Metamanias Θέατρο Το ημερολόγιο του φεστιβάλ

Ένας “Αγαμέμνονας” χωρίς ραχοκοκαλιά

Με τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις, δεύτερη παράσταση για φέτος στο Φεστιβάλ Επιδαύρου, εγκαινίασα τα φετινά Επιδαύρια. Τα συναισθήματα είναι πάντα τα ίδια όταν φτάνει κανείς στο αρχαίο θέατρο, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες φορές κι αν έχει κάνει τη διαδρομή, όσες παραστάσεις κι αν έχει δει. Αναγνωρίσιμα πια τα τοπόσημα της διαδρομής, παρούσα πάντα η αγωνία λίγο πριν φανεί στο οπτικό μας πεδίο το θέατρο -πόσο κόσμο να έχει άραγε;-, με τον ίδιο τρόπο η πρώτη επαφή με την παράσταση πηγαίνοντας στις θέσεις μας και περιεργαζόμενοι το σκηνικό, γοητευτική και συγκινητική κάθε φορά η είσοδος του θιάσου από το βάθος…

Μια απλή ξύλινη εξέδρα ήταν το σκηνικό που έστησε ο Κέννυ ΜακΛέλλαν (μόνιμος συνεργάτης του Γκραουζίνις), που μας έχει συνηθίσει στα λιτά σκηνικά, με μια πύλη λίγο αλλούτερη πάντως, γεμάτη προβολείς στο περίγραμμά της.

Ο χορός των γερόντων, των κατοίκων του Άργους που έχει μείνει πίσω, μπαίνει στη σκηνή κρατώντας σημερινά μπαστούνια, από αυτά που στηρίζουν και τον βραχίονα. Πρώτος εμφανίζεται πάνω στη ξύλινη εξέδρα, ο φύλακας (Θοδωρής Κατσαφάδος) που λαχανιασμένος και συνεπαρμένος λέει ότι είδε τους πυρσούς της φρυκτωρίας να μεταδίδουν το μήνυμα: «Η Τροία έπεσε»! Και είναι η διαδρομή αυτής της φλόγας, από βουνό σε βουνό κι από νησί σε νησί, κι από βίγλα σε βίγλα, μέχρι το Άργος, ένα από τα πολύ συγκινητικά σημεία του αισχυλικού κειμένου. Και είναι εκεί το πρώτο δείγμα της μετάφρασης του Γιώργου Μπλάνα, σταχυολογώ φράσεις: («δίδυμοι πύργοι απόρθητοι», «πολυσύχναστη γυναίκα», «επάρατο ραβδί μας»). Κι εκείνο το πρώτο χορικό των γηρατείων ήταν από τα πιο εντυπωσιακά, με την αλλαγή της στάσης του σώματός τους και της φωνής, παρ’ ότι ήδη είχε αρχίσει να μας ξενίζει ο περίεργος τονισμός των φράσεων, γιατί στην πορεία υπήρξαν άνισες και αδέξιες σκηνές στα χορικά. Παρακολουθούσα και το ελληνικό κείμενο στις οθόνες υπερτίτλων, και διαπίστωσα ότι η εκφορά του λόγου προσπερνούσε επιδεικτικά τα σημεία στίξης του κειμένου! Άποψη; Πάντως, ευχάριστη δεν ήταν.

Κι αν ο Θοδωρής Κατσαφάδος, που κουβαλούσε και μια βραχνάδα (από τις πρόβες;) ανέλαβε την άχαρη συνθήκη της πρώτης εμφάνισης και της δημιουργίας σχέσης με το κοίλον, ο Αργύρης Πανταζάρας (κήρυκας), μετέδωσε διαφορετικά την αγωνία του ρόλου και τις ρωγμές του, δείχνοντας το ταλέντο του, παρά τη σύντομη εμφάνισή  του. Και τότε είναι που εμφανίζεται η Κλυταιμνήστρα (Μαρία Πρωτόπαππα). Και τότε είναι που οι απορίες πολλαπλασιάστηκαν. Γιατί εκείνη, η βασίλισσα, η δυναμική και δαιμόνια γυναίκα, εμφανίζεται με ξανθιά περούκα, μ’ ένα φόρεμα παλ που μάλλον από τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης  ερχόταν ίσως και από τα ευρωπαϊκά σαλόνια του 19ου αιώνα (κοστούμια Κέννυ ΜακΛέλλαν, ανεπιτυχώς συνδεδεμένα με την παράσταση). Η περίεργη εκφορά του λόγου, στην αρχή της εμφάνισης της Κλυταιμνήστρας προκάλεσε αρχικά μιαν ακόμη αμηχανία, αλλά γρήγορα η έμπειρη και στιβαρή Μαρία Πρωτόπαππα βρήκε τα πατήματά της και μετέδωσε εύστοχα τις μεταστροφές της πλεκτάνης που ύφαινε η πληγωμένη βασίλισσα.

Ο Αγαμέμνων (Γιάννης Στάνκογλου) επιστρέφει στο Άργος, φέρνοντας μαζί του και την Κασσάνδρα (Ιώβη Φραγκάτου). Η Κλυταιμνήστρα τον πείθει να πατήσει πάνω στην πορφύρα του νικητή που του έστρωσε, εκείνος πείθεται  -σ’ αυτό το σημείο ο Αλέκος Γιάνναρος, που επιμελήθηκε τους φωτισμούς και συνέβαλε σε ένα από τα πιο επιτυχημένα σημεία της παράστασης, όπως και ο Χάρης Πεγιάζης που επιμελήθηκε τη μουσική και τη μουσική διδασκαλία- φώτισε μ’ έναν κατακόκκινο προβολέα την ξύλινη εξέδρα και πάνω εκεί περπάτησε ο Αγαμέμνων. Ο Γιάννης Στάνκογλου μετέδωσε με άνεση την έπαρση, την ειρωνεία, τον ναρκισσισμό και την αφέλεια του ισχυρού αρσενικού, ενώ η Κασσάνδρα δεν κατάφερε να δείξει επαρκώς τον μη υγιή ψυχισμό αυτού του δύσκολου όσο και γοητευτικού ρόλου.

Στο σύνολό της ήταν μια παράσταση που προκάλεσε μάλλον αμηχανία σε πολλούς από τους θεατές (4 έως 4,5 χιλιάδες την Παρασκευή), παρότι υπήρξαν και αρκετοί που το χειροκρότησαν θερμά. Εν πολλοίς δεν φάνηκε να έχει κάποιον άξονα, δεν φάνηκε να έχει σκεπτικό και άποψη, ήταν μια στατική και μετωπική παράσταση, που παρέπεμπε άχαρα σε κάτι κλασικό και εξίσου άχαρα σε κάτι πιο μοντέρνο. Όσο για τη μετάφραση του αγαπητού Γιώργου  Μπλάνα, νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά που με έφερε επίσης σε αμηχανία. Την βρήκα σε κάποιες στιγμές με ακατανόητους νεωτερισμούς, και σε κάποιες άλλες επιδεικτικά ποιητική. Και σε άλλα σημεία υπέροχη.

Με λίγα λόγια, ο «Αγαμέμνων» δεν ήταν η καλύτερη στιγμή του Τσέζαρις Γκραουζίνις στο αρχαίο δράμα. Προσπάθησε μάλλον να μεταφέρει σε μια πιο σημερινή συνθήκη τη σύγκρουση Αγαμέμνονα-Κλυταιμνήστρας, αλλά αυτό δε λειτούργησε.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ

Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού