Metamanias Θέατρο

Οι μεγάλες ..μινιατούρες της μνήμης χωρούν σε κουκλόσπιτα και ανάκτορα

Μπορεί η σεζόν τώρα να ξεκινάει, αλλά ήδη υπάρχει η μία από τις παραστάσεις που θα κρατήσουμε οπωσδήποτε στη μνήμη μας για τα φετινά θεάματα. Και αυτή είναι η παράσταση του τρομερού Καναδου Robert Lepage «8 8 7», που δεν παραπέμπει παρά στον αριθμό της πολυκατοικίας όπου  έμενε μικρός στο Κεμπέκ του Καναδά, και στις μνήμες που σιγά σιγά ανασύρει στη διάρκεια της δίωρης παράστασής του. Και δεν είχα φανταστεί ποτέ έναν δίωρο μονόλογο που δεν θα νιώσεις ούτε για ένα λεπτό ότι βαριέσαι, ότι κάνει κοιλιά, ότι «θα μπορούσε να το μαζέψει λίγο». Δύο ώρες, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, στη διάρκεια των οποίων πέρασε η προσωπική ανθολογία της μνήμης του (των προσώπων, των στιγμών, των συμπεριφορών, των τόπων, των δρόμων, των κειμένων που τον καθόρισαν). Ολα αυτά που στη μνήμη του Λεπάζ (και στις μνήμες του καθενός μας), είναι χωμένα και ανακατεμένα και κάποια αφορμή τα ξεκλειδώνει, τα ανασύρει, τα ζωντανεύει. Κάπως έτσι κινήθηκε ο Λεπάζ σ’ αυτή την παράσταση, έχοντας για μοναδικούς και σπουδαίους βοηθούς το σκηνικό του (σ’ έναν περιστρεφόμενο κύβο οι σκηνές του παρελθόντος ήταν σαν μεγάλες μινιατούρες (!) και ο σημερινός του χώρος σε κανονικές διαστάσεις. Κι εκείνες οι μινιατούρες (σαν μοντελισμός, ναι), με τη συμβολή και της νέας τεχνολογίας και του παλιού παιχνιδιού, ζωντάνευαν τα πρόσωπα, τις κινήσεις, τις μνήμες.

Και τι δεν έθιξε σ’ αυτή τη δίωρη παράσταση ο Λεπάζ! Το πώς υποχωρεί η μνήμη, καθώς εξαρτόμαστε ολοένα και περισσότερα από τις συσκευές, τα κουμπιά και τις εφαρμογές των ηλεκτρονικών μας συσκευών• τις οικογενειακές σχέσεις και τις μικρές λεπτομέρειες που έρχονται στη μνήμη και μας βοηθούν να «γνωρίσουμε» πολλά χρόνια μετά, τα μέλη της οικογένειάς μας ενδεχομένως• τον τρόπο που η ενηλικίωσή μας και οι εμπειρίες μας μάς κάνουν να δούμε αλλιώς τα πρόσωπα του παιδικού μας σύμπαντος• τους τόπους που έχουν εγγραφεί στη μνήμη μας και συνδέονται με τα παιδικά μας χρόνια• τις ιστορικές στιγμές που σαν παιδιά όλοι αλλιώς «διαβάζαμε» κι αλλιώς συμμετείχαμε σ’ αυτές. Ετσι κι αλλιώς όλοι σαν ενήλικοι προσεγγίζουμε και πάλι τις μνήμες του παρελθόντος μας.

Το νήμα που συνέδεε αυτή την παράσταση -μ’ αυτό το εύρημα ξεκινούσε, μ’ αυτό τελείωνε- ήταν ένα ποίημα της Μισέλ Λαλόντ, με τίτλο «Speak White» («Μιλήστε σαν λευκοί» γραμμένο το 1968, τα χρόνια της Ησυχης Επανάστασης, όπως ονομάστηκε, και του αυτονομιστικού κινήματος των Γαλλόφωνων του Καναδά. Κι αυτό το ποίημα, που προσπαθεί ο ενήλικος Λεπάζ να αποστηθίσει για να το απαγγείλει σε  μιαν εκδήλωση, γίνεται η αφορμή να ανασυρθούν ένα σωρό πράγματα. Ακόμα και όσα συνδέονται με τις στιγμές της ιστορίας, τον τρόπο που τις έβλεπε και τις ένιωθε τότε, τον τρόπο που τις θυμάται τώρα, τον πώς έχουν αυτές χαράξει τον ψυχισμό του. Μ’ άλλα λόγια, ο τρόπος που μετέχει ο καθένας στις στιγμές της ιστορίας που αξιώνεται να ζήσει «εδώ, τώρα και μετά».

Και όλα αυτά με θεατρικότητα και μια φυσικότητα (ταυτοχρόνως) που έμοιαζε σαν να μιλάει στον καθένα ξεχωριστά. Κι επειδή «μιλούσε» στον καθένα ξεχωριστά, είμαι απολύτως βέβαιη ότι ο καθένας μας ξεχωριστά, στην πλατεία, ανέσυρε δικές του στιγμές, με αφορμή τις σελίδες μνήμης, τις δικές του, που ξεφύλλιζε από σκηνής ο Λεπάζ.

Ναι, ήταν μια παράσταση τεχνικά και αισθητικά άρτια, με χιούμορ, με συγκίνηση, με αμεσότητα, παρότι πολύ δύσκολη (δεν είναι τυχαίο που έβγαλε στην υπόκλιση τους τεχνικούς, οι οποίοι καταχειροκροτήθηκαν) και ταυτοχρόνως ήταν σαν μια διαφορετική διάλεξη στα «ανάκτορα της μνήμης» του καθενός μας. Πρώτα της δικής του.

Τα φύλλα σφένδαμου, που έπεφταν σαν αραιή βροχή προς το τέλος της παράστασης (το φύλλο σφένδαμου αποτυπώνεται στη σημαία του Καναδά), το υπογράμμιζαν θεατρικά, τρυφερά, συγκινητικά.

Όλγα Σελλά