featured Θέατρο Πες μου μια ιστορία

Οι πέντε ειρμοί της Ηλέκτρας

Πες μου μια ιστορία, είπα στη σκηνοθέτη Ηλέκτρα Ελληνικιώτη κι εκείνη έγραψε πέντε μικρές ιστορίες, πέντε ειρμούς όπως λέει, για το πατρογονικό χωριό της Εύβοιας και τη «μη ερμηνεύσιμη αρμονία» του τόπου, τη μαθητεία στο κλάδεμα των ελιών, τη γιαγιά και τη σπουδή πάνω στην «κατάργηση του αφηγηματικού χρόνου», αλλά και το ποίημα του Νίκου Καρούζου “Η Αντίκρουση του Χειμώνα”.

Ι.

Δεν βρίσκομαι σε καραντίνα- βρίσκομαι σε ένα χωριό στη βόρεια Εύβοια. Καθυστέρησα λίγο να το καταλάβω αυτό, μπήκα και γω στη διαδικασία να διαπραγματευτώ μέσα μου και έξω μου τα καινούρια χαρακτηριστικά αυτής της επιβεβλημένης πραγματικότητας. Όμως η αλήθεια είναι πως δεν βρίσκομαι σε καραντίνα. Τις μέρες που αυτόν τον ένα μήνα ο καιρός το επιτρέπει, πηγαίνω τα πρωινά με τον πατέρα μου και τον θείο μου στο κλάδεμα των ελιών. Τα απογεύματα βγαίνω με τη μηχανή και ακολουθώ τη ροή του ποταμού προς τα πιο βόρεια- επιστρέφω με το ηλιοβασίλεμα. Η γιαγιά μου έχει μποστάνι, ζυμώνει ψωμί και έχει κότες. Δεν έχουμε κληθεί να αντιμετωπίσουμε την δυστοπία των σούπερ μάρκετ, των νεκρών πόλεων, των ακατάσχετων βεβαιώσεων κίνησης.

ΙΙ.

Δε νιώθω τυχερή σε σύγκριση με όσους βρίσκονται στην πόλη, αλλά ούτε νιώθω πως πρέπει να απολογηθώ γι’ αυτό. Η συνθήκη στην οποία ζω είναι η φυσική, αυτή που πρέπει σε κάθε άνθρωπο. Τα υπόλοιπα είναι αφύσικα. Συν τοις άλλοις, είμαι μάλλον άτυχη σε σχέση με ένα πλήθος συναδέλφων που έχουν το προνόμιο να βιώνουν από πρώτο χέρι αυτή την αλλόκοτη πραγματικότητα και αποκτούν με αυτό τον τρόπο βιώματα που θα μετουσιώσουν αργότερα σε δημιουργίες.

ΙΙΙ.

Η εικόνα των περιβολιών το πρωί, της απέραντης πράσινης έκτασης που κατεβαίνει όλο το λόφο και συναντάει στον ορίζοντα τον Παγασητικό, χαρακτηρίζεται από μια μη ερμηνεύσιμη αρμονία. Τα χωράφια με τις συκιές διαδέχονται τα περιβόλια με τις ελιές, και αυτά με τη σειρά τους τα διαδέχονται στρέμματα ανθισμένες ροδακινιές• οι δρόμοι που διατρέχουν τα χωράφια κάνουν τη δουλειά τους τόσο – όσο. Σαν για να μην ενοχλήσουν.

Το κλάδεμα των ελιών έχει πολύ συγκεκριμένη λογική: προετοιμάζεις το δέντρο για να βγάλει καρπούς. Το απελευθερώνεις, το καθαρίζεις από οτιδήποτε ξερό και από οτιδήποτε του τρώει την ενέργεια. Στις ρίζες του κορμού και κατά μήκος των χοντρών κλαδιών φυτρώνουν χλωρά κλωνάρια, τα λεγόμενα «λαίμαργα»• δεν έχουν καμιά χρησιμότητα, δεν πρόκειται να βγάλουν καρπούς, απλώς τρώνε από την ενέργεια της ελιάς. Γι’ αυτό και αφαιρούνται. Ασφαλώς ανάμεσα στα «λαίμαργα» αναπτύσσεται και ένα πλήθος παντελώς άχρηστης βλάστησης, όπως βάτα, αγριόχορτα, ξερολούλουδα και άλλα.

Εκτός από τα ξερά κλαράκια που μπορείς να βρεις στις άκρες των κλαδιών, πρέπει δυστυχώς να κλαδέψεις και όλα τα κλαδιά που εκτείνονται κάθετα προς τα πάνω. Και λέω «δυστυχώς» γιατί όταν την κοιτάς την ελιά από μακριά, αυτά τα κλαδιά είναι τα πιο όμορφα, φαίνονται τα πιο δυνατά. Όμως τα πραγματικά χρήσιμα κλαδιά της ελιάς είναι αυτά που γέρνουν και λυγίζουν προς το έδαφος. Αυτά πρέπει μόνο να μείνουν στο τέλος, αυτά θα βγάλουν καρπούς. Τα βλέπεις έτσι λυγισμένα και στραβά και σκέφτεσαι «αποκλείεται, αυτά αντί για τα όρθια;». Κι όμως, πρέπει να ελευθερώσεις το δέντρο από τα όρθια, από αυτά που θα λέγαμε ότι «έχουν πάρει πολύ ψηλά τον αμανέ». Γιατί αυτά τα τελευταία το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ξεχωρίζουν αισθητικά, για την ομορφιά τους. Καρπό όμως δεν κάνουν.

Κάθε που τελειώνει το κλάδεμα μιας ελιάς, μένει περιμετρικά από το δέντρο ένα στεφάνι με τα πτώματα των κλαδιών. Στο τέλος όλου του κλαδέματος, θα ξεχωρίσουμε τους χοντρούς κορμούς για ξυλεία και τα υπόλοιπα κανονικά θα μαζεύονταν σε σωρούς και θα καίγονταν. (Συνήθως φτιάχνεις μικρές σωρούς στο ανάμεσο των δέντρων και βάζεις μικρές ελεγχόμενες φωτιές.) Τώρα πια όμως είναι αργά για φωτιές, το δασαρχείο δε θα δώσει άδεια. Η μόνη άλλη λύση είναι να μεταφερθούν περιμετρικά του περιβολιού και να αφεθούν να ξεραθούν. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη, τα κομμένα κλαδιά καταστρέφονται ή αφήνονται να ξεραθούν παρουσία των υγιών δέντρων. Δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει γιατί πρακτικά είναι πιο βολικό από το να μεταφέρεις τόσους τόνους κλαδιά σε άλλο μέρος ή αποτελεί μια ασύνειδη τελετουργία αποχαιρετισμού.

ΙV.

Τα μεσημέρια, μετά το φαγητό, περνάμε ένα μισάωρο γύρω από το τραπέζι. Συνήθως συζητάμε ασήμαντα πράγματα. Τι θα φάμε αύριο, πόσο θα κρατήσει η βροχή και πόσο έχει καθυστερήσει το κλάδεμα των ελιών, καμιά ψιλοκουβέντα για κάποιον γνωστό. Όλο αυτό πάντα εκτροχιάζεται όταν μιλάει η γιαγιά μου. Η γιαγιά μου έχει έναν αδιανόητο τρόπο να καταργεί, όταν μιλάει, τον αφηγηματικό χρόνο. Ίσως αυτό να είναι κάτι που συμβαίνει όταν ζεις 94 χρόνια: Τώρα, Τότε και Μετά έχουν σχεδόν αόρατες διαχωριστικές γραμμές. Η ίδια δεν καταβάλλει καμιά προσπάθεια να οργανώσει τον ειρμό της, να το κάνει να μοιάσει λογικό το πώς μια σημερινή πληροφορία από το μανάβικο συνδέεται με ένα συμβάν από τον εμφύλιο. Δεν παλεύει, θέλω να πω, για λογικές γέφυρες. “Άμα συνεχίσει έτσι, θα βγει ο Απρίλης κι ακόμα θα παλεύετε. Τώρα λέει θα βρέχει ως την Τρίτη. Στο άλλο περιβόλι δεν πήγατε ακόμα, ε;”. “Σε ποιο;”. ‘Στο μεγάλο, από εδώ πάνω”. “Όχι”. “Ε, δεν πειράζει, σάμπως σας βιάζει και κανείς; Με τα κουράγια και τους χρόνους σας θα τα τελειώσετε. Ή μήπως και θα ξεραθούν οι ελιές;” Λίγα δευτερόλεπτα μετά: «Σκέφτομαι να πάω καμιά φορά από εκεί πάνω να δω, η καρυδιά που με δέρνανε είναι ακόμα εκεί; Είχε δυο μεγάλα κλαριά, στο ένα με στήνανε και με δέρνανε. Γλιστρούσα εγώ, με ξαναστήνανε αυτοί. Άραγε ξεράθηκε ή είναι ακόμα χλωρή; Ποιος ξέρει. Και μας βάζανε και από πάνω να φωνάζουμε “Ζήτω ο Βασιλιάς” και όλο λέγανε “πιο δυνατά! πιο δυνατά”- σάματι και σου έμενε δύναμη από τις μαστιγιές να φωνάξεις. Δε βαριέσαι- δόξα τω θεώ, από εκείνους καλύτερη ζωή έκανα, και έζησα και ως τα τώρα. Αυτοί όλοι φύγανε σαν τα σκυλιά. Ούτε που τους θάψανε.” Λίγα δευτερόλεπτα μετά: “Τον Μανωλάκη ποιος ξέρει πού να τον πετάξανε.”

“Ποιος είναι ο Μανώλης;”. “Ένας από το χωριό, δεν τον ξέρεις, παλικαράκι φύλαγε σκοπιά πιο πάνω από εκεί που είναι τώρα το σπίτι του Κωσταντάκα. Κι άκουσε η μάνα μου τα ουρλιαχτά του και βγήκε να δει κι ένας από αυτούς που τον βασάνιζαν της φώναζε “μπες μέσα το σταυρό σου, φύγε την Παναγία σου” και της έβαζε την κάννη -με συγχωρείς- στον πισινό. Κι έτρεχε η μάνα μου κλαίγοντας και κρυβόταν στην αποθήκη μας. Και τι κατάλαβε; Μοναχός του πέθανε, ούτε τα παιδιά του δεν τον κοιτάξανε”.

V.

Το Πάσχα του 1987 ήμουν αγέννητη. Γεννήθηκα μια βδομάδα μετά. Εκείνη την Μεγάλη Εβδομάδα, μεταδόθηκαν από το Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ πέντε εκπομπές στις οποίες ο Νίκος Καρούζος διαβάζει ποιήματα του υπό τον τίτλο “Ιησούς και Ποιήματα”. Τη σειρά των εκπομπών έφερε φέτος στο φως το περιοδικό “Νέο Πλανόδιον” και είχα την ευκαιρία να τις ακούσω. (Ξανακούγοντάς τον βεβαιώθηκα πως αυτός, ο Σολωμός και ο Καβάφης τα έχουν πει όλα. Με αυτούς τους τρεις θα μπορούσε να ξανασυντεθεί όλη η Ποίηση από το μηδέν.) Στην εκπομπή της Μεγάλης Πέμπτης, ο Νίκος Καρούζος, μεταξύ άλλων, διαβάζει και το ποίημα του “Η Αντίκρουση του Χειμώνα”. Οι τελευταίοι  στίχοι του είναι οι εξής:

Ἐκεῖ μιὰ τέτοιαν ὥρα σὰν ὡραιότατος

ἐγέρθηκε καπνὸς ὁ Γελάσιος καὶ εἶπε:

«Τὸ μέλλον εἶναι μάτι

τὸ παρελθὸν ἀφτὶ

γιὰ τὸν ἁπλὸ χωριάτη

καὶ γιὰ τὸν ποιητή!

Τὸ μέλλον εἶναι κάτι,

μὰ ὄχι κάτι ποὺ νομίζουμε…»

Γεννιέσαι καὶ μπαίνεις μέσ’ στὸ αἴνιγμα

πεθαίνεις καὶ τ’ ἀφήνεις ἀνέπαφο.

Τί ἄλλο νὰ προσθέσω πιὰ στὴ δύναμη τοῦ ἔαρος;

Πλήρης ἀπὸ ἔλλειψη νοήματος

ὑπερέχω.

Τίπότ’ ἄλλο δὲν ἔχω νὰ ἐκπροσωπήσω

τὴ χαρά μου μονάχα καὶ μονάχα τὴ θλίψη μου

σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο ποὺ τὸν παγιδεύει θανάσιμα

ὄχι τὸ σκοτάδι κ’ ἡ μαυρίλα

μὰ τὸ βαθὺ χαντάκι τῆς προοπτικῆς…

Ὁ χρόνος εἶχε μόλις ἀνατείλει.

 

Θέλοντας να μάθω κάτι από το πώς η γιαγιά μου καταργεί τον αφηγηματικό χρόνο, θα αφήσω στην τύχη της την όποια σύνδεση αυτών των πέντε ειρμών.

Ηλέκτρα Ελληνικιώτη

Φωτογραφία εξωφύλλου: Έλλη Τσάτσου

Επιμέλεια: Μάνια Ζούση