featured Θέατρο

Γιώργος Κατσής : «Το θέατρο δεν έχει αφεντικά»

Οργισμένος αμφισβητίας, με λόγο πυρετώδη και σκέψη αναρχική, χαρακτηριστικά μιας νεότητας χωρίς όρια, ο ηθοποιός Γιώργος Κατσής, επιμένει πως «δεν είναι ντροπή να πεις θέλω να αλλάξω τον τρόπο που παίζουμε ή θέλω να αλλάξω το θέατρο ή να θέλεις να αναμετρηθείς με τα τέρατα. Το κυριότερο όμως από όλα είναι να μην ψαρώνεις! Απευθύνομαι στα αυτιά που θέλουν να ακούσουν κάτι  άλλο, τίποτα παραπάνω. Αυτά τα αυτιά κυνηγάω. Με ενδιαφέρει η αβεβαιότητα,  η αμφιβολία, η περιέργεια. Και μια παράσταση μπορεί να διευρύνει όλα αυτά και μαζί τη σκέψη»

Ο 26χρονος καλλιτέχνης με εντυπωσίασε επί τη εμφανίσει του, όταν απόφοιτος της Σχολής του Εθνικού, το πρώτο έργο που επιλέγει να ανεβάσει μαζί με τον συμφοιτητή του Κων/νο Πλεμμένο είναι το «Στεν» από το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού «Η Κάθοδος των Εννιά», μαρτυρία ενός στρατιώτη του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος ακολουθεί σε μια μάταιη απόπειρα σωτηρίας οχτώ συντρόφους του και αφηγείται την πορεία τους μέσα από τα άγρια βουνά της Πελοποννήσου προς τη θάλασσα, το 1949, αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου, μιλώντας για την ήττα και την οπισθοχώρηση. Από τότε παρακολουθώ την πορεία και την εξέλιξή του μέσα από τα έργα που παρουσιάζει, εμμένοντας συνήθως στον ίδιο πυρήνα συνεργατών: «Ο ΘΕΙΑΣΩΣ ΠΕΖΗ ΚΑΦΚΑ» και «Το Έξυπνο Πουλί».

Λίγο πριν κάνει πρεμιέρα τη Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου η επόμενη παράστασή του στο Θέατρο «Σφενδόνη», με το έργο του Μπύχνερ «Λεόντιος και Λένα», συνάντησα το Γιώργο για μια συνέντευξη που περιέχει πολλά κι ενδιαφέροντα, από τα μαθητικά χρόνια και τον ερασιτεχνικό θίασο της Νέας Φιλαδέλφειας, έως τις σκέψεις του για το θέατρο, τη ματιά και την άλλη ανάγνωση που κάνει πάνω στα έργα , αλλά και τον ίδιο τον Μπύχνερ.

Στο «Λεόντιος και Λένα» βλέπω τον «Βόυτσεκ»

«Συνάντησα τον Μπύχνερ όταν πρωτοδιάβασα τον «Βόυτσεκ», από τα πιο σκοτεινά, θλιβερά και σκληρά έργα.  Έτυχε να παρακολουθήσω δυο ανεβάσματα του «Λεόντιος και Λένα» και διέκρινα πως αντιμετωπίζεται σαν ένα ρομαντικό παραμυθάκι, κάτι τελείως αντιφατικό με την προσωπικότητα του Μπύχνερ , ενός απίστευτα πολιτικοποιημένου ανθρώπου, που έγραψε τον «Θάνατο του Δαντόν», συνέχισε με το «Λεόντιος και Λένα» και κατέληξε στον «Βόυτσεκ», θεωρώντας ότι δεν  μπορεί να έκανε ένα διάλειμμα για να γράψει ένα ρομαντικό παραμύθι, μια κοινή παρεξήγηση που υπάρχει και με άλλα έργα όπως το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Πάνω στο «Λεόντιος και Λένα» εγώ βλέπω καθαρά το «Βόυτσεκ», με βαθιά πολιτικές θέσεις στους χαρακτήρες του. Βρήκα όλα αυτά τα σκοτεινά, πολιτικά στοιχεία, την προσωπικότητά του, τις αναφορές σε μια μεγάλη υπαρξιακή αγωνία για τον κόσμο, μια βαθιά περιέργεια να προσπαθήσει να αναλύσει και να εξηγήσει το οτιδήποτε με ένα πολύ πυρετώδες ύφος και αυτό προσπαθούμε να αναδείξουμε στην πρόβα, κάτι που δε συναντάμε συχνά, καθώς τα κείμενα μένουν στο πρώτο επίπεδο. Αλλά όσο περισσότερο ασχοληθείς με τον συγγραφέα και βουτήξεις στην προσωπικότητά του τόσο πιο κοντά θα έρθεις στο κείμενο , αυτό θα δώσει απαντήσεις. Ο Μπύχνερ είναι ένας άνθρωπος σε σύγκρουση με πάρα πολλά πράγματα. Είναι πάρα πολύ νέος, κοντά στην ηλικία μου,  επομένως εξηγείται πάρα πολύ αυτός ο πυρετός , η οργή, η αμφισβήτηση, πολλά κοινά σημεία με τη νεότητα. Δεν νομίζω ότι θα είχα τη δύναμη ή τη διάθεση να το ανεβάσω στα 50 μου. Ένιωσα ότι πρέπει να γίνει τώρα»

«Το σχολείο πάσχει. Είναι μεγάλη πληγή»

Ρωτώντας τον για τα μαθητικά  του χρόνια ο Γιώργος Κατσής δεν διστάζει να ομολογήσει: «Περνούσα καλά με οτιδήποτε είχε να κάνει εκτός μαθήματος. Με τους φίλους μου στο προαύλιο, διαβάζοντας βιβλία που ήθελα όσο γινόταν το μάθημα. Και κυρίως περνούσα πάρα πολύ καλά όταν σχολάγαμε και βρισκόμασταν με τους φίλους μου. Στο σχολείο δεν πέρναγα καλά, σε καμία περίπτωση. Όποιος ισχυρίζεται ότι πέρναγε καλά στο σχολείο και ότι του άρεσε το μάθημα είναι πολύ μεγάλος ψεύτης. Ή μπορεί να υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις που πήγαν σε πάρα πολύ καλά σχολεία. Να έτυχε δηλαδή να είχαν πολύ καλούς καθηγητές. Το σχολείο πάσχει. Είναι μεγάλη πληγή, όλοι το ξέρουμε αυτό. Η στείρα εκπαίδευση προωθεί τον σεξισμό, την αδιαφορία, τον ανταγωνισμό. Μέσα σε όλα τα μαθητικά χρόνια είχα μόνο δυο καθηγητές που ξεχώριζαν. Και οι δυο ήταν αριστεροί. Αληθινοί αριστεροί. Είναι πολύ σκληρό να απαιτείς από ένα παιδί να πρέπει μέχρι τα 18 του να συνειδητοποιήσει το τι θέλει να κάνει για το υπόλοιπο της ζωής του. Τα πράγματα που με αφορούσαν, όπως η μουσική,  δεν υπήρχαν στο σχολείο μου. Δεν  υπήρχε κάποιος να ενδιαφερθεί για τα ενδιαφέροντά σου. Ενώ θα έπρεπε να υπάρχει χώρος ακόμη κι αν κάποιος ήθελε να πάρει μια κιθάρα και να την σπάσει στον τοίχο. Θα έπρεπε να έχει την επιλογή να το κάνει. Πάντα υπάρχουν επιλογές. Ξέρεις ότι αν κάνεις ως μαθητής μια x επιλογή, μπορεί να σου κοστίσει βαθμούς. Παρ’ όλα αυτά επιλέγεις να πας να παίξεις μπάλα. Ή να φτιάξεις μια μπάντα να παίζεις μουσική. Να κάνεις κοπάνες, να διαβάζεις βιβλία, να βλέπεις σινεμά όλη μέρα κλπ. Δεν θα σου αποφέρει μόρια, κάποια σίγουρη αποκατάσταση για το μέλλον σου κλπ. Το αντίστοιχο βήμα όταν τελειώσεις το σχολείο είναι να πεις θα κάνω κάτι τόσο απρόβλεπτο, όσο είναι το θέατρο. Οι βλέψεις μου δεν είχαν να κάνουν με θέατρο.  Στα 18 που τελείωσα το σχολείο και δεν είχα ιδέα τι θα κάνω ακόμα στη ζωή μου, βρήκα μια θεατρική ομάδα στη γειτονιά μου τη Νέα Φιλαδέλφεια και κατάλαβα ότι οποιαδήποτε συμπεριφορά χαρακτηριζόταν παραβατική, στο θέατρο ήταν εργαλείο και ένα υποσχόμενο υλικό για να εξελιχτείς. Ήταν ζητούμενο η έκθεση, η ανυπακοή. Οπότε κάπως ήρθε και κούμπωσε το πράγμα. Ανυπακοή όχι για χάρη της ανυπακοής. Για χάρη της αμφισβήτησης. Γιατί το ερώτημα είναι πολύ πιο εύλογο όταν κρύβει περιέργεια από πίσω. Όταν δεν είναι στείρο , όταν δεν περιέχει μόνο μια οργή. Το ερώτημα είναι πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι πολύ συχνά ο δικηγόρος του διαβόλου είναι πολύ σωστός σύμβουλος για να απαντήσεις κάποια ερωτήματα. Ή να τα αφήσεις ανοιχτά ενδεχομένως για όσο χρειαστεί.  Οπότε έκανα τον δικηγόρο του διαβόλου. Ήταν μεγάλη παρηγοριά αυτός ο ερασιτεχνικός θίασος»

«Με ενδιαφέρει η αβεβαιότητα,  η αμφιβολία, η περιέργεια».

Τελειώνει το σχολείο και δίνει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο όπου περνά. «Μπήκα πολύ πιο θαρραλέος και άφοβος, με περισσότερα ερωτήματα από όσα μου επέτρεψαν να έχω. Ήδη από το δεύτερο έτος κατάλαβα ότι έπρεπε να κάνω υπομονή. Βγαίνοντας μόνο αρχίζεις να μαθαίνεις πως είναι τα πράγματα. Γιατί ο ηθοποιός δεν μαθαίνει αλλιώς, μαθαίνει παίζοντας. Παίζοντας με τα πάντα. Ακόμα και με το φαί του.

Τα χρόνια της Σχολής δεν υπήρχε μια υπενθύμιση του τι τελικά είναι ένας ηθοποιός.   Ο οποίος δεν οφείλει να είναι ούτε χορευτής ούτε τραγουδιστής ούτε όλα αυτά.

Αυτοί που θέλουν να ασχοληθούν βαθιά με το θέατρο ξέρουν πως δεν σου υπόσχεται τίποτα. Παρόλα αυτά θέλεις να πεις κάποια πράγματα. Γιατί άμα δεν τα πεις θα σκάσεις. Και είναι από τους πολύ λίγους χώρους το θέατρο που δεν έχει αφεντικά. Εννοώ το θέατρο που σέβεται τον εαυτό του. Δεν υπάρχει η ιεραρχία του αφεντικού. Δεν επεμβαίνει κανείς στην εργασία σου, δεν έχεις να δώσεις λόγο σε κανέναν. Η αντιστροφή των ρόλων, μάλλον η καθιέρωση των ρόλων ιεραρχίας μέσα στο θέατρο, ο πατερναλισμός ότι ο σκηνοθέτης ή ο παραγωγός είναι το αφεντικό, είναι σύμπτωμα πολύ κακού θεάτρου. Δεν είναι θέατρο το οποίο σχετίζεται με την δημιουργία. Με κανέναν τρόπο”.

«Δεν μπορείς να λειτουργείς με όρους κάστινγκ στο θέατρο»

Προβληματισμένος από τα χρόνια της μαθητείας του στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και συνηθίζοντας να θέτει συνεχώς ερωτήματα με όσα ζει, παρατηρεί και βιώνει, ο Γιώργος Κατσής αναρωτιέται πως «ως βαθιά πολυπολιτισμική πόλη η Αθήνα, δεν διαθέτει ένα Εθνικό Θέατρο όπου εν έτει 2019 η Σχολή του δεν έχει ακόμη απόφοιτο μαύρο. Την ίδια ώρα διατηρεί ορισμένες καθιερωμένες θέσεις όπως το ότι άνθρωποι με αναπηρίες δεν μπορούν να ασχοληθούν με το θέατρο, αδιαφορώντας να αφομοιώσει αυτούς τους ανθρώπους. Αντίθετα τους αποκλείει. Όσο υποστηρίζει και υπερασπίζεται θέσεις όπως το ότι το θέατρο είναι χώρος για όμορφους ανθρώπους, με ωραία σώματα και όμορφα χαρακτηριστικά, με ωραίες φωνές, αποτελεί κάτι πάρα πολύ επικίνδυνο για έναν κρατικό φορέα της χώρας, ειδικά σήμερα. Όλα αυτά με απωθούσαν πάρα πολύ στην σχολή. Δεν μπορείς να λειτουργείς με όρους κάστινγκ το θέατρο. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να το διαπραγματεύεσαι αυτό κάθε φορά ότι εδώ είναι ένας χώρους που απαιτεί να βγάλει πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες, όμορφους και αρτιμελείς ανθρώπους. Για μένα δεν είναι δημιουργική αυτή η διαδικασία. Γιατί έχει να κάνει με το πώς είναι η ζωή. Είναι σαν να απορρίπτεις εντελώς τη ζωή. Να κλείνεις τα μάτια και να προτείνεις κάτι που είναι σαν προϊόν. Δεν έψαχνα ποτέ μία σχολή που θα με μάθαινε πώς να είμαι ο καλύτερος σε μία ακρόαση. Γιατί η ακρόαση είναι μία απάνθρωπη συνθήκη. Εμφανίζεσαι σε μια επιτροπή ανθρώπων αμφιβόλου ηθικής και ικανότητας, γούστου και αισθητικής, για να σε εξετάσουν σαν κάποιο μικροβιολογικό δείγμα και εν τέλει να σου φωνάξουν ότι κάνεις ή δεν κάνεις. Θεωρώ ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει κι ο ίδιος να επιλέγει με ποιους θα συνεργαστεί. Δεν είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης για να ενσαρκώσει το όραμα ενός σκηνοθέτη ο οποίος τα έχει όλα έτοιμα απ’ το σπίτι του. Η βεβαιότητα που παρουσίαζε λοιπόν το εθνικό θέατρο σ’ αυτές τις θέσεις, και η βεβαιότητα γενικώς, δεν με ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει η αβεβαιότητα,  η συνεχής αμφιβολία στα πράγματα. Και η περιέργεια. Δεν είναι σούπερ μάρκετ το θέατρο.

Υπήρχαν φωτεινές εξαιρέσεις δασκάλων σε αυτό το Εθνικό. Μεγάλη εξαίρεση ο Ακύλλας Καραζήσης. Θεωρώ τυχερό οποιονδήποτε βρέθηκε μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Είναι βαθιά πολιτικό πρόσωπο, φοβερός ηθοποιός, ακόμα καλύτερος δάσκαλος επειδή ποτέ δεν το έφερε στο τραπέζι ως κάτι αυτονόητο. Αντιθέτως το κέρδιζε. Αυτό είναι μια σχέση στην οποία θες να εμπλακείς. Εκμάθηση την οποία την θέλεις. Όταν ο άλλος κερδίζει τα αυτιά σου αντί να τα απαιτεί».

Παίρνοντας λίγο από το ρίσκο του συγγραφέα

Με γνώμονα τη συνεργασία μεταξύ συμφοιτητών με κοινό όραμα και τρόπο, ο Γιώργος Κατσής και η ομάδα των συναδέλφων του ηθοποιών με την ίδια αγωνία, την ίδια αισθητική και ανησυχία, πήρε την τύχη στα χέρια της σπάζοντας το απόστημα που επικρατεί στην θεατρική αγορά και πιάτσα με τον γκουρού σκηνοθέτη, ταράζοντας έτσι το θέσφατο για το ποιος είναι αρχηγός. «Αυτό είναι ένα απόστημα που δεν θα σπάσει ποτέ , θα το χρησιμοποιήσεις προκειμένου να κερδίσεις κάτι από αυτό και να προβάλλεις τον εαυτό σου ή να βγάλεις κάποια χρήματα να ζήσεις. Θα μπεις σε αυτό. Το θέμα όμως είναι πέρα από αυτό. Πόσο μπορείς να μείνεις σε επαφή με ένα άλλο κομμάτι , πολύ πρωταρχικό, αυτό των κειμένων και των συγγραφέων, μπαίνοντας στον κόπο αυτών που γράψανε τα έργα γιατί κανένα σπουδαίο έργο δεν γράφτηκε άκοπα. Και το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να πάρεις λίγο από το ρίσκο που πήρε ο συγγραφέας , να βάλεις λίγο από τον κόπο και την αγωνία , να μοιραστείς λίγο το βάρος αυτού του ανθρώπου, όσο μπορείς, για να ερευνήσεις λίγο πιο βαθιά τι θέλει να πει ή ακόμα και να διαφωνήσεις. Δεν είναι ντροπή να πεις θέλω να αλλάξω τον τρόπο που παίζουμε ή θέλω να αλλάξω το θέατρο ή να θέλεις να αναμετρηθείς με τα τέρατα και το κυριότερο είναι να μην ψαρώνεις! Πάντα υπάρχουν κάποιοι γκουρού, κάποιοι άνθρωποι σε κάποιες θέσεις που δεν μπορείς να τους αγγίξεις ούτε να ζητήσεις μια ισότιμη μεταχείριση γιατί αυτό δεν μπορεί ποτέ να γίνει. Δεν κυνηγάω κάτι τέτοιο! Απευθύνομαι στα αυτιά που θέλουν να ακούσουν κάτι  άλλο, τίποτα παραπάνω. Αυτά τα αυτιά κυνηγάω.  Δεν είχα ποτέ καμιά διάθεση να σπάσω αυτό το απόστημα, είχα περισσότερο μια διάθεση να  συζητήσω, να ανοίξω διάλογο. Μια παράσταση μπορεί να διευρύνει την περιέργεια, τη σκέψη , την αμφιβολία. Ο πυρήνας της υποκριτικής είναι αυτός που με ωθεί και στη σκηνοθεσία. Μαζεύω ανθρώπους να παίξουμε με έναν τρόπο που μας αρέσει, όχι επειδή έχω κάτι στο κεφάλι μου που θέλω να παρουσιάσω. Είναι μια συνάντηση ηθοποιών χωρίς σκηνοθετική χροιά. Και πρέπει να υπάρχει μέσα μας πάρα πολύ καιρό η αγάπη για ένα κείμενο έτσι ώστε να το κάνουμε παράσταση κι όχι γιατί είμαστε άνεργοι, ή  γιατί μπορούμε , ή επειδή έχουμε χρόνο.

Είναι πολύ λάθος να μπαίνεις με μια προσδοκία στο θέατρο ή να έχεις προσδοκίες από το κοινό . Δεν οφείλει ούτε ο θίασος να προσδοκεί κάτι από το κοινό , ούτε το κοινό να μπαίνει με προσδοκία, είναι πολύ λάθος αντίληψη. Δεν αγοράζεις μια ευχάριστη εμπειρία στο θέατρο με το εισιτήριό σου, είναι  μια εκδήλωση που οργανώνεται από το θίασο και είσαι καλεσμένος, δεν αγόρασες κάτι, απλά έχουμε βάλει είσοδο , ούτε εσύ αγοράζεις ούτε εμείς οφείλουμε. Έχουμε κάνει μια δουλειά που το κοινό θα έρθει να παρακολουθήσει αλλά δεν του ανήκουν οι ώρες ούτε οφείλουν να του είναι ευχάριστες. Γιατί το θέατρο δεν είναι ευχάριστος χώρος»

Τον Μάιο στο Bios θα παρουσιαστεί ένα διήγημα που ο Γιώργος έγραψε πριν ενάμισι χρόνο. “Πρόκειται για την ιστορία μιας ομάδας πεζοπόρων που χάθηκε στα Ουράλια το 1959 κάτω από ανεξιχνίαστους λόγους. Όσο προχωρούν ο φόβος μεγαλώνει μέχρι που γίνεται τρέλα που στο τέλος τους σκοτώνει. Με ενδιέφερε τι χωράει σε αυτό το ταξίδι”, καταλήγει.

Μάνια Ζούση

Φωτογραφία εξωφύλλου: Νίκος Πανταζάρας

Ταυτότητα

Συντελεστές παράστασης:

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας

Σκηνοθεσία: Γιώργος Κατσής

Σκηνικά/Κοστούμια: Ιωάννα Πλέσσα

Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας

Φωτογραφίες: Νίκος Πανταζάρας

Ηθοποιοί

(Με αλφαβητική σειρά):

Χαρά – Μάτα Γιαννάτου

Νατάσα Εξηνταβελώνη

Γιάννης Καράμπαμπας

Γιώργος Κατσής

Πάνος Παπαδόπουλος

Γιώργος Τριανταφυλλίδης

ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Ευάγγελος Κώνστας – Constantly Productions

Info:

ΘΕΑΤΡΟ ΣΦΕΝΔΟΝΗ

Μακρή 4, Αθήνα

Παραστάσεις:

Από 11 Φεβρουαρίου έως 9 Απριλίου

Δευτέρα και Τρίτη, 21.00

Διάρκεια: 90 λεπτά

Τιμές εισιτηρίων:

12 ευρώ / 8 ευρώ (φοιτητικό/ανέργων)

Προπώληση:

Viva.gr, 11876, Seven Spots, Reload, Media Markt, Ευριπίδης, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, Αθηνόραμα.gr, Viva Kiosk Σύνταγμα