Metamanias Θέατρο Το ημερολόγιο του φεστιβάλ

Η «Ηλέκτρα» της ασπρόμαυρης ισορροπίας

Ήταν, τουλάχιστον για τον χώρο του θεάτρου, η πιο αναμενόμενη φετινή επιδαύρια παράσταση, η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, του Εθνικού Θεάτρου και του Θάνου Παπακωνσταντίνου, στηv πρώτη του εμφάνιση στο αργολικό θέατρο. Όσοι έχουν παρακολουθήσει τη διαδρομή του Θάνου Παπακωνσταντίνου, την αφοσίωσή του στην εικαστική όψη των παραστάσεών του, ανέμεναν με πολύ ενδιαφέρον και εξίσου μεγάλη προσδοκία την «Ηλέκτρα» του. Προφανώς την περίμενε και το κοινό, γιατί ήταν η Παρασκευή με τον περισσότερο κόσμο μέχρι σήμερα (περίπου 6 χιλιάδες, 18 χιλιάδες έδωσε και για τις δύο μέρες το Εθνικό, αλλά ασφαλώς είναι υπερβολικό).

Στην ορχήστρα της Επιδαύρου μας περίμενε ένα πάλευκο σκηνικό (Νίκη Ψυχογιού, που υπέγραψε και τα κοστούμια), κάτι που παρέπεμπε σε μάρμαρο, κάτι που συνομιλούσε με την ψυχρότητα του θανάτου και του παγωμένου ψυχισμού. Από την πύλη του ανακτόρου του οίκου των Ατρειδών (μια κυκλική πύλη, εντυπωσιακή χωρίς άλλο, που όμως εμπόδιζε λίγο τον ορίζοντα πίσω από την ορχήστρα) άρχισε να φτάνει ο θίασος. Ο παιδαγωγός πρώτα (Νίκος Χατζόπουλος, στα ολόμαυρα, εύστοχος, παιγνιώδης και σαρκαστικός, καθοδηγώντας με σοφία και πυγμή τον Ορέστη που μεγάλωσε) και ο χορός των γυναικών στα κατάλευκα, στο χρώμα της αθωότητας και της συμφιλίωσης. Δύο νέοι άνθρωποι καταφθάνουν μαζί τους. Ένας αλυσοδεμένος Ορέστης (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), αλυσοδεμένος από το βάρος της ευθύνης που τον κατατρύχει, από την ασφυξία του εγκλωβισμού, «δούλος» της μοίρας του, οδηγείται δεμένος σαν υποζύγιο από τον πιστό του φίλο, τον Πυλάδη (Μάριος Παναγιώτου). Ο Ορέστης στέκεται σε ένα σημείο της ορχήστρας, ο παιδαγωγός δίνει τις εντολές για το τι πρέπει να γίνει ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της θανάτωσης της συζυγοκτόνου Κλυταιμνήστρας και του συναυτουργού Αίγισθου -«ακονίστε την πράξη», λέει (μετάφραση, πάντα γοητευτική, Γιώργος Χειμωνάς). Το άσπρο και το μαύρο κυριαρχούν μέχρι εκείνη τη στιγμή ώσπου ο Πυλάδης αρχίζει, με πολύ αργό ρυθμό, να κάνει τον γύρο της ορχήστρας και να σκορπάει σπονδές από το κουτί που κρατάει στα χέρια του. Και το κόκκινο μπαίνει στην παλέτα της Νίκης Ψυχογιού.

Είναι η στιγμή που βγαίνει η Ηλέκτρα (Αλεξία Καλτσίκη) από το παλάτι. Αρχοντοπούλα και δούλα, φυλακισμένη και ελεύθερη μαζί, απελπισμένη και δυναμική, σοφή και παρορμητική, γοερή και αγέρωχη, όλα αυτά μαζί τα μετέφερε η Αλεξία Καλτσίκη με ακρίβεια, με εναλλαγές, με σπαραγμό, με ταλέντο και βάθος. Και από το δικό της τετράγωνο κουτί, τη μοίρα της, το βάρος της κληρονομιάς που κουβαλούσε, άρχισε να λερώνεται με κάτι σαν λάσπη, σαν να ενδυόταν τις πληγές και τις κατάρες της γενιάς.

Κι έρχεται κι η αδελφή της Ηλέκτρας, η Χρυσόθεμις, (Ελένη Μολέσκη, από τις σκηνές που έβγαλαν συγκίνηση) διαφορετικά ντυμένη, συμβιβασμένη, ενταγμένη στους εκ δεξιών του παλατιού (το ενδυματολογικό είναι το πρώτο που το μαρτυρά) και αρχίζει ένας διάλογος συνείδησης, στάσης ζωής, επιλογών -που πολύ θυμίζει εκείνον της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Είναι οι δύο διαφορετικές συμπεριφορές των ανθρώπων, εκείνων που συμβιβάζονται και πάνε με το ρεύμα και εκείνων που δίνουν γροθιά στο μαχαίρι.

Και μαζί με τον θρήνο της Ηλέκτρας, που ζει και διαχωρίζεται μέσω του θρήνου, εμφανίζονται και οι ισχυροί, αυτοί που επιβάλλουν και επιβάλλονται, αυτοί που καθορίζουν τις τύχες και τα ήθη των ανθρώπων. Η Κλυταιμνήστρα (Μαρία Ναυπλιώτου), μ’ ένα κοστούμι εξαιρετικά εύστοχο, (έτσι κι αλλιώς, όλα τα σκηνικά αντικείμενα, όλες οι εικόνες και οι όψεις της παράστασης, είχαν το δικό τους μερίδιο στην εξέλιξη του μύθου), που δήλωνε την έπαρση και τη φαυλότητα, βάζει τη δική της νότα: της απολυτότητας, της αναλγησίας, της εμπάθειας, της ερημιάς, τελικά. Και είναι η σκηνή που η Κλυταιμνήστρα αποχωρεί προς το εσωτερικό του παλατιού, μ’ εκείνη τη μακριά ουρά του φορέματος, μ’ εκείνη την αγέρωχη στάση, από τις καλύτερες της παράστασης. Δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για τη σκηνή του Αίγισθου (Χρήστος Λούλης), που έχει τον τελευταίο, αλλά σημαντικό (όσο και άχαρο) ρόλο στην εξέλιξη του πάθους και του δράματος. Ισως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που είδα μη ενταγμένο σε μια παράσταση τον Χρήστο Λούλη. Κι επειδή γνωρίζω ότι ο εξαιρετικός Χρήστος Λούλης είναι ένας ηθοποιός-εργαλείο, που προσαρμόζεται στις επιλογές των σκηνοθετών, στ’ αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς έφταιξε σ’ αυτή τη μη τετελεσμένη σκηνή. Το ίδιο θα πω και για τη συγκλονιστική σκηνή της αναγνώρισης της Ηλέκτρας και του Ορέστη, που δεν έβγαλε τη συγκίνηση, το θρίλερ και την ένταση που θα περίμενε κανείς, κι αυτό ασφαλώς το χρεώνω στον σκηνοθέτη. Λίγο πριν το τέλος, το άσπιλο λευκό του χορού λερώνεται επίσης από λάσπες, τις τύψεις και τις αμφιβολίες. Και είναι οι Ερινύες, οι μαύρες και διαρκείς, που παίρνουν τη θέση τους, πολύ γρήγορα στη θέση της ικανοποίησης, της όποιας ικανοποίησης από την εκδίκηση.

Πώς ήταν τελικά η «Ηλέκτρα» και η πρώτη παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου στην Επίδαυρο; Ήταν μια καλοσχεδιασμένη δουλειά, χωρίς τίποτα τυχαίο (εύστοχη  απολύτως η μουσική του Δημήτρη Σκύλλα, που συνομιλούσε κατ’ ευθείαν με το σύμπαν και το σκεπτικό του σκηνοθέτη, όπως και τα σκηνικά και τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού), ήταν όμως άνιση και σε κάποια σημεία ήταν σαν να βαδίζει αβέβαια. Θέλω να πω το εξής: ήταν σαν ο Θάνος Παπακωνσταντίνου να πάτησε σε δύο βάρκες, σαν να προσπάθησε τη χρυσή ισορροπία. Το έκανε με ικανότητα, ομολογώ, αλλά οι βάρκες ήταν δύο, χωρίς αυτό να μειώνει το τελικό αποτέλεσμα που δεν διέψευδε, απλώς κάτι στερούσε. Σε όλους. Γιατί οι άνθρωποι του θεάτρου ήθελαν και περίμεναν κάτι πιο προχωρημένο από τον ταυτισμένο με τον χώρο των εικαστικών σκηνοθέτη, το δε ευρύτερο κοινό «άκουσε» απολύτως μια συγκλονιστική ιστορία (και τραγωδία) ίσως, όμως, ξενίστηκε από την όψη της και τις υπαινικτικές-εικαστικές σκηνές της. Το δέος της Επιδαύρου και η προσωπική διαδρομή, σε μιαν αέναη πάλη. Υπήρχαν αβλεψίες, ασφαλώς, όπως η επιλογή και η υποκριτική βαρύτητα του Πυλάδη  (ενός πολύ ειδικού και ιδιαίτερου ρόλου, παρότι βωβού, αλλά αυτό δεν φάνηκε)• υπήρχε η διαρκής εφηβεία του Ορέστη (επίσης παραπάνω άχρωμη η παρουσία του Αλέξανδρου Μαυρόπουλου στην παράσταση) που δεν έδειξε ευκρινώς την ενηλικίωσή του• υπήρχε μια παραπάνω αφοσίωση σ’ έναν ρυθμό που δεν χρειαζόταν να είναι πάντα τόσο αργός…

Αλλά οπωσδήποτε, η παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου ήταν μια πλήρης πρόταση, που σεβάστηκε και τη δική του αισθητική και τις απόψεις του και την τραγωδία που κλήθηκε να παρουσιάσει. Ήταν σίγουρα μια πολύ επιτυχημένη πρώτη κατάβαση του σκηνοθέτη στην Επίδαυρο, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις. Οι οποίες θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε κάποιες ελλείψεις σκηνοθετικής καθοδήγησης, σε κάποιες διαφορετικές αναγνώσεις (αλλά αυτό ποτέ δεν είναι ενιαία άποψη) και στον ρυθμό της οπωσδήποτε. Κάποιοι μίλησαν και για το αποστασιοποιημένο της παράστασης. Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου επέλεξε  να αφηγηθεί τον ζόφο και τη φρικτή μοίρα της Ηλέκτρας, του Ορέστη και του οίκου των Ατρειδών σαν παραμύθι με ήρωες, αντιήρωες και αλλούτερα πλάσματα. Και η ιστορία έφτασε ατόφια στο κοίλον. Το οποίο επαίνεσε τους συντελεστές και τις δύο βραδιές.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή