featured Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν Πες μου μια ιστορία

Όμηρος Πουλάκης: Η ιστορία της αλλήθωρης ερωτευμένης γυναίκας ή Εκείνος

«να γιατί – ακόμα κι αν δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ – όταν τραγουδάς

δακρύζω απ’ την χαρά μου

κι απ’ την προσμονή»

1.

Δεν υπάρχει Θεός. Το πιο κοντινό που έχουμε όλοι εμείς, η ρωμαλέα και πλανημένη ανθρωπότητα η άλλοτε νικηφόρα και άλλοτε ηττημένη, η ανθρωπότητα με τις μικρές καθημερινές ανησυχίες και τα μεγάλα λαμπρά οράματα, τους ταπεινούς και υπερήφανους μόχθους, με τις σφαγές και τις υπέρλαμπρες εκστρατευτικές επελάσεις – έχει πάντοτε σημασία ποιοι είναι εκείνοι που αφηγούνται την Ιστορία – όλοι εμείς λοιπόν, το πλέον κοντινό και συγγενικό, το πλέον συναφές ή και παρόμοιο που έχουμε για να παραγεμίσουμε σαν φοβισμένα παιδιά το κενό της απουσίας Θεού, δεν είναι άλλο από τον τριτοπρόσωπο παντεπόπτη αφηγητή, που ορισμένες φορές είναι πρωτοπρόσωπος, και για τον οποίο τόσα πολλά μας δίδαξαν τα σημαντικά μυθιστορήματα του 18ου, του 19ου αλλά και του 20ου αιώνα ο οποίος πρόσφατα ετελεύτησε – όπως λένε – τον βίο του, αφήνοντας στον καινούργιο, τον 21ο αιώνα μας, την παρακαταθήκη δύο αδιανόητων αλληλοσπαραγμών, καθώς επίσης και την υποχρέωση να σμιλέψει αυτός ο ολόφρεσκος και πεντακάθαρος αιώνας, ο αστραφτερός μέσα στην σχεδόν παντελή απουσία χρήσης που τον χαρακτηρίζει, να σμιλέψει αυτός, ο νεανίας αιώνας, προς χάριν του λαμπρού και τιμημένου και πολεμοχαρή προγόνου του, ένα άγαλμα καταφανώς ιστορικό, ένα άγαλμα που να κολακεύει χωρίς να ψεύδεται – πράγμα εντελώς αδύνατο ας το παραδεχθούμε – και να ασκεί κριτική χωρίς να πει καμιά αλήθεια – αυτό γίνεται, είναι εφικτό και απλό, όπως άλλωστε μπορεί να συμπεράνει κανείς εύκολα αν για κάποιο διάστημα αναλώσει τον καιρό του διαβάζοντας κριτικές θεάτρου σε εφημερίδες και περιοδικά – με αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο ένας αιώνας κουβαλάει τον προηγούμενο, ο ένας άνθρωπος κουβαλάει τον προηγούμενο, ο ένας έρωτας κουβαλάει τον προηγούμενο, και ούτω καθεξής εις τον αιώνα τον άπαντα Αμήν όπως θα έλεγε, αλλά περισσότερο θα έγραφε, ο σπουδαίος αυτός ο Πορτογάλος, ο αστραφτερός και ασύλληπτα εξαίσιος Ζοζέ Σαραμάγκου, στον οποίο τόσα πολλά οφείλει αυτή η εισαγωγή με τον τρόπο που ξετυλίχτηκε, και που κανένα λόγο δεν έχει να την αρνηθεί την οφειλή αυτή, αυτό το λογοτεχνικό και υπαρξιακό γραμμάτιο – στον κόσμο του πνεύματος άλλωστε όλοι με δανεικά πόδια περπατάμε και με δανεικά φτερά δοκιμάζουμε τις νεογνές μας πτήσεις, αυτό είναι ολωσδιόλου γνωστό σε κάθε γυναίκα και σε κάθε άνδρα που θα πατήσει, όπως το λέει ο ποιητής, στο πρώτο σκαλί της ποίησης, δηλαδή της δημιουργίας, για αυτό και όσοι παιανίζουν την σάλπιγγα της πρωτοτυπίας δεν είναι παρά έμποροι που η βαβούρα είναι η σημαντικότερή τους προσφορά – όχι, κανένα λόγο δεν έχει η παρούσα εισαγωγή να αρνηθεί την οφειλή της, ίσα ίσα θέλει όσο πιο γρήγορα γίνεται να αποδώσει τις δέουσες τιμές για να ξεμπερδέψει μιαν ώρα αρχύτερα τόσο με τις υποψίες ενοχών όσο και με τους κακοπροαίρετους αναγνώστες, για τους οποίους, ας υπάρξει συγχώρεση, θα αποφύγουμε να μιλήσουμε πάρα το γεγονός πως αξίζει και σε εκείνους ένα μπερντάκι ή μπερντάχι, και αυτό θα αποφύγουμε να το κάνουμε για πολλούς λόγους ένας εκ των οποίων είναι ο προφανής, ότι δηλαδή να, ήδη κατσαδιάσαμε τους κριτικούς του θεάτρου και τα είπαμε κι ένα χεράκι στους πεινώντες και διψώντες την πρωτοτυπίαν οπότε αν πιάναμε και τους κακοπροαίρετους αναγνώστες, ε, δε θα έπαιρνε τέλος το πράγμα, άσε που αυτό θα έβλαπτε κάπως και το προφίλ του παντεπόπτη αφηγητή μας ο οποίος, πότε φορώντας δοκιμαστικά το προσωπείο ενός Σαραμάγκου και πότε άλλων λογοτεχνικών φωστήρων, θα προσπαθήσει να αφηγηθεί μια ιστορία, μια ιστορία απλή αλλά και βαθιά κατά την ταπεινή του άποψη, την οποία βιάζεται μανιωδώς να την ξεκινήσει και που δεν είναι άλλη από την ιστορία μιας γυναίκας, μιας γυναίκας μάλιστα ερωτευμένης – αυτό είναι το καθοριστικό – μιας γυναίκας που δεν διαφέρει από τις περισσότερες αν εξαιρέσεις το γεγονός πως τα δυο της μάτια έχουν αυτό το αλλόκοτο και τόσο γοητευτικό χαρακτηριστικό του στραβισμού, κοντολογίς είναι αλλήθωρη η ηρωίδα αυτής της ιστορίας, μια ερωτευμένη και αλλήθωρη γυναίκα, που αν θέλετε την γνώμη μας είναι μία από τις πιο γοητευτικές γυναίκες, ακόμα και σαγηνευτικές θα λέγαμε, και για την οποία βέβαια η τηλεόραση και τα έντυπα ομορφιάς αδιαφορούν ολοκληρωτικά κάνοντας ένα τεράστιο και αδικαιολόγητο σφάλμα.

Όμως αυτό το σφάλμα δεν θα μας απασχολήσει επί της παρούσης, εμείς έχουμε εδώ και χρόνια γλιτώσει από τα σάλια και τα νύχια αυτού του κόσμου και ξέρουμε να ξεχωρίζουμε την ομορφιά ακόμα και στο πιο ταπεινό χαμομηλάκι, και αφού σημειώσουμε πως αυτό το λέμε χωρίς ίχνος αυταρέσκειας – γιατί πάρα την κάπως αφοριστική δήλωση κανείς δεν είναι μπορετό πάντοτε και παντού να ξεχωρίζει την ομορφιά – ας επιστρέψουμε στην ηρωίδα μας, την αλλήθωρη ερωτευμένη γυναίκα, που μπορεί εμείς να αναγνωρίζουμε και να μεθάμε κιόλας ορισμένες φορές από την γοητεία και την ομορφιά που βλέπουμε σε εκείνη εν τούτοις – επειδή αυτός ο κόσμος είναι αυτός ο κόσμος και όχι κάποιος άλλος – δεν συμβαίνει το ίδιο με τους άνδρες που εκείνη συναναστρέφεται και οπωσδήποτε δεν συμβαίνει, και δεν έχει συμβεί ποτέ με εκείνον τον άνδρα που η αλλήθωρη γυναίκα είναι ερωτευμένη, έναν κάπως μικροκαμωμένο νεαρό χωρίς καθόλου φαλάκρα που συνήθως επιλέγει να καλοντύνεται ακόμα κι όταν βγαίνει για έναν μικρό περίπατο και που η ηρωίδα μας τον συναντά καθημερινά στον χώρο εργασίας της, είναι δηλαδή συνάδελφοι στην ίδια εταιρεία και μάλιστα έχουνε να φανταστείτε και διπλανά γραφεία, και ακόμα -αυτό δεν έχει αναφερθεί ίσαμε τώρα- έχουνε βγει κιόλας κάποιες φορές, οι δυο τους, για ένα ποτό ή για λίγο φαγητό, τίποτα μεγαλεπήβολο, απλά έτσι μετά την δουλειά , όπως σε οδηγεί πολλές φορές η κοινή ώρα και η κοινή διαδρομή μιας επιστροφής, αυτά τα κάπως τυχαία -μα και οργανωμένα μέσα στα ενδότερα του ενός, συνήθως, από τους δύο – συναπαντήματα ή ραντεβού, στην ύπαρξη των οποίων βασίζουν την ύπαρξή τους οι πιο πολλοί γάμοι αυτής της πόλης, αυτής της χώρας, αυτής της γης.

Και μιας και διακόψαμε, πριν προχωρήσουμε, ας αναφέρουμε ρητά και κατηγορηματικά πως ναι, η ιστορία της αλλήθωρης ερωτευμένης γυναίκας λαμβάνει χώρα μέσα σε συνθήκες γενικευμένης απαγόρευσης κυκλοφορίας εξαιτίας ενός πρωτοφανέρωτου ιού, και αφού αρχικά θυμίσουμε στον αναγνώστη πως η πρωτοτυπία δεν είναι το ιδανικό μας επομένως δεν υπάρχει και απολύτως κανένας λόγος να μην θέσουμε την συγκεκριμένη συνθήκη ως πλαίσιο της ιστορίας μας, και εφόσον θυμηθούμε εν συνεχεία εμείς οι ίδιοι πως ακόμα και ένας παντοδύναμος και παντογνώστης αφηγητής δεν είναι επί της ουσίας ούτε παντοδύναμος ούτε και παντογνώστης, ας αφήσουμε την σκέψη μας να ταξιδέψει πάνω από τα σπίτια, τις πολυκατοικίες και τα πάρκα αυτής της πόλης, αυτής της χώρας, αυτής της γης, και ας της δώσουμε, της σκέψης μας πάντοτε, το δικαίωμα να ακουμπήσει σαν φθινοπωρινό ξερόφυλλο στο περβάζι του παραθύρου της αλλήθωρης γυναίκας και να κοιτάξει, μεταμφιεσμένη έτσι όπως είναι σε στοιχείο της φύσης, μέσα στο δωμάτιο της ηρωίδας μας, μέσα στο σπίτι της, μέσα στην ψυχή της αν το επιτρέπετε, χωρίς να φοβάται, η σκέψη μας επαναλαμβάνω πάντοτε, πως αυτή η ενδελεχής και εις βάθος παρακολούθηση υπάρχει περίπτωση να αποκαλυφθεί, μιας και καμία γυναίκα στην εποχή μας, πόσο μάλλον όταν είναι ερωτευμένη, δεν θα ασχοληθεί με ένα φθαρμένο και κιτρινισμένο ξερόφυλλο ακόμα κι αν εκείνο της τραγουδάει στην γλώσσα του ανέμου τις πιο αρμονικές ερωτικές μελωδίες, που δεν είναι παρά τα τραγούδια των Νυμφών και τα οποία μπορείς να τα ακούσεις εκεί όπου υπάρχουν λίμνες και ποτάμια και που κι αυτά με την σειρά τους δεν είναι τίποτε άλλο από ανεκπλήρωτοι έρωτες.

Όχι, η σκέψη μας είναι καλά κρυμμένη και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην ατενίσει την αλλήθωρη γυναίκα που τώρα δα φοράει το νυχτικό της, δηλαδή μια απλή μονόχρωμη μπλούζα, και πέφτει για ύπνο κλείνοντας το φως, βυθισμένη στην άκαρπη νοσταλγία ενός έρωτα που ποτέ δεν έχει υπάρξει.

2.

Είχε ξημερώσει. Η αλλήθωρη ερωτευμένη γυναίκα τελείωσε με το πρωινό της βιαστικά, εξαπάτησε τον εαυτό της με ορισμένα ψυχαναγκαστικά συμμαζέματα και τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, συναντήθηκε με το αναπόφευκτο, την αδράνεια, καθώς και με μια υποψία από εκείνο το συναίσθημα που σε άλλες πιο οικείες καταστάσεις θα ονομάζαμε πλήξη.

Έμεινε ακίνητη, απολιθωμένη για ώρες, σε μια στάση παθητική, κενή, ένα άγαλμα που περιμένει τον γλύπτη, μια λευκή σκιά στο καθαρτήριο ενός εκμηδενισμένου χρόνου, χώρος μέσα στον χώρο, ένα σώμα δοχείο, χωρίς ηνία, χωρίς σκέψη, χωρίς σκοπό.

Ωστόσο υπάρχουν φορές όπου η ακινησία λειτουργεί σαν πυροκροτητής, σαν το φθαρμένο λάστιχο κάποιας πολυκαιρισμένης σφεντόνας η οποία εξακολουθητικά τεντώνει και τεντώνει έως ότου συναντηθεί με μια ησυχία απαραίτητη και πυκνή και τότε, έκρηξη, ένα θραύσμα ήχων και φωτός και ορίστε, η ακινησία παύει να είναι πλέον κενή.

Μέσα σε μία στιγμή θα έλεγες ολόκληρος ο μηχανισμός της Ιστορίας του Ανθρώπου εκσφενδονίζει στο κέντρο των σπλάχνων του αγάλματος σπίθες κι εκείνο που σε αναζητούσε και το αναζητάς εν τέλει σε βρίσκει.

Για την αλλήθωρη ερωτευμένη γυναίκα αυτή η σπίθα, αυτή η στιγμή, είναι καιρός που παραμένει αμετάβλητη. Εκείνος. Πάντα εκείνος. Ο τρόπος που την κοιτούσε, ο τρόπος που την είχε ακούσει την φρικτή και αποφράδα εκείνη ημέρα που, παρακινημένη κανείς δεν γνωρίζει από ποιο θάρρος, η ερωτευμένη γυναίκα πάλεψε, ίδρωσε, και κοιτώντας λες ταυτόχρονα προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα έτσι αλλήθωρη όπως είναι, επιχείρησε επιτέλους να βάλει σε λέξεις όλα εκείνα που ένιωθε.

Όλα εκείνα που είχε σκεφτεί στις πιο ιδιωτικές τις νύχτες και στην κάθε κρυφή της ώρα, όλα κυλήσανε και βγήκανε στο φως ντυμένα με τα υφάδια του έναρθρου λόγου.

Όμως, τι φρίκη, αυτό το ορμητικό ποτάμι άρχισε πολύ γρήγορα να παραμορφώνεται, έμοιαζε σαν να επιπλέουν στην ράχη του πτώματα διαμελισμένα, λέξεις πάνω σε λέξεις δημιουργούσαν την εντύπωση του εξαμβλώματος, η ερωτική εξομολόγηση είχε εξελιχθεί σε σφαγή, “ω θεέ μου” σκέφτηκε η αλλήθωρη ερωτευμένη γυναίκα, “πόση ντροπή κρύβει αυτή η απόσταση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, τι ακατάλυτη ντροπή αυτό το χάος ανάμεσα στον πόθο μου και στο κενό του βλέμμα”.

Nαι, αυτή ήταν η μία και μοναδική αλήθεια, μέσα στο βλέμμα του δεν υπήρχε τίποτε και τα κακοσχηματισμένα λόγια της φάνταζαν τώρα ακόμα αθλιότερα, λασπωμένη εκατόμβη, ο έρωτάς της εκεί, σπαρμένος κατάχαμα, βουτηγμένος στην ταπείνωση, ένας εξόριστος ικέτης.

Μονάχα φρίκη, φρίκη και ντροπή.

Η σιωπή που ακολούθησε δεν κράτησε και πολύ ομολογουμένως.

Εκείνος είπε στα γρήγορα κάτι ευγενικό και γεμάτο κατανόηση ύστερα περίμενε για λίγα λεπτά και ζήτησε να πληρώσει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα αποχώρησε οριστικά.

Εκείνη έμεινε με την απουσία του τυλιγμένη επάνω της, ακίνητη εντελώς, ένα δοχείο χωρίς περιεχόμενο, άγαλμα σε αναμονή, χώρος μέσα στον χώρο, λευκή σκιά σιωπηλή στον θόρυβο του απογεύματος που είχε εδώ και ώρα αρχίσει να ρίχνει την σκοτεινή του αυλαία.

3.

Τα αλλήθωρα μάτια της βλεφάρισαν και η ανάμνηση είχε προσωρινά κατανικηθεί.

Το σπίτι γύρω της ανάπνεε πάντα στον ίδιο κουρδισμένο και μονότονο ρυθμό που έχουν τις τελευταίες ημέρες επιβάλλει οι συνθήκες, η ανάγκη, οι κυβερνητικές αποφάσεις και ο φόβος.

Σηκώθηκε απότομα.

Ο πυροκροτητής της πολύωρης ακινησίας είχε εκραγεί.

Έφερε τα χέρια στο πρόσωπο και αισθάνθηκε την ζέστη τους.

“Αν δεν είχα μιλήσει καθόλου” σκέφτηκε, “έστω αν είχα μιλήσει κάπως αλλιώς, με τρόπο που να μπορεί το ανείπωτο να πάρει μορφή! πόσο διαφορετικός άραγε θα ήταν τώρα ο κόσμος.”

Οι σκέψεις της άρχιζαν να παφλάζουν.

“Αν το άφατο μπορούσε να αποκτήσει σάρκα τότε θα τα κατάφερνα” ψιθύρισε αποφασιστικά και οι υπόλοιπες σκέψεις ξεχύθηκαν από το στόμα της σαν ξόρκι.

Αν το ανείπωτο ειπωθεί

και το άφατο φανερωθεί

τότε λοιπόν πραγματικό

θα είναι πια το αδύνατο.

Και ένα είναι αδύνατο

τα μάτια σου να ξαναδώ.

Τα μάτια σου να ξαναδώ

σαν όνειρο ανεκπλήρωτο.

4.

Λίγοι είναι οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να πλάθουν τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίζουν κοσμήματα και αστραπές, όνειρα και αλήθειες, και ο πλέον απρόσεχτος αναγνώστης πρέπει να είναι πια σίγουρος πως η αλλήθωρη ερωτευμένη γυναίκα δεν ανήκει στην μειοψηφία αυτή. Aν για οποιονδήποτε λόγο υπήρχε περί αυτού μια έστω μικρή αμφιβολία μέχρι τώρα, ε, την αμφιβολία αυτή θα την διέλυσε σίγουρα το άτεχνο στιχούργημα που σαν εκπνοή γλίστρησε από το ανάμεσο των χειλιών της.

Εκείνο όμως που έχει σαφώς μεγαλύτερη σημασία για εμάς είναι πως η αλλήθωρη γυναίκα είχε γεμίσει από μια ακατέργαστη δύναμη και τίποτα πια δεν μπορούσε να την σταματήσει.

Ήταν αποφασισμένη και η απόφαση τής ήτανε τόσο βαθιά που όριζε αμετάκλητα την διαδρομή της.

Θα προσπαθούσε να “φανερώσει το άφατο, να κάνει πραγματικό το αδύνατο” και τα λοιπά και τα λοιπά, δεν υπάρχει λόγος να κουράζουμε τους ανθρώπους με περιττές επαναλήψεις παρά μόνο με τις απαραίτητες εξ αυτών μια εκ των οποίων είναι και η επερχόμενη, το είχε αποφασίσει λοιπόν, θα προσπαθούσε, εκεί όπου είχαν αποτύχει όλοι οι θεοί του ανθρώπου και όλοι οι άνθρωποι του θεού εκείνη θα προσπαθούσε ξανά, σήμερα, μονάχη της όπως η καλαμιά στον κάμπο, θα εκπλήρωνε το ανεκπλήρωτο κι ο έρωτάς της θα έπαιρνε σάρκα και οστά, μάλιστα κύριοι και κυρίες, η αλλήθωρη ερωτευμένη γυναίκα δεν είναι τελικά σαν τους περισσότερους από εμάς, είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από εμάς, είναι μια παντοδύναμη ιερογλυφική φιγούρα που τολμά να τα βάλει με την Μοίρα, το πεπρωμένο, την ειμαρμένη αν το προτιμάτε, και είναι και σίγουρη πως θα νικήσει, μια Αντιγόνη φανατική, ακριβώς αυτό, μια Αντιγόνη πεπεισμένη πως ο χρόνος θα γυρίσει από την ανάποδη πλευρά της εντροπίας και ο χαμένος έρωτας θα αναστηθεί, ο μαραμένος πόθος θα βλαστήσει.

Είναι τέτοιο το θάμβος που προκαλεί στην συνείδηση μας η αλλήθωρη γυναίκα έτσι όπως την λούζει το φως του Ολύμπιου εσωτερικού της αναστήματος που είμαστε υποχρεωμένοι να αφηγηθούμε με λιτά και συμπυκνωμένα λόγια το τέλος της απλής μας ιστορίας ώστε να πάμε κατόπι, ήσυχα ήσυχα, να προσκυνήσουμε στον ναό της γυναίκα αυτής, ναό που τον έχουμε στήσει μέσα στην καρδιά μας και που τον επισκεπτόμαστε συχνά ώστε να προσφέρουμε τις ψυχικές μας χοές στο χώμα του ηρωικού κατορθώματός της.

Να τι έγινε.

Η ερωτευμένη γυναίκα ήταν αλλήθωρη αλλά δεν ήταν κουτή. Έβαλε κατά νου λοιπόν το πρόβλημα και έφτασε στην λύση. Μα φυσικά! ήταν τόσο απλό! πώς και δεν το είχε κανείς νωρίτερα εννοήσει! Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να κατορθώσει να βάλει πάνω στο χαρτί αλλά και μέσα στο στόμα της όλα εκείνα που ένιωθε, τα λόγια εκείνα που δεν μπόρεσε ποτέ να αρθρώσει. Κι άμα νομίσετε πως αυτό δεν είναι και τίποτα το εκπληκτικό και πως ούτως ή άλλος το κάνουν οι συγγραφείς και οι δημοσιογράφοι, οι λογογράφοι και οι ποιητές, οι ηθοποιοί και οι τραγουδιστές τότε έχω να σας πω πως η πλάνη σας είναι απροσμέτρητη. Γιατί ξεχνάτε πως η ιστορία της αλλήθωρης ερωτευμένης γυναίκας είναι κάτι πολύ περισσότερο από πραγματική, είναι αληθινή, είναι δηλαδή ένα παραμύθι, και η αξία ενός παραμυθιού δεν βρίσκεται στην verisimilitude, στην αληθοφάνεια, αλλά στο νόημά του, και αν δεν καταλαβαίνετε τι λέμε τότε λυπάμαι αλλά η περίπτωσή σας φοβάμαι πως ίσως δυστυχώς να είναι ανίατη και ως θεραπεία θα πρότεινα να αρχίσετε με Αίσωπο και να προχωρήσετε μετά στους αδερφούς Γκριμ και στον Lewis Carroll.

Η ερωτευμένη αλλήθωρη μας γυναίκα λοιπόν πάλεψε και τα κατάφερε, και μάλιστα πέτυχε πολλά περισσότερα από ό,τι αρχικά είχε φανταστεί. Όχι μόνο έγραψε και είπε όσα είχαν κλειδωθεί στις αρτηρίες της αλλά τραγούδησε κιόλας. Ακριβώς, καλά διαβάσατε, τραγούδησε. Εκείνη που δεν είχε ποτέ τολμήσει κάτι τέτοιο κλεισμένη όπως ήταν τώρα μέσα στους τέσσερις τοίχους μιας σκληρής και ανελέητης απομόνωσης, άρχισε να τραγουδάει τον έρωτά της. Η φωνή της ταξίδευε πάνω στις μουσικές κλίμακες όπως η δροσιά περιδιαβαίνει τα φύλλα του πρωινού, χρωματικές, φανταστικές, μείζονες, ελάσσονες, όλο το φάσμα των ήχων ήταν σαν να είχε σκύψει και να της είχε δώσει ένα βαθύ, υγρό φιλί.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε αλλά να είστε σίγουροι πως ακόμα και τώρα που μιλάμε εκείνη βρίσκεται σε κάποιο σημείο του κοσμικού ορίζοντα και τραγουδάει.

Όμως δεν είναι αυτό το καταπληκτικό. Όχι.

Το καταπληκτικό είναι πως ακόμα και άνθρωποι που ζουν χιλιάδες μίλια μακριά από την πρωταγωνίστριά μας, σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες, σε άλλες ηπείρους, σε άλλους χρόνους, εκεί που καθόλου δεν το περιμένουν, νιώθουν να φτάνει ξαφνικά στα αυτιά τους μια μελωδία που όμοιά τους δεν έχουν ξανακούσει ποτέ.

Για χρόνια είχανε φάει τον τόπο και ρωτούσαν συνεχώς ο ένας τον άλλο μήπως και καταφέρουν να βρουν την πηγή της μουσικής.

Όμως δεν μπόρεσαν ποτέ να βρουν κάποια πειστική και αληθοφανή απάντηση ή εξήγηση και έτσι τώρα πια, όποτε πλημμυρίζει τον αέρα η, ορφανή για εκείνους, μαγευτική πανδαισία, τότε λοιπόν ψιθυρίζουν στον εαυτό τους ή και μεταξύ τους

… “υπάρχει Θεός”…

6.

εκείνος την σκέφτεται πλέον σχεδόν κάθε μέρα

ενώ

το κίτρινο φθαρμένο ξερόφυλλο στροβιλίζεται διαρκώς

και δεν μπορεί να ξεχάσει

 

Όμηρος Πουλάκης

Επιμέλεια: Μάνια Ζούση