Metamanias Θέατρο

Ένας «Ηλίθιος» με αρετές και αστοχίες

Η σκηνική παρουσίαση ενός εμβληματικού λογοτεχνικού έργου όπως «Ο Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι είναι πάντα ένα δύσκολο εγχείρημα -και για όσους επιχειρούν να το παραστήσουν και για εκείνους που καλούνται να το παρακολουθήσουν.

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι άρχισε να γράφει τον «Ηλίθιο» το φθινόπωρο του 1867 έπειτα από παραγγελία, και έπρεπε να παραδώσει τα πρώτα κεφάλαια στις αρχές του 1868. «…εγώ ο ίδιος  δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό που έστειλα. Πάντως, απ’ ό,τι μπορώ να κρίνω δεν είναι κάτι λαμπρό και οπωσδήποτε κάθε άλλο παρά εντυπωσιακό. Από πολύ καιρό με βασανίζει μια σκέψη, ωστόσο δεν τολμώ ακόμη να την κάνω μυθιστόρημα, διότι είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο διανόημα και δεν είμαι ακόμη έτοιμος γι’ αυτό, αν και η ιδέα είναι πολύ δελεαστική και μου αρέσει πολύ. Είναι η ιδέα να αναπαραστήσω έναν απόλυτα καλό άνθρωπο. Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο απ’ αυτό, ιδίως στους καιρούς μας. (…)», έγραφε ο Ντοστογιέφσκι σε μια επιστολή του τον Ιανουάριου του 1868.

Τα χρόνια που ακολούθησαν πολλοί γνώρισαν, γνωρίσαμε, αυτόν τον αλλόκοτο πρίγκιπα, τον Μίσκιν, που «πλησιάζει τους πάντες με αγαθοσύνη και χαμόγελο, ακόμη κι όταν η συμπεριφορά του γίνεται αιτία πικρόχολων αστείων ή συγκαταβατικών σχολίων». Αυτός ο αγαθός άνθρωπος, ο πρίγκιπας Μίσκιν, ένας άνθρωπος που ζει μέσα στην επιληψία του, επιστρέφει, μετά από νοσηλεία στην Ελβετία, στην πατρίδα του, στη Ρωσία, και έχει απέναντί του ανθρώπους οξύθυμους, αθώους ή αφελείς, αλαζόνες, φιλοχρήματους, επιθετικούς, διεκδικητικούς, αυτοκαταστροφικούς, καταραμένους. Και μ’ αυτούς πρέπει να συναναστραφεί. Κι αυτός ο απόλυτα καλός άνθρωπος δεν μεταδίδει την ευτυχία. Μεταδίδει την καταστροφή. Επειδή εκείνος δεν ξέρει να μεταδώσει τη γαλήνη• επειδή οι υπόλοιποι δεν μπορούν να την εισπράξουν• επειδή «αλλοιώνεται» από το «κακό» περιβάλλον.

«Ο Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι έχει ανεβεί πολλές φορές στη σκηνή. Αυτή τη φορά επέλεξε ο Νίκος Διαμαντής, σκηνοθέτης και διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά (ΔΘΠ), να το σκηνοθετήσει, σε νέα μετάφραση και διασκευή των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη. Η παράσταση ξεκίνησε με ένα δρώμενο του Πειραϊκού Φωνητικού Συνόλου Libro Coro στον προαύλιο χώρο του ΔΘΠ. Και όταν άνοιξε η αυλαία είδαμε όλον τον θίασο, με τον Μίσκιν (Πέτρος Φιλιππίδης) στο κέντρο, να στέκει πάνω σε παλέτες, σαν σε τρένο. Ήταν ο Μίσκιν στο ταξίδι της επιστροφής, ένας διαρκής «παιδήλικας», ένας άνθρωπος με το σώμα του ενήλικα και τον ψυχισμό της αθωότητας ενός παιδιού. Κι ήταν αυτές οι παλέτες (σκηνικά, κοστούμια Λίλη Πεζανού) που έγιναν τα δωμάτια των χώρων δράσης, η διέξοδος της έντασης και το τοπίο της σύγκρουσης, και που συνέβαλαν στους αμήχανους βηματισμούς των ηθοποιών της παράστασης με αποτέλεσμα έναν αποσυντονισμό και μια χωρίς λόγο κίνηση και κινητικότητα σε αρκετά σημεία.

Στο βάθος της σκηνής υπάρχει μια τεράστια οθόνη. Που δείχνει στην αρχή έναν αγαθό γαϊδαράκο, το πρώτο πλάσμα που έκανε τον Μίσκιν να αισθανθεί οικεία στην Ελβετία. Το συμπαθές τετράποδο (σύμβολο αθωότητας, υπομονής και επιμονής προφανώς, επανέρχεται πολλές φορές στη μεγάλη αυτή οθόνη). Και συγκινεί στο τέλος με την πτώση του, μαζί με την τελική πτώση του Μίσκιν… Υπάρχει επίσης κι ένας διάφανος κουβάς σε μιαν άκρη της σκηνής, μέσα στον οποίο πέφτει διαρκώς (και ακούγεται) ο ήχος μιας σταγόνας… Δίπλα σ’ αυτό το μίνιμαλ και μεταμοντέρνο σκηνικό, που φωτίστηκε έξοχα από την Ελευθερία Ντεκώ, οι ήρωες ήταν ντυμένοι με κοστούμια εποχής, πολύ καλόγουστα, αλλά δεν μπόρεσα να αποκρυπτογραφήσω την αντίθεση. Η μουσική του Μίνωα Μάτσα έντυσε εύστοχα την παράσταση.

Ο Νίκος Διαμαντής επέλεξε πολλές φορές, στις 3,5 ώρες που διήρκεσε η παράσταση, το μετωπικό στήσιμο, που δεν ήταν πάντα λειτουργικό, και κάποιες φορές ένιωθε ο θεατής την αμηχανία των ηθοποιών. Είμαι σίγουρη ότι ο Νίκος Διαμαντής δούλεψε πολύ αυτή την παράσταση. Όπως είμαι σίγουρη ότι πολλές από τις ιδέες του δεν ξετυλίχτηκαν μέχρι το τέλος. Και άφησε πολλά ημιτελή…

Αυτό ήταν το πρώτο πρόβλημα. Το δεύτερο ήταν η διασκευή των αδελφών Κούφαλη, οι οποίοι έκαναν μια τεράστια και κοπιώδη δουλειά, κατάφεραν να περάσουν όλη την ιστορία, τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες ευκρινώς στο κοινό, όμως δεν έγινε το ίδιο με το εύρος και το βάθος του ντοστογιεφσκικού σύμπαντος. Το τρίτο βασικό πρόβλημα ήταν ο γενικός ρυθμός και η διάρκεια της παράστασης• και τα δύο ήθελαν το λεγόμενο «μάζεμα».

Σε ό,τι αφορά τις ερμηνείες και κυρίως την πολυσυζητημένη επιλογή του Πέτρου Φιλιππίδη για το ρόλο του πρίγκιπα Μίσκιν: ο Πέτρος Φιλιππίδης είναι ένας πολύ ταλαντούχος ηθοποιός. Έχει, ασφαλώς, γίνει γνωστός και δημοφιλής όχι από ρόλους ρεπερτορίου, αλλά από πιο εμπορικές επιλογές.  Όμως το ταλέντο του είναι παρόν. Και ειδικά στο πρώτο μέρος, μετέδωσε με ευαισθησία την ταπεινότητα, τις αποχρώσεις, τις ταλαντεύσεις και το βάθος του Μίσκιν. Όχι όμως και στο δεύτερο μέρος, που έγινε παραπάνω εξωστρεφής απ’ όσο έπρεπε. Και καθόλου δεν θεωρώ πρόβλημα που δεν ήταν ένας περίπου 30άρης Μίσκιν. Δεν βάρυνε διόλου η ηλικία του στο τελικό αποτέλεσμα.

Η Ναστάζια Φιλίπποβνα της Μαρίας Κίτσου είναι από τις καλύτερες στιγμές της δικής της διαδρομής και τις καλύτερες της παράστασης. Εξίσου επιτυχημένη και η Αγλαΐα Ιβάνοβνα της Λένας Παπαληγούρα, η οποία όμως βρέθηκε, εκούσα άκουσα, σε αρκετές στιγμές ομαδικής σκηνικής αμηχανίας. Δεν θα μπορούσα να παραλείψω, όμως, εκείνη την εξαιρετική στιγμή, ίσως από τις δυο τρεις καλύτερες της παράστασης, της συνάντησης και της σύγκρουσης των δύο γυναικών που διεκδικούν τον Μίσκιν (από διαφορετική αφετηρία, αντίληψη και πρόθεση η καθεμιά). Και είναι από τις λίγες φορές που εκείνες οι παλέτες παίζουν έναν εύστοχο σκηνικό ρόλο. Ο Ραγκόζιν του Γιάννη Στάνκογλου ήταν όπως έπρεπε να είναι: παρορμητικός, αυτοκαταστροφικός, ασυγκράτητος, παθιασμένος, καταραμένος. Τον απέδωσε άψογα, μόνο που κάποιες στιγμές παρασύρθηκε από το συνολικότερο επιφανειακό κλίμα της παράστασης. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί ήταν είτε αξιοπρεπείς (Στάθης Μαντζώρος στο ρόλο του Γαβρίλα) είτε υπερβολικά κραυγαλέοι.

Ο «Ηλίθιος» του Νίκου Διαμαντή ήταν μια παράσταση που στήθηκε με αγάπη και επιμέλεια, έχει αρετές, έχει όμως και αστοχίες. Αν ήταν μπορετό να μαζευτεί λίγο η διάρκεια και ο ρυθμός της, ίσως θα ήταν μια παράσταση που θα μπορούσε να γνωρίσει τον Ντοστογιέφκσι σ’ ένα ευρύ κοινό.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ