Θέατρο

Η έπαρση και η αλαζονεία είναι η παθογένεια του θεάτρου

«Αποφάσισα να γίνω ενορχηστρωτής των έργων που αγαπώ», ομολογεί στο artplay.gr ο Τάσος Πυργιέρης, ένας καλός και πετυχημένος ηθοποιός, που τα τελευταία χρόνια επιδίδεται εξίσου με επιτυχία στη θεατρική σκηνοθεσία.

«Με ενδιαφέρει ένα θέατρο υγιές και φωτεινό. Αυτή είναι και η πίστη μου για την τέχνη του αγαπώ», αποκαλύπτει χωρίς περιστροφές. «Ένα θέατρο που κάνει καλό στην ψυχή, στην καρδιά και το μυαλό. Ένα θέατρο που προβληματίζει μέσα από την υγιή του ματιά. Για αυτό και δεν επιλέγω έργα με νοσηρή ραχοκοκαλιά», επισημαίνει με αφορμή την πρεμιέρα του «Blink», του Φιλ Πόρτερ, που σκηνοθετεί εκ νέου και παρουσιάζεται σε μετάφραση Χριστίνας Παγκουρέλη, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στον Κάτω Χώρο του Θέατρου του Νέου Κόσμου με τους Παναγιώτα Βιτετζάκη και Θάνο Λέκκα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Την ίδια ώρα βρίσκεται σε προετοιμασίες με το τελευταίο έργο του Ζωρζ Φεντώ «Η Λεονί βιάζεται» ή «Το όμορφο κακό», μια αστική κωμωδία σαλονιού που θα παρουσιαστεί σε νέα μετάφραση του Γιάννη Θηβαίου στον κήπο του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.

Αυτοδημιούργητος, γνώστης και λάτρης της μαστορικής του θεάτρου και των ανθρώπων του, που δεν λησμονά να δείχνει πόσο τους αγαπά, τους σέβεται και τους τιμά,  ο Πυργιέρης ξεχώρισε στις λιγοστές έως τώρα, αλλά εύστοχες σκηνοθεσίες του για την πίστη κάθε φορά στο έργο και τον συγγραφέα του, την λεπτομερή και εις βάθος επεξεργασία, τη χαρά της δημιουργίας και της συνεπούς συνεργασίας.

Η πετυχημένη του διαδρομή στην υποκριτική, έχει ήδη μετεξελιχθεί σε μια σοβαρή, παιγνιώδη και πηγαία σκηνοθετική πορεία που ξεχωρίζει για την αγάπη στον ηθοποιό και τη γνώση του θεάτρου και της μαστορικής του.

Στην ερώτηση ποια ανάγκη τον έσπρωξε στη σκηνοθεσία, δε διστάζει να απαντήσει πως δεν ήταν ευχαριστημένος και κυρίως χαρούμενος από τη συμμετοχή του σε αρκετές παραστάσεις και το καλλιτεχνικό τους αποτέλεσμα. «Τη διαδικασία, τα έργα, την αισθητική, την έκθεση του ρόλου, ακόμα και τις ικανότητές μου, αλλά και την βοήθεια και την προσπάθεια που κατέβαλλαν ή όχι κάποιοι εκ των σκηνοθετών.

Είχα πάντα τον προβληματισμό εάν είμαι ικανός, ή λιγότερο ικανός ή ακόμα και ευχαριστημένος από αυτό που κάνω. Έτσι μεγαλώνοντας είπα να προχωρήσω».

Όταν αποφάσισε να αφήσει για λίγο την σκηνή για την πλατεία ή καλύτερα την καρέκλα του σκηνοθέτη, στην πρώτη του σκηνοθεσία κράτησε ταυτόχρονα και τον πρώτο ρόλο, κάτι που γρήγορα κατάλαβε ότι είναι αδιέξοδο και λάθος. «Δε γίνεται να παίζεις και να σκηνοθετείς ταυτόχρονα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο», παραδέχεται. «Αποφάσισα να πάψω να είμαι μόνο ένα εκτελεστικό όργανο και να κάνω τις παραστάσεις που αγαπώ, με τη δική μου αισθητική. Να είμαι αυτός που τις ενορχηστρώνει και παίρνω τις αποφάσεις και την ευθύνη».

Στις παραστάσεις του είναι εμφανής η αγάπη του στον ηθοποιό. «Ο σκηνοθέτης που είναι ηθοποιός και έχει αποποιηθεί το ίδιο του το επάγγελμα, δεν μπορεί να βλέπει  ανταγωνιστικά τους ίδιους του τους ομότεχνους», υπογραμμίζει.

Δεν συνηθίζει να σκηνοθετεί και να παίζει, όπως συχνά παρατηρείται. «Εάν παραμένεις μόνο σκηνοθέτης έχεις άλλη εικόνα της παράστασης, άλλη διαχείριση και κυρίως χρόνο να δουλέψεις. Κάτι που δεν ισχύει εάν παίζεις ταυτόχρονα. Και ούτε μπορείς να ζητήσεις από τους ηθοποιούς σου να σου πουν τη γνώμη τους για τη σκηνοθεσία γιατί μπορεί να είναι είτε λανθασμένη είτε μη πραγματική. Για να μη γίνουν δυσάρεστοι».

Ο Πυργιέρης έχει πίστη και εμμονή στα κείμενα. Είναι καλός γνώστης αλλά και λάτρης τόσο των κλασσικών έργων, όσο και των νέων συγγραφέων.

«Τα έργα τα σέβομαι. Οφείλεις όταν παίρνεις ένα κείμενο να σέβεσαι τον συγγραφέα, την εποχή και τον τρόπο που έχει προϋπάρξει το έργο στο ανέβασμά του. Ποιος το έχει ανεβάσει, που, πότε γράφτηκε, σε ποια συνθήκη και σε ποια χρονική περίοδο, με ποια αφορμή. Έχω ένα επιτελείο συνεργατών και είμαι πολύ τυχερός καθώς δεν μπορώ να τα γνωρίζω όλα. Άλλωστε είμαι εδώ για να μάθω, ακούω γνώμες ειδικών, συμβουλεύομαι και παρακολουθώ τις διεθνείς και εγχώριες τάσεις. Βλέπω ανελλιπώς παραστάσεις για να είμαι ενήμερος και να έχω σφαιρική εικόνα.

Στις παραστάσεις μου θέλω να λέω μια ιστορία απλή και κατανοητή και πάνω σε αυτήν επιχειρώ να χτίσω το σκηνοθετικό σύμπαν με προεξάρχοντες πάντα τους χαρακτήρες. Με επιμονή και δίνοντας σημασία στον ειρμό και τη ροή. Δουλεύω το λόγο, λέξη λέξη, να ακουστούν τα νοήματα, να κατανοούν οι ηθοποιοί αυτά που λένε. Αυτό είναι που ξεχωρίζει μια παράσταση. Επίσης η ακρίβεια της επανάληψης και η λεπτομέρεια είναι από τα πολύ βασικά χαρακτηριστικά.

Σήμερα έχουμε περάσει σε νέα μορφή σκηνοθετών, ο  σκηνοθέτης πρέπει να είναι project manager , να έχει τη συνολική ευθύνη αλλά και την εικόνα, από το πώς θα είναι το flyer , το σκηνικό, το κοστούμι, το τρέιλερ , η μουσική, τα φώτα, κάθε φορά μέσα από τους συνεργάτες που εμπιστεύεται».

Όταν τον ρωτάμε ποιος είναι ο τρόπος κάποιος να ξεχωρίσει, έχει άμεσα την απάντηση: «Όταν δεν είναι δήθεν»!

Κι όταν έρχεται η ώρα της σύγκρισης του θεάτρου με το σινεμά, απαντά χωρίς περιστροφές: «Νομίζω ότι το σινεμά έχει εξελιχθεί, έχει περάσει σε άλλες φόρμες. Το θέατρο στην Ελλάδα νομίζω ότι ακόμα φλερτάρει με το μεταμοντέρνο. Δυστυχώς. Ακόμα και εκείνοι με τους οποίους εγώ μεγάλωσα, σαν να  έχουν ξεχάσει ότι το θέατρο έχει προχωρήσει και έχει περάσει σε μια άλλη ανάγνωση.

Πιστεύω ότι είναι η εποχή που ξαναγυρίζουμε στην κλασσική φόρμα του θεάτρου , να μιλάνε οι ηθοποιοί και να ακούμε την ιστορία. Πάνω σε αυτό χτίζουμε τη χορογραφία και το εικαστικό σύμπαν που θέλουμε κάθε φορά. Πρώτα δομείς και μετά αποδομείς. Δεν μπορείς να πάρεις κάτι αποδομημένο και να το κάνεις κλασσικό.

Ως κριτής σπουδαστών και τελειοφοίτων δραματικών σχολών, παρατήρησα στις εξετάσεις που παρακολουθώ, ότι οι δραματικές επιλέγουν ως επί το πλείστον να κάνουν φόρμα. Τη φόρμα τη λατρεύω, αλλά πρέπει να την κάνεις όταν έχεις καταλάβει το ρεαλιστικό θέατρο. Και αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα των σχολών. Και γενικότερα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Είναι μεγάλο έλλειμμα το ότι δεν υπάρχει ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, μια Ακαδημία Τεχνών, για το οποίο όλοι συζητούν, αλλά ποτέ κανείς δεν  αγγίζει την υλοποίησή της καθώς κάθε κυβέρνηση και υπουργός πολιτισμού φοβάται το πολιτικό κόστος. Να μην κλείσουν οι ιδιωτικές δραματικές σχολές, να συντηρείται ένα ολόκληρο σύστημα και καθεστώς, ενώ η ακαδημαϊκή κοινότητα είναι αυτή που αντιδρά έντονα και υπόγεια. Δεν είμαι σίγουρος εάν οι πανεπιστημιακοί σκέφτονται και βοηθούν προς το καλό της τέχνης του θεάτρου. Έχω ενστάσεις με τους θεωρητικούς. Γιατί το θέατρο δεν είναι θεωρία. Είναι πράξη».

Όταν φτάνει η στιγμή στην παθογένεια του θεάτρου σήμερα, ο Τ. Πυργιέρης απαντά εξίσου άμεσα: «Η έπαρση και η αλαζονεία. Κάποιοι περνούν τον εαυτό τους περισσότερο έξυπνο από ό,τι πραγματικά είναι. Κι αυτό είναι ασύλληπτο. Και  το συναντάω συχνά. Ακόμα και σε ανθρώπους που αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης».

Σκηνοθέτης από κούνια

Ο Τάσος Πυργιέρης μεγάλωσε «σε μια οικογένεια με πάρα πολύ αγάπη για τον συνάνθρωπο και φροντίδα για τον πλησίον, τόση που ξεπερνούσε πολλές φορές και τη φροντίδα για τα ίδια τους τα παιδιά, τα τρία αγόρια», όπως αποκαλύπτει.

«Άνθρωποι αυστηροί, ελεήμονες και ηθικοί. Η ευχή που μας έδωσαν ήταν να είστε δίκαιοι, να μην αδικήσετε ποτέ κανέναν, να είστε καλοί και χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία.

Μεγάλωσα με πολύ και μεγάλη αγάπη, είχα τη στήριξη και τη φροντίδα των γονιών μου στις σπουδές, στη ζωή μου και στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Δεν στερήθηκα τίποτα. Υπήρξαν άνθρωποι ανεκτικοί στο διαφορετικό και αποδέχθηκαν την υποκριτική καθώς ήταν κάτι απόλυτα κατασταλαγμένο και δυνατό μέσα μου»

Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Περιστέρι , όπου ο παππούς του είχε καφενείο στην πλατεία της πόλης, δίπλα στο σινεμά «Φοίβος», εκεί όπου μεταξύ άλλων σύχναζε η Σωτηρία Μπέλλου, αγαπημένη του μπαμπά Πυργιέρη, που έλεγε συχνά  ιστορίες για τη μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια.

Το θέατρο και οι παραστάσεις αποτελούσαν κυρίαρχη ψυχαγωγία της οικογένειας. «Ήταν μια αγαπημένη συνήθεια», λέει. Ο ίδιος από μικρός στο σχολείο διοργάνωνε εκδηλώσεις, παραστάσεις και σκετς, με πρώτη σκηνοθετική απόπειρα να έρχεται στην έκτη δημοτικού με το έργο «Ο Τζίτζικας και ο Μέρμηγκας» όπου έπαιξε και τον έναν από τους δυο ρόλους, παράσταση όπου είχε επίσης κάνει και τα κοστούμια. «Θυμάμαι πως ήταν μια δική μου ευρεσιτεχνία, με γκοφρέ χαρτί. Ήταν στο 6ο Δημοτικό Σχολείο Περιστερίου».

Πριν ακόμη αποφοιτήσει από το Θέατρο Τέχνης, δούλευε ήδη από τα 19 του χρόνια στα διαφημιστικά του Λουμίδη με αποτέλεσμα από πολύ νωρίς να είναι οικονομικά ανεξάρτητος.

Θυμάται με αγάπη και νοσταλγία τους δασκάλους και συμφοιτητές της Σχολής. «Ιδιαίτερα αγαπημένος υπήρξε ο Δημήτρης Οικονόμου, του οφείλω πολλά , μας ξεκλείδωσε πολλά στην υποκριτική τέχνη που δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε καν ότι υπάρχουν. Οι σπουδές σίγουρα βοηθούν, αλλά αν κάποιος δεν σε εμπνεύσει και δεν σου δείξει ένα διαφορετικό δρόμο, δεν μπορείς να προσεγγίσεις αυτήν την δουλειά», καταλήγει.

Μάνια Ζούση