκώς επί σκηνής, είναι η κεντρική φιγούρα του Πεερ Γκυντ (του τελευταίου έργου της πρώιμης περιόδου του Χένρικ Ιψεν, που γράφτηκε έμμετρα από τον συγγραφέα του και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1876). Αλλά δεν είναι η μόνη φιγούρα του ήρωα. Επέλεξε τρεις διαφορετικούς ηθοποιούς, που έγιναν οι Πεερ Γκυντ της εφηβείας, της ενηλικίωσης και της ωριμότητας (ο 18χρονος Γιάννης Τσουμαράκης, ο 25χρονος Πάνος Παπαδόπουλος και ο Δημήτρης Μοθωναίος αντίστοιχα) για να πάρουν τους θεατές από το χέρι και μαζί τους να περπατήσουμε στην αγροικία των παιδικών χρόνων, στα βουνά με τα ξωτικά, στις άγνωστες θάλασσες και στα μεγάλα ταξίδια, στους μεγάλους αλλά προδωμένους έρωτες, στην επιστροφή στην πατρίδα, στη συνειδητοποίηση, στο γκρίζο και στις μνήμες του τέλους του βίου. Και είναι στιγμές που ο Λιγνάδης-Πεερ Γκυντ συνομιλεί ή συμπληρώνει τις φράσεις που λένε οι προηγούμενοι «εαυτοί» του. Και άλλες που παρακολουθεί τις εικόνες της ζωής του και του εαυτού του με θλίψη ή συγκίνηση.

«Να σου είναι αρκετός ο εαυτός σου» όπως ισχυρίζεται ο βασιλιάς των ξωτικών ή «να είσαι ο εαυτός σου»; Αναζητώντας απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα βάδισε την περίπλοκη ζωή του ο Πεερ Γκυντ. Η πρώτη θέση κρύβει, ασφαλώς, περιχαράκωση. Η δεύτερη καλεί σε αναζητήσεις. Κι αυτό έκανε ο Πεερ Γκυντ, κινούμενος ανάμεσα στη δική του αλήθεια και στο ψέμα με το οποίο την έντυνε. Δεν θέλει τις αμπάρες ο Πεερ Γκυντ: «Ποια αμπάρα σε ασφαλίζει από τις ενοχές κι από τις σκέψεις;», αναρωτιέται. Και είναι σίγουρος ότι μόνο «οι σκυφτοί κερδίζουν τις μάχες δίχως να τις δώσουν». Γι’ αυτό και διαρκώς ονειρεύεται, διαρκώς προσπαθεί, διαρκώς επιχειρεί τα αδύνατα.

Εχει πικράνει πολλούς και πολλές σ’ αυτή την παράτολμη διαδρομή του ο Πεερ Γκυντ. Τη μητέρα του πρώτα απ’ όλα (η σκηνή του τέλους της πρώτης πράξης με το θάνατό της είναι από τις πιο δυνατές του έργου και της παράστασης). Τις δύο γυναίκες που τον αγάπησαν και τις υποχρέωσε να τον περιμένουν, κι ας άργησε 40 χρόνια να επιστρέψει. Κι άλλους, στα ταξίδια του, που είτε τους εκμεταλλεύτηκε, είτε τους έριξε, είτε τους χρησιμοποίησε για δικό του όφελος. Είναι τελικά αμαρτωλός ή ενάρετος; Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής, αναμφίβολα. Που ελπίζει και προσπαθεί μέχρι το τέλος: «Πως αστειεύομαι, είναι σημάδι ότι είμ’ νέος. Είναι τρελός ο Πεερ Γκυντ και νέος», λέει, σε μια αγωνιώδη αναζήτηση της νεότητας, όταν πια δεν υπάρχει. Και μέχρι το τέλος, μέχρι την τελική του αναμέτρηση με τον Χάρο-Κουμποχύτη, δεν έχει καταλήξει ποιο πρόσημο να βάλει στη ζωή του. Και ποιον δρόμο να τραβήξει πλέον, της Κόλασης ή του Παραδείσου; Και κάπου εκεί μονολογεί πάλι: «Για να είσαι ο εαυτός σου πρέπει εσύ ο ίδιος να τον θανατώσεις».

Κι όλα αυτά σ’ ένα κλίμα ονειρικό, παραμυθένιο, αλλά συγκινητικό όσο και καίριο, χάρη κατ’ αρχήν στη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, και στη διασκευή του Δημήτρη Λιγνάδη, που υπογράφει και τη σκηνοθεσία επίσης. Ασφαλώς η μουσική του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου είχε ξεχωριστό και μεγάλο ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα, «ντύνοντας» το σκηνικό του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη και την ποίηση του Ιψεν όπως ακριβώς έπρεπε. Με πολλά προβλήματα ήταν η κίνηση που επιμελήθηκε η Αναστασία Βαλσαμάκη, σε αρκετές στιγμές της παράστασης. Αλλά η κίνηση είναι από τα βασικά της στοιχεία.

Ολοι οι ηθοποιοί, που έπαιξαν παραπάνω από έναν ρόλους, πλην εκείνων που ερμήνευσαν τις διάφορες ηλικιακές φάσεις του Πεερ Γκυντ ήταν επιτυχημένοι, λιγότερο ή περισσότερο. Οι Στεφανία Γουλιώτη, Γιούλικα Σκαφιδά, Ιερώνυμος Καλετσάνος και Δημήτρης Μοθωναίος (ως ώριμος Πεερ Γκυντ) ξεχώρισαν. Οι δύο νεότεροι Πεερ Γκυντ είχαν πολλή καλή κίνηση, αλλά θα πρέπει να δουλέψουν οπωσδήποτε τον τρόπο που η φωνή τους φτάνει στην πλατεία από μια τόσο μεγάλη σκηνή. Ηταν όμως συγκινητικοί και απέδωσαν την ελαφρότητα της νιότης.

Ηταν μια βραδιά που γνωρίσαμε (οι περισσότεροι) ένα μεγάλο έργο της παγκόσμιας δραματουργίας, αφού δεν παρουσιάζεται συχνά. Το 1935 είχε πρωτοπαρουσιαστεί στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και το 2002, πάλι στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη). Που ταξιδέψαμε άλλοτε στη Χώρα του Ποτέ, άλλοτε σε παιδικά παραμύθια, άλλοτε σε σκανδιναβικούς μύθους, άλλοτε στα ασφυκτικά ερωτήματα της ζωής, έτσι όπως ενυπάρχουν στους μύθους και τα παραμύθια. Υπήρχαν στιγμές που ένιωσα ότι ο Πεερ Γκυντ συνομιλεί με την «Οπερέτα» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς (παρουσιάζεται και φέτος στο REX και στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου). Και σίγουρα συνομιλεί με την επίσης ιψενική «Αγριόπαπια» (παίζεται φέτος στο θέατρο «Πορεία» σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου), αφού είναι κοινό και το ίδιο έντονο το διακύβευμα ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα. Και υπήρχαν άλλες στιγμές που ο Πέερ Γκυντ μου θύμισε τον «Καντίντ» του Βολταίρου που σε λίγες μέρες θα έρθει στο θέατρο «Πόρτα» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, γιατί και οι δύο ήρωες έχουν την τάση φυγής των διαφορετικών ανθρώπων εκείνης της εποχής, που λαχταρούσαν να ανακαλύψουν, που δεν έμεναν στα σίγουρα και στα δεδομένα, που έσπαγαν τα μούτρα τους, αλλά ταξίδευαν.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ