Metamanias Θέατρο

Η Αντιγόνη γλίστρησε στο χιόνι

Πηγαίνω πάντα με υψηλές προσδοκίες στις παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου, που τα τελευταία χρόνια υπογράφει και τα κείμενα στις παραστάσεις που παρουσιάζει. Με προσδοκίες για το προκλητικό και πανέξυπνο χιούμορ της, για τον τρόπο που σκάβει και αποκαλύπτει όσα δεν φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού στις συμπεριφορές των ανθρώπων και της κοινωνίας, για όσα κρύβονται κάτω από διάφορα χαλιά και ωραιοποιούνται ή απλώς τα προσπερνούμε.

Αυτή τη φορά μας καλούσε να δούμε κάτι διαφορετικό στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, όπου την είχαμε απολαύσει πριν από μερικά χρόνια. Γιατί στην παράσταση «Αντιγόνη – Lonely Planet» επιχειρεί να συνομιλήσει με μια αρχαία τραγωδία, με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή συγκεκριμένα, με τον δικό της τρόπο φυσικά. «Το έργο προσπαθεί να μιλήσει για την αρχαία τραγωδία, και συγκεκριμένα για τον μύθο της Αντιγόνης, όπως στις τηλεοράσεις που όλοι μιλάνε για όλα, όλοι έχουν άποψη για όλα, όλοι είναι επηρμένοι, άσχετοι, τραγικοί και μόνοι», σημειώνει η ίδια στο πρόγραμμα.

Έτσι, στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, έχει στηθεί το περιβάλλον ενός συνεδρίου, για την «Αντιγόνη» φυσικά. Με τα baner, με το τραπέζι του πάνελ, με το βήμα του ομιλητή, με τη γιγαντοοθόνη για την προβολή βίντεο στο βάθος. Εκεί, στη γιγαντοοθόνη, μέχρι να ξεκινήσει η παράσταση, βλέπουμε σκηνές από διάφορες παραστάσεις «Αντιγόνης» στην Επίδαυρο: με την Ειρήνη Παππά, με τη Λυδία Κονιόρδου, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. «Διοργανωτής» του συνεδρίου, όπως αναγράφεται στα baner, είναι η Στέγη, και οι εργασίες του θα διαρκέσουν όσο… διαρκεί και η παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου, που πρωτοπαρουσιάστηκε πέρυσι τέτοια εποχή, στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο εκδηλώσεων του εκεί Ιδρύματος Ωνάση, με θέμα την «Αντιγόνη».

Και από την πρώτη σκηνή αρχίζει να σαρκάζει όσα λέγονται, αλλά δεν ακούγονται σε παρεμφερή συνέδρια, χωρίς να φείδεται σαρκασμού ούτε για το Ίδρυμα  Ωνάση.

Και μπαίνουν οι τέσσερις ομιλητές, με φασαρία και θόρυβο. Διότι είναι τέσσερις σκιέρ, με πλήρη εξάρτηση, οι οποίοι παίρνουν τη θέση τους στο πάνελ, μεταφέροντας ατόφιο το σκεπτικό της Λένας Κιτσοπούλου. Διότι οι σκιέρ, με υστερικές ομιλίες, με ασύνδετες σκέψεις, συνδέουν τις δικές τους εμπειρίες στο βουνό και στο χιόνι με την… Αντιγόνη. «Το άγνωστο, το απάτητο χιόνι ψάχνουμε, το ρίσκο της αναζήτησης στο απάτητο χιόνι… Δεν έχει τώρα σχέση το σκι με την Αντιγόνη;» λένε κάθε τόσο οι τρεις από τους τέσσερις σκιέρ. Ο τέταρτος κάθεται αμίλητος. Δεν ξέρουμε αν παρακολουθεί ή αν απλώς περιμένει τη σειρά του να μιλήσει. Οι ομιλητές, κάθε τόσο, μιλώντας για τα δικά τους άγχη και εμπειρίες στο σκι, μεταφέρουν τα διακυβεύματα της Αντιγόνης και του Κρέοντα, με Κιτσοπούλειο τρόπο, φυσικά.

Κάνουν όλοι -κάνει η Λένα Κιτσοπούλου δηλαδή- μια απεγνωσμένη εξομολόγηση: «Πρέπει να εκτεθείς προσωπικά, να εκθέσεις την ψυχή σου, αν θέλεις να επικοινωνήσεις. Όσο πιο πολύ σας φαντάζει η πολύχρωμη στολή μου, τόσο πιο μεγάλη είναι η μοναξιά μου» λέει εκείνος που δεν μετέχει στον «διάλογο» των τριών. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ένας… δύτης, αγλωσσικός.  Είναι ο… μπάχαλος του συνεδρίου, που δεν έχει να πει τίποτα, θέλει απλώς να κάνει αισθητή την παρουσία του.

Όλα θίγονται σ’ αυτό το κείμενο, όλα τα αγαπημένα θέματα της Λένας Κιτσοπούλου: οι επιβολές της οικογένειας, ο τρόπος που οι απαίδευτοι και οι ξερόλες αντιλαμβάνονται την ιστορία, την παράδοση και τα πρόσωπα της ιστορίας, το πάθος και η μοναχική διαδρομή εκείνου που καταπιάνεται και μοχθεί για ό,τι αγαπά, η αρχαία και η νέα Ελλάδα. Όλα αυτά διαρκούν περίπου 1,5 ώρα. Στο μεταξύ εμφανίζεται μια λευκή αρκούδα, ένας Άγιος Βασίλης ντυμένος στα μαύρα και κάποια στιγμή η αρκούδα… κατασπαράσσει τη μόνη γυναίκα σκιέρ (την εξαιρετική Σοφία Κόκκαλη). Κι από εκείνο το σημείο αρχίζει ένα βίντεο, με την Αντιγόνη-σκιέρ, ματωμένη, δαγκωμένη, απελπισμένη, αλλά παθιασμένη, να σέρνεται στο φουαγιέ της Στέγης, να συναντά διάφορους τύπους, να κλείνεται σ’ ένα κουτί-τάφο, και από το βίντεο να εμφανίζεται ξανά, μέσα στο κουτί, επί σκηνής. Και σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται η Λένα Κιτσοπούλου, με κόκκινη περούκα, με τις πέρλες της ασφαλώς, με βραχνή φωνή, που λέει ότι δεν θα φύγει από τη σκηνή, ότι εκεί θα μείνει, και φεύγει προς την κουρτίνα της σκηνής, την οποία αρχίζει να ανοιγοκλείνει.

Ναι εύγλωττο και προφανές το ζητούμενο της Λένας Κιτσοπούλου στο κείμενό της, που ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από τους «Τυραννόσαυρους» που είδαμε πέρυσι στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Η «Αντιγόνη» της έθιγε πολύ πιο καίρια, πιο περίπλοκα, πιο «εθνικά» θέματα. Και δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που θίγει αυτά τα θέματα η Λένα Κιτσοπούλου στα κείμενά της. Αυτά τη βασανίζουν, αυτά θεωρεί σημαντικά, μαζί και με τη δική της αυτοσαρκαστική και σπαρακτική διάθεση εξομολόγησης σε καθένα από αυτά. Και την ίδια στιγμή ένα αυτοτρολάρισμα, μια έκρηξη οργής και πρόσκλησης. Αφουγκράζεται και τον εαυτό της και την κοινωνία στην οποία ζει. Ας δεχθούμε ότι το συναφές -πλέον- σύμπαν των κειμένων της είναι το θετικό στοιχείο των παραστάσεών της. Υπάρχει όμως και απόλυτη συνάφεια, σχεδόν επανάληψη, και στον τρόπο που αυτά τα κείμενα θεατροποιούνται και μεταφέρονται στη σκηνή. Θέλω να πω ότι πλέον ξέρω τι περιμένω ν’ ακούσω και τι περιμένω να δω στις παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου. Κι αυτό συνιστά ένα ζήτημα. Παρά τις άψογες κάθε φορά ερμηνείες των ηθοποιών της και της ίδιας. Και στην παράσταση της «Αντιγόνης», με πρώτη τη Σοφία Κόκκαλη (που μιλούσε όμως, αν και επιτυχημένα, όπως η Λένα Κιτσοπούλου στο πρώτο μέρος της παράστασης), όλοι τους ήταν εξαιρετικοί (Ανδρέας Κοντόπουλος, Γιάννης Τσορτέκης, Πέτρος Γεωργοπάλλης, Νικολέτα Γκριμέκη, Μυρτώ Κοντονή, Βασίλης Σοφός).

Η Λένα Κιτσοπούλου έχει πολύ ωραίες κειμενικές ιδέες, πολύ ωραίες θεατρικές ιδέες, που όμως πλατειάζουν και επαναλαμβάνονται με εμβόλιμα πολλά άχρηστα πλουμίδια (όπως το βίντεο και κυρίως η διάρκειά του, στη συγκεκριμένη παράσταση). Και όλα αυτά δημιουργούν τουλάχιστον αμηχανία στην τελική γεύση και αίσθηση.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ