Metamanias Θέατρο Το ημερολόγιο του φεστιβάλ

Ευρώπη: Η ήπειρος που οδηγεί σε ένα τούνελ

Πήγα με υψηλές προσδοκίες στη νέα παράσταση (για τρίτη συνεχόμενη χρονιά στο Φεστιβάλ Αθηνών) του Ζυλιέν Γκοσλέν, στο «1993» το βράδυ της Πέμπτης, στην αίθουσα Τριάντη στο Μέγαρο Μουσικής. Ατυχώς δεν είχα δει καμία από τις δύο προηγούμενες δουλειές του, και είχα ακούσει πολύ επαινετικά σχόλια, έως και ενθουσιώδη.

Μπαίνοντας στην αίθουσα (που είχε αξιοπρεπή κόσμο, αλλά μόνο στην πλατεία, γιατί οι εξώστες ήταν εξαρχής κλειστοί) είδαμε στην οθόνη ένα μεγάλο κείμενο. Ήταν ένα απόσπασμα από το κείμενο του Φουκουγιάμα για «Το τέλος της ιστορίας».

Και η παράσταση ξεκίνησε, με έναν φωτισμό πολύ ιδιαίτερο -έμοιαζε με τα φώτα που βλέπουμε σε μια σήραγγα καθώς τρέχει ένα τρένο- και με όλους τους ηθοποιούς να αχνοφαίνονται επί σκηνής και να μιλάνε  διαρκώς, με ασθματικό ρυθμό. Η Ευρώπη ήταν το διακύβευμα. Η ιστορία της, η ιδεολογική της ταυτότητα, η διαδρομή της, οι πόλεμοί της, τα διακυβεύματά της, οι συγκρούσεις της, η απόλυτη απουσία σύγχρονης αφήγησης (κατά τον συγγραφέα του «1993», Ωρελιάν Μπελανζέ), η ήπειρος που έχει πόλεις και κατοίκους που μοιάζουν με playmobil, που δεν έχει ορατούς θεσμούς, και που ομνύει στην απόλυτη τεχνολογία, που οδηγεί σ’ ένα τούνελ…

Είδαμε για πολύ ώρα στις οθόνες μετάφρασης ένα πολύ πυκνό κείμενο, με σύνθετες σκέψεις και έννοιες, συνοδευόμενο από πολύ δυνατή μουσική, ένα κείμενο που αναφερόταν σε δύο μεγάλα τούνελ: αυτό του CERN και το άλλο της Μάγχης, στα τούνελ της συνεργασίας και της διαφυγής, αλλά και στην πτώση του τείχους, και στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και στην Ευρώπη των δύο μεγάλων πολέμων και της πολύχρονης ειρήνης.

Ο συγγραφέας επιχείρησε να θίξει πάρα πολλά, πρωτίστως την ευρωπαϊκή διαδρομή του 20ού αιώνα, δεν φάνηκε να έχει ενθουσιασμό για το μέλλον της Ευρώπης, αλλά μαζί με την ιδεολογική κατεδάφιση του ευρωπαϊκού οράματος άγγιξε και πολλά σημαντικά, συχνά με τρόπο προκλητικό, οπωσδήποτε εκκωφαντικό, όπως η μουσική που συνόδευε τα λόγια. Γιατί για ένα μεγάλο μέρος της παράστασης (;) ακούγαμε μόνο λόγια και μουσική, διαβάζαμε τη μετάφραση και βλέπαμε τα φώτα εκείνης της… σήραγγας.

Παρόντες, σαν νύξεις και σαν δυστοπικό τοπίο του κοντινού μέλλοντος, οι μετανάστες, τα γκέτο (σε μια μεγάλη οθόνη στο μισό της σκηνής),  η τεχνολογία, το κενό των απόψεων, των σχέσεων και των ιδεών. Όλα αυτά λίγο ανακατεμένα.

Στο δεύτερο μέρος βλέπουμε κάπως περισσότερο θέατρο. Μια ομάδα νεαρών Ευρωπαίων, απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης, συναντιούνται σ’ έναν τόπο, σ’ ένα περίεργο μπαρ, εν είδει Erasmus, και επιδίδονται σε αχαλίνωτο σεξ, σε χορό, σε ναρκωτικά, μέχρι που πέφτουν λιώμα. Το επόμενο πρωί τους ξυπνάει ένας μ’ έναν περίεργο ρόλο, κάτι σαν διακινητής, και η βοηθός του βγάζει το περίστροφο. Κάπου εκεί σταματάει η παράσταση… Το τέλος της ιστορίας του Γκοσλέν ή μήπως το τέλος της Ευρώπης;

Οι εντυπώσεις μου από την πρώτη παράσταση του Γκοσλέν που είδα είναι από αμφίρροπες έως απογοητευτικές. Μπορεί να χειρίζεται επιδέξια τις σύγχρονες τεχνολογίες επί σκηνής και να φτιάχνει νέα σύμπαντα, μπορεί να πρεσβεύει ένα σύγχρονο είδος θεάτρου, που προσωπικά δεν με αγγίζει, μπορεί να έχει καλούς ηθοποιούς, αλλά είχε και άλλα τόσα προβλήματα. Το μεγαλύτερο ήταν ότι όλο αυτό απείχε πολύ από την συνήθη έννοια της παράστασης. Ο τρόπος που πατάει και προβάλλει τα κείμενα (δουλεύει πολύ με τα κείμενα ο Ζυλιέν Γκοσλέν) μερικές φορές κουράζει τον θεατή. Το συγκεκριμένο ήταν ιδεολογικά προσανατολισμένο σε σαφώς αντιευρωπαϊκή κατεύθυνση, με κύριο εργαλείο τον σαρκασμό, αλλά και με τρόπο αβαθή σε αρκετές στιγμές του, χωρίς να παραγνωρίζω και μερικές ενδιαφέρουσες επισημάνσεις και ιδέες που είχε.

Υπήρχαν αρκετές αποχωρήσεις από την παράσταση. Οι πολλοί μείναμε μέχρι το τέλος, με αμφίθυμα συναισθήματα και με έντονο το αίσθημα του «βαρέθηκα». Στο φουαγιέ ακούγονταν διάφορα. Όσοι είχαν δει τις προηγούμενες παραστάσεις του Γκοσλέν στην Αθήνα έλεγαν ότι αυτή ήταν η χειρότερη, κάποιοι ήταν εξαιρετικά απογοητευμένοι· άλλοι σχολίαζαν τον ιδεολογικό προσανατολισμό του κειμένου· άλλοι επεσήμαιναν το μη θεατρικό ύφος. Υπήρξαν και κάποιοι (οι λιγότεροι) που δήλωναν ότι τους άρεσε πάρα πολύ.

Συμπέρασμα: Θεατρικά δεν μου είπε τίποτα αυτή η «νέα» θεατρική γλώσσα. Ιδεολογικά, παρότι διαφωνούσα σε πολλά, είχε ενδιαφέρον να παρακολουθήσω τις απόψεις της σύγχρονης γενιάς Γάλλων. Έχω αρχίσει να υποψιάζομαι ότι η φετινή πρόταση ξένων θιάσων στο Φεστιβάλ Αθηνών έχει ένα ιδιαίτερο στοιχείο πολιτικοποίησης. Όχι άμεσης, αλλά έμμεσης. «Το κυνήγι της ευτυχίας» ανήκε ασφαλώς σ’ αυτή την κατηγορία, όπως και το «1993» του Γκοσλέν. Μένει να δούμε και τα υπόλοιπα.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ