Metamanias Θέατρο

Οι Βάκχες που πατούν γερά και πετούν

Της Όλγας Σελλά

Είναι από τις πιο συναρπαστικές τραγωδίες του αρχαίου δράματος, κι από εκείνες που ο κάθε σκηνοθέτης ονειρεύεται να αναμετρηθεί. «Βάκχες» του Ευριπίδη. Η έλευση του θεού Διόνυσου στη Θήβα, για να επιβάλει τον τρόπο της λατρείας του, τη βακχεία, η σθεναρή και φανατισμένη άρνηση του βασιλιά της πόλης, του «θεομάχου» Πενθέα να δεχθεί το νέο και το διαφορετικό. Ακολουθεί η τιμωρία, η θεϊκή τιμωρία, και ο Πενθέας πεθαίνει με φρικτό τρόπο από τα χέρια της βακχευμένης μητέρας του, της Αγαύης.

Από την Τετάρτη 21 Μαρτίου και μέχρι την 1η Απριλίου, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, φιλοξενούνται οι «Βάκχες», με τη ματιά και την προσέγγιση του Άρη Μπινιάρη, ενός νεαρού αλλά ταλαντούχου σκηνοθέτη που αγαπάει τα κείμενα, τα αναδεικνύει και τα σέβεται, και έχει επιλέξει να τα ντύσει με μουσική που ο ίδιος γράφει κάθε φορά. Μουσική που συνομιλεί με τα κείμενα, με τον παλμό, την ουσία και τις αποχρώσεις του κάθε κειμένου.

Αυτό έκανε και στις «Βάκχες» του, έχοντας στη διάθεσή του μερικούς από τους καλύτερους σύγχρονους Έλληνες ηθοποιούς και προικισμένους συντελεστές.

Με όλο τον θίασο επί σκηνής (και τους μουσικούς, τον Βίκτωρα Κουλουμπή στο μπάσο και τον Πάνο Σαρδέλη στα τύμπανα), σκιασμένους, με τα περιγράμματά τους αρχικά, ξεκινάει η παράσταση. Κι όλοι αρχίζουν να λικνίζονται στο ρυθμό της μουσικής, της ηδονικής βακχείας και της σαγήνης, που ενυπάρχει διαρκώς και παντού. Αυτά τα σώματα φλερτάρουν, κατακτούν, επιβάλλονται, βακχεύονται, παραπέμποντας στη λατρεία του θεού, αλλά και στις διαχρονικές ηδονικές κινήσεις. Και μαζί  σκιαγραφούν την οργή, την άρνηση, την επιβολή, την εκδίκηση, την αποδοχή του τραγικού («τις ματωμένες ομιλίες ας τελειώσουμε…», ακούγεται στο τέλος). Και ο λόγος του Ευριπίδη (στη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά που διασκεύασαν ο Άρης Μπινιάρης και η Θεοδώρα Καπράλου) ακούγεται ατόφιος -είτε σκληρός, είτε ερωτικός, είτε ποιητικός- ακουμπώντας στη μουσική. Και παραπέμπει, ειδικά σ’ αυτή την τραγωδία, σε πολλά που παντοτινά κατατρύχουν τις κοινωνίες, εκείνες που εξακολουθούν να βλέπουν ως «μίασμα τον ξένο» (και το ξένο), εκείνους που πιστεύουν ότι «ο ξένος έχει μυαλό μικρότερο από το δικό μας», όπως πίστευε ο Πενθέας, που «πένθος είναι τ’ όνομά του»…

Είναι «ροκ όπερα» του Άρη Μπινιάρη; Μπορεί να μοιάζει εκ πρώτης όψεως αλλά είναι πολλά περισσότερα αυτή η παράσταση, αυτές οι «Βάκχες» από μια ροκ όπερα.

Είναι ένας ουσιαστικός, στέρεος όσο και σύγχρονος τρόπος να δούμε μιαν αρχαία τραγωδία• είναι η μουσική που συνομιλεί με τον λόγο και το ένα πυροδοτεί το άλλο• είναι η κίνηση (πάντα παρούσα στις παραστάσεις του Άρη Μπινιάρη, αυτή τη φορά την επιμελήθηκε η Αμάλια Μπένετ) που επίσης έχει ρόλο πρωταγωνιστικό.

Αυτές οι «Βάκχες» τα είχαν όλα αυτά, αλλά είχαν κι άλλα: είχαν σπουδαίες ερμηνείες, που συνδύαζαν το ατομικό με το ομαδικό σε όλη τη διάρκεια της παράστασης (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αννα Καλαϊτζίδου, Εύη Σαουλίδου, Αμάλια Μπένετ, Ονησίφορος Ονησιφόρου, Κωνσταντίνο Σεβδαλή, Χάρη Χαραλάμπους και Αρη Μπινιάρη). Είχαν, στους δύο βασικούς ρόλους, τον Χρήστο Λούλη στο ρόλο ενός καθηλωτικού οργισμένου, ισχυρού όσο και ερωτικού  Διονύσου (όψεις που εκφράζει   με μοναδικό τρόπο με το σώμα και τη φωνή του ο Χρήστος Λούλης) και τον Γιώργο Γάλλο στον ρόλο του εμμονικού, στενόμυαλού, καχύποπτου και αρνητικού βασιλιά, που υποτάσσεται, εξευτελίζεται και τέλος πεθαίνει με τον πιο σκληρό τρόπο. Είχαν τη σπαρακτική σκηνή της σαλεμένης Αγαύης (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) να κρατάει στα χέρια του κεφάλι του παιδιού της, που εκείνη είχε κατασπαράξει και τον γέροντα Κάδμο (Αρης Μπινιάρης), να ψελλίζει παραιτημένος μπροστά στη φρίκη: «Ποιανού το κεφάλι κρατάς;». Είχε δουλεμένες πολλές από τις βασικές παραμέτρους μιας παράστασης: την κίνηση (Αμάλια Μπένετ), τους φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλος), και, τελευταία αλλά όχι έσχατη, τη δραματουργική επεξεργασία (Θεοδώρα Καπράλου), που κατάφερε να μεταφέρει και να μεταδώσει όλο το διακύβευμα του Ευριπίδη, μ’ έναν τρόπο compact, αλλά διόλου ελλειπτικό. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο Πάρης Μέξης. Και αν το πρώτο σκέλος (τα σκηνικά) λειτούργησε στο όλον, τα κοστούμια είχαν κάτι ατσαλάκωτο που «κλώτσαγε» σε μια διαδικασία ίμερου, πάλης, σύγκρουσης και έκστασης (καταστάσεις που προφανώς δεν είναι όλα ατσαλάκωτα πάνω σου).

Επί 67 λεπτά είδαμε κάτι μαγικό και πλήρες, κάτι σύγχρονο και εμπνευσμένο, κάτι που πατούσε σε στέρεες βάσεις, και πετούσε στο καινούργιο. Απολαύσαμε με όλες τις αισθήσεις του θεατή μια παράσταση που έτερψε τα αυτιά, το νου, τα συναισθήματα. Τι άλλο;