Metamanias Θέατρο

«Με δύναμη…» την πίκρα της ματαιότητας

Τι προσδοκά ο θεατής από το νέο ανέβασμα ενός θεατρικού κειμένου, που παρ’ ότι δεν κουβαλάει πολλά χρόνια από την ημέρα της γραφής του, θεωρείται κλασικό; Αναζητεί τη διαχρονικότητα του κειμένου, πόσο αντέχει στο χρόνο, μέσα από όσα αναδεικνύει η παράσταση, συνήθως. Και βεβαίως αναζητεί τις πινελιές του σκηνοθέτη και τη συνολική γεύση της παράστασης. Μ’ αυτή την οπτική ήθελα πάρα πολύ να ξαναδώ το έργο των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά «Με δύναμη από την Κηφισιά», που φέτος σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ενα έργο που αγαπήθηκε από την πρώτη του παράσταση, το 1995, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων και σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Κι από τότε πολλοί σκηνοθέτες θέλουν να στοιχηματίσουν μαζί του.

Γιατί το έργο των Κεχαΐδη-Χαβιαρά δεν έχει το χιούμορ που εν πολλοίς κυριαρχεί στις πρώτες σκηνές του. Εχει χιούμορ, σουρεαλιστικό χιούμορ συχνά, έχει σαρκασμό, έχει αυτοσαρκασμό, και κυρίως έχει, καθώς προχωρά η εξέλιξή του, την πίκρα της ματαιότητας. Σχεδόν την απελπισία της στασιμότητας και της αδυναμίας. Κι ας λέει «Με δύναμη…». Και είναι, αναμφίβολα, ένα έργο απαιτητικό για τις ηθοποιούς που θα το ζωντανέψουν επί σκηνής.

Οι τέσσερις αστές που ζουν κάπου στην Κηφισιά, που πηγαίνουν να δουν κινηματογράφο στην «Μπομπονιέρα», που κατεβαίνουν για βόλτα στο Μοναστηράκι, πάνε ερωτικά, αληθινά ή φανταστικά, ραντεβού στην Υλίκη και περνούν χρόνο (η μία από αυτές) στο εξοχικό που βρίσκεται στο Βιβάρι, είναι αυτή τη φορά η Λυδία Φωτοπούλου, η Έμιλυ Κολιανδρή, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη και η Ευδοξία Ανδρουλιδάκη.

Μας υποδέχθηκε, δημιουργώντας την πρώτη ευχάριστη έκπληξη, το σκηνικό της Αρτεμις Φλέσσα: ένα σούπερ μοντέρνο και μίνιμαλ σαλόνι, της δεκαετίας του ’70, που μπορεί να παραπέμπει και σε σκηνικό διαφήμισης ή σίριαλ, που σίγουρα μπορείς να το βρεις σε σαλόνια της Κηφισιάς, της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου και άλλων πόλεων. Θα μπορούσε να είναι κι ένα σημερινό διαμέρισμα με διακόσμηση vintage αν δεν υπήρχε η κασέτα και το κασετόφωνο.  Το σκηνογραφικό στοιχείο του σήμερα το εντόπισα στον βοτσαλωτό «κήπο» με τα μπονζάι, όπου φιλοξενείται η βουλιμική καταφυγή στην… τούρτα (από τις πιο απολαυστικές της παράστασης).

Είναι το σπίτι της Αλέκας (Λυδία Φωτοπούλου), το οποίο φιλοξενεί όλη τη δράση του έργου. Εκεί μπαινοβγαίνουν οι φίλες της Φωτεινή (Έμιλυ Κολιανδρή)

και Μάρω (Γαλήνη Χατζηπασχάλη)

εκεί μένει, φυσικά, και η κόρη της Αλέκας, η Ηλέκτρα (Ευδοξία Ανδρουλιδάκη). Ολες απελπισμένες από έναν έρωτα που τις πιέζει, τις αγχώνει, τους δημουργεί πανικό και στρες κι από τον οποίο δύσκολα μπορούν να αποκολληθούν. Και όλες εντυπωσιακά ντυμένες, δέσμιες της εξωτερικής τους εμφάνισης και των αξεσουάρ που «πρέπει» να φορούν (ζηλευτά τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, υπηρέτησαν θαυμάσια την παράσταση). Και έχουν συμφωνήσει οι τρεις φίλες να πάνε ένα μακρινό ταξίδι, για να γυρίσουν σελίδα… Η νεαρή Ηλέκτρα παρακολουθεί τα πάντα, μετέχει κάποιες στιγμές υπονομευτικά, χάνεται στον κόσμο του θρίλερ που έχει στη φαντασία της και τρομάζει περισσότερο τις ήδη πανικόβλητες μεγαλύτερες γυναίκες.

Γύρω από την αγωνιώδη τους αναζήτηση για αυτοπεποίθηση, για ανατροπή της λαμπερής αλλά αδιέξοδης ρουτίνας τους κινείται το έργο (εκείνη η σκαλίτσα στο σκηνικό που χάσκει και δεν πηγαίνει πουθενά, όπως τα όνειρά τους και το απραγματοποίητο ταξίδι τους, ήταν από τα πιο εύστοχα στοιχεία του σκηνικού, άρρηκτα δεμένης με το έργο). Όλα αυτά είναι ζητούμενα για όλες, ασυνείδητα ζητούμενα, γι’ αυτό και μεγαλοποιούν τα μικροάγχη της καθημερινότητας, ζητούμενα που όμως μπλοκάρονται από τις φοβίες τους, τη σιγουριά τους, που τις αγχώνει και τις πιέζει και δεν τις γεμίζει εντέλει.

Ο Δημήτρης Καραντζάς ξεκίνησε σαρκάζοντας -με τρυφερότητα και άφθονο χιούμορ όμως. Άντλησε δάνεια από τηλεοπτικές κινήσεις και συμπεριφορές (βοηθούσε σ’ αυτό και το σκηνικό), μας τις έδειξε κατ’ αρχάς ως φάρσα και υπερβολή και σιγά-σιγά άρχισε να μας τις αποκαλύπτει. Να μας αποκαλύπτει, τις νευρώσεις που τις συνθλίβουν, τις αστειότητες των συγκρούσεών τους, τις εμμονές τους με την εξωτερική τους εικόνα.

Σκιαγράφησε εύστοχα τη μοναξιά τους, εντέλει, και τη διαρκή ανάγκη τους να σχεδιάζουν φυγές (όπως εκείνη η σκηνή της αδυσώπητης σιωπής του τέλους). Και όλα αυτά τα πέτυχε, βεβαίως, εμπιστευόμενος, και δικαίως, τη Λυδία Φωτοπούλου την Έμιλυ Κολιανδρή και τη Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Η παρουσία της Ηλέκτρας-Ευδοξίας Ανδρουλιδάκη ήταν κάπως βαριά, εκτός από τη σκηνή του τέλους. Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου υπογράμμισαν τις αιχμές του κειμένου.

Και ναι, η σκηνοθεσία ανέδειξε τη διαχρονικότητα του κειμένου• μας έκανε να νιώσουμε ότι οι φοβίες και οι ανασφάλειες αυτών των γυναικών αφορούν πολύ περισσότερες και περισσότερους και χθες και σήμερα. Και το κυριότερο δεν παρασύρθηκε από ευκολίες που καραδοκούν στο ανέβασμα ενός έργου που επιφανειακά μπορεί να φαίνεται απλό. Ασφαλώς, τα «εύκολα» και τα «απλά» είναι οι μεγαλύτερες παγίδες και το σίγουρο είναι ότι ο Δημήτρης Καραντζάς δεν πάτησε καμία μπανανόφλουδα σ’ ένα έργο που κουβαλάει μεγάλη μυθολογία και ήδη μεγάλη ιστορία.

Όλγα Σελλά

Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου