Metamanias performance Θέατρο

Αγαπήσαμε τις γλυσίνες και τους φοίνικες μ’ έναν τρόπο του θεάτρου και της συναναστροφής

Πόσες φορές έχουμε(τε) πάει στον Εθνικό Κήπο; Από μωρό με θυμάμαι στις διαδρομές του, στο ζωολογικό του κήπο, στις κούνιες του, σ’ εκείνο το γεφυράκι και τη λιμνούλα με τις πάπιες. Και μεγαλύτερη με  θυμάμαι, αραιότερα, είτε για εκδηλώσεις, είτε για χαλάρωση. Η αλήθεια είναι ότι είχα να πάω κάμποσα χρόνια, όπως συμβαίνει συνήθως σε όσους έχουμε δίπλα μας κάτι ξεχωριστό.

Ο Θοδωρής Γκόνης έκανε κάτι πολύ απλό και πολύ δύσκολο: μας ξαναγνώρισε ένα τόσο κοντινό και τόσο οικείο τοπόσημο με τρόπο θεατρικό, συγκινητικό, τρυφερό, ιστορικό, συναρπαστικό. Και προφανώς γι’ αυτόν τον λόγο επαναλαμβάνεται η περυσινή του παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών -και ευτυχώς- γιατί έδωσε την ευκαιρία το Φεστιβάλ και ο Θοδωρής Γκόνης και οι ηθοποιοί, να δουν αυτό το εγχείρημα περισσότεροι.

Στις 7 παρά 10 το βράδυ της Τρίτης ήμουν, μαζί με καμιά 50αριά άλλους, στο ηλιακό ρολόϊ, στην είσοδο του Εθνικού Κήπου, από Αμαλίας. Φορέσαμε τις ειδικές κάρτες (η είσοδος στην παράσταση είναι ελεύθερη, αφού έχετε εξασφαλίσει κάρτες εισόδου).

Στις 7 και κάτι (ελάχιστο κάτι) μας υποδέχθηκαν οι ηθοποιοί της παράστασης (Θανάσης Δήμου, Ελένη Κοκκίδου, Έλενα Μεγγρέλη, Κατερίνα Πατσιάνη) και άρχισαν να μας ξεναγούν (μ’ έναν τρόπο του θεάτρου, αλλά και μ’ έναν τρόπο της συναναστροφής) στην ιστορία της Αμαλίας (της εμπνεύστριας αυτού του κήπου), της αρχικής διαδρομής και του σχεδιασμού του, των τεράστιων τεχνικών δυσκολιών, των ιδιαίτερων φυτών και του μεγάλου χάσματος αντιλήψεων ανάμεσα στους κατοίκους του «μικρού χωριού» της τότε Αθήνας και των πριγκίπων της Ευρώπης του Διαφωτισμού, του Καθολικισμού και του Προτεσταντισμού, κι εκείνου του παρεξηγημένου φιλέλληνα, του Όθωνα. Με οδηγό τα κείμενα: είτε επιστολές των πρωταγωνιστών, είτε μελέτες μεταγενέστερες, είτε ιστορικά κείμενα. Και ο καθηγητής και ποιητής Νάσος Βαγενάς, ως φιλολογικός σύμβουλος, έκανε σπουδαία δουλειά.

Σταθήκαμε πρώτα σ’ εκείνους του πανύψηλους φοίνικες, τους Ουασινγκτόνιες, (γιατί ήρθαν από την Αμερική και πήραν το όνομά τους από τον Ουάσινγκτον, αλλά δεν είναι οι πρώτοι, είναι όμως φοίνικες που φυτεύτηκαν από σπόρους που έφερε η Αμαλία), στην πέργκολα της Αμαλίας, που έβλεπε κατ’ ευθείαν τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, στο κυπαρίσσι του Μπαρώ (του πρώτου σχεδιαστή και εμπνευστή του Βασιλικού, τότε, Κήπου), στο σιδερένιο παγκάκι που στέκει εκεί από το 1927, στις προτομές, στο θέατρο που υπήρξε εκεί από το 1954 ως το 1965 και σε μερικά εντυπωσιακά «κουτσομπολιά» -όπως ότι ο Νίκος Εγγονόπουλος ήταν εγγονός του πρώτου κηπουρού του κήπου, του Friedrich Schmidt- ακούσαμε για το χρέος του Καποδίστρια, μάθαμε για  θεατρικούς επιχειρηματίες που έκοβαν δέντρα για να μεγαλώσουν το χώρο, κάναμε συνειρμούς φοβερούς, διαχρονικούς, είδαμε προτομές ανθρώπων ρομαντικών, που πίστεψαν απλώς στο όραμά τους και το στήριξαν με την περιουσία τους, αλλά και ποιητών αγαπημένων. Και σ’ αυτή τη δίωρη διαδρομή αγαπήσαμε τις γλυσίνες και τους φοίνικες, γνωρίσαμε το αρχαίο αεροφρέαρ (που ξεκινάει από τον Υμηττό κι  ακόμα ποτίζει τον Κήπο), είδαμε σημεία που ποτέ δεν είχαμε περπατήσει, ξαναείδαμε άλλα γνωστά μας…

Η διαδικασία ήταν περιπατητική. Και κυρίως, μια διαδικασία πρόσκλησης γνωριμίας στον Εθνικό Κήπο που νομίζαμε ότι γνωρίζουμε, και την ίδια στιγμή μια πρόσκληση γνωριμίας με την ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους. Που πέρασε διάφορα• που πολλά θυμίζουν κάμποσες σημερινές συμπεριφορές, καχυποψίες, αρνήσεις, καταδίκες.

Όλοι όσοι δούλεψαν σ’ αυτήν την παράσταση-δρώμενο-ιστορική διαδρομή αγάπησαν τον Εθνικό Κήπο, την ιστορία του, την ιστορία, το κάθε δέντρο του, την κάθε προτομή του και έβαλαν στοίχημα να την γνωρίσουν σε όλους εμάς. Που νομίζαμε ότι ξέραμε…

Επειτα από δύο ώρες, κι αφού είχαμε κι ένα τρατάρισμα με λουκουμάκια, βύσσινο, λεμονάδα (μήπως και σουμάδα; δεν πήρα), φτάσαμε στο σημείο εκκίνησης. Κι αφού έχουμε διασχίσει μια διαδρομή που ποτέ δεν έχουμε κάνει μέσα στον Εθνικό Κήπο. Κι αφού έχουμε δει, ξαναδεί, σκεφτεί και ξανασκεφτεί, την πόλη μας, την ιστορία μας, τις μνήμες που κουβαλάει ο καθένας. Κι εκεί καταχειροκροτήθηκαν οι συντελεστές (να μην ξεχάσουμε και τα νέα παιδιά, που τραγουδούν, που γίνονται ο Λύκος και η Κοκκινοσκουφίτσα -γιατί όλο αυτό με παραμύθι μοιάζει, αλλά δεν είναι: Ευθυμία Παπαγιανοπούλου, Κατερίνα Χρηστάκη, Αντώνης Κολοβός, Σταύρος Ράγιας, Γιάννης Σιάμπαλιας. Α, κι εκείνους τους αδελφούς Καλογεράκη, που «φύτρωναν» από το πουθενά και μας θύμιζαν παλιά τραγούδια, κι έμοιαζαν σαν κάποιοι  που περπατούσαν και τραγουδούσαν μαζί μας…

Μετά το θερμό χειροκρότημα, όσοι βρεθήκαμε ήμασταν ακόμα μαγεμένοι, συγκινημένοι, γοητευμένοι. Πολλοί έλεγαν ότι «θα πρέπει να παίζεται διαρκώς αυτό στον Κήπο»• άλλοι έλεγαν ότι «θα πρέπει να γίνει κάτι αντίστοιχο και σε άλλα σημαντικά σημεία της πόλης»• μια κυρία έλεγε στην έξοχη Ελένη Κοκκίδου (που έγινε Αμαλία και διάφορα άλλα) ότι “αλλιώς τα ξέραμε εμείς”•

Μια τόσο χειροποίητη δουλειά, και παραλλήλως μια τόσο προσεγμένη και επιστημονική δουλειά, μια τόσο συγκινητική και τρυφερή πρόταση παράστασης, θέασης και ψυχαγωγίας. Και να μην παραλείψω το μικρό πακετάκι με τις ιστορικές καρτ ποστάλ που φτάνει στα χέρια του κάθε θεατή και τον καλεί να περιηγηθεί ξανά, μετά το τέλος της παράστασης, σε μερικά απ’ όσα είδε.

Ήταν μία δράση του Φεστιβάλ Αθηνών από την ενότητα «Άνοιγμα στην πόλη» που θα έπρεπε να δουν κι άλλοι φορείς της πρωτεύουσας. Και να κάνουν ό,τι μπορούν για να την εντάξουν, διαχρονικά, σε ό,τι αφορά τη γνωριμία με την πόλη και την ιστορία της. Αυτά, προφανώς, είναι τα δημοσιογραφικά ευχολόγια. Και δεν ξέρουμε ποτέ κατά πόσον πραγματοποιούνται τα ευχολόγια.

Αυτό που μένει σε όσους το είδαμε είναι η γεύση, η μέθεξη, η συγκίνηση, η γαλήνη, η γνωριμία με τον γνωστό-άγνωστο Εθνικό Κήπο.

Συμπέρασμα: Αβίαστο, σχεδόν φανατικό: μην χάσετε αυτήν την παράσταση. Μη χάσετε αυτή την επαφή σας με την πόλη και την ιστορία της, τη μεγαλύτερη και την ελάσσονα. Κάνετε ουρές ώστε να επαναληφθεί ες αεί.

* Επόμενες παραστάσεις: από 11-13 και από 17 ως 19 Ιουνίου. ΜΗΝ ξεχάσετε να κλείσετε δελτία εισόδου πριν πάτε.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ