Εικαστικά Θέατρο

Εύα Νάθενα: “Είναι πολύ σημαντικό θέμα οι δάσκαλοι στη ζωή”

Τα ονόματά τους δεν πρωταγωνιστούν. Η δουλειά τους όμως, η δουλειά των σκηνογράφων και των ενδυματολόγων, αναμφίβολα απογειώνει ή μουντζουρώνει μια παράσταση. Παρ’ όλα αυτά ελάχιστες φορές φωτίζονται από τους προβολείς -όπως και άλλοι ουσιαστικοί και καθοριστικοί συντελεστές μιας θεατρικής δουλειάς.

Την Εύα Νάθενα τη γνώρισα πρώτα από τις δουλειές της πάνω στη σκηνή και μετά εκ του σύνεγγυς. Το πρώτο πράγμα που θα μπορούσα να πω για εκείνη είναι το πόσο παθιάζεται, το πόσο την αφορούν και το πόσο στηρίζει τις δουλειές των φίλων της. Ιδίως, και κυρίως, όταν η ίδια δεν εμπλέκεται καθόλου σ’ αυτή την προσπάθεια. Στην πορεία παρακολουθούσα, κυρίως από τις αναρτήσεις της στο facebook, τις νύξεις για τη σκηνογραφία που ετοίμαζε κάθε φορά (τον περασμένο χειμώνα στην παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού «Ενα τραμ με το όνομα Πόθος» και αυτό το καλοκαίρι στην «Αντιγόνη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια, απόψε θα βρίσκεται για δεύτερη βραδιά στο Ηρώδειο).

Θέλησα να μάθω περισσότερο γι’ αυτό το ντελικάτο αλλά δυναμικό και πεισμωμένο κορίτσι. Πώς ξεκίνησε, τι την οδήγησε στο χώρο της σκηνογραφίας, ποιοι άνθρωποι καθόρισαν τη διαδρομή της…

«Από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου, ζωγράφιζα. Ήταν κάτι αβίαστο. Και πάντα έχω τη μνήμη του νηπιαγωγείου, και υπέφερα νιώθοντας εγκλωβισμένη εκεί την πρώτη μέρα. Αλλά μόλις η δασκάλα μας έδωσε κάτι να ζωγραφίσουμε εγώ βρέθηκα στο δικό μου χωροχρόνο. Και ενθουσιασμένη περίμενε η δασκάλα τη μαμά μου για να της πεις ότι “το παιδί σας θα γίνει ζωγράφος”. Και της έδειξε έκπληκτη αυτό που είχα ζωγραφίσει. Είχα ζωγραφίσει έναν κανονικό άνθρωπο. “Δείτε τι έχουν κάνει τα άλλα παιδάκια!” είπε στη μαμά μου. Είχαν κάνει εκείνα τα γνωστά κουλουράκια με τις γραμμούλες για χεράκια και ποδαράκια. Εγώ είχα ζωγραφίσει τον μήνα Φλεβάρη. Άκουσα τους μήνες του έτους, μου αποτυπώθηκε το όνομά του γιατί μου άρεσε και το ότι ήταν κουτσός. Κι εγώ ζωγράφισα έναν κανονικό άνθρωπο, με μπαστούνι… Σιγά σιγά αντιλήφθηκα ότι με τη ζωγραφική  κλεινόμουν σ’ έναν δικό μου κόσμο που ήταν αυτάρκης. Όλα αρκούσαν, δεν ήθελα τίποτ’ άλλο. Μεγαλώνοντας, ζωγράφιζα διαρκώς. Η μητέρα μου με ενθάρρυνε πολύ, αλλά ο πατέρας μου κάπως φοβόταν αυτή την κατεύθυνση, με είχε κάπως αδιόρατα ευνουχίσει, κι έτσι άρχισα να δοκιμάζω κι άλλα πράγματα. Και την ώρα της εφηβείας της δύσκολης, εγώ επέστρεψα πάλι εκεί, στο καταφύγιό μου. Και επέστρεψα τόσο παθιασμένα, που δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο, μόνο εγώ και η ζωγραφική». Μέχρι το τέλος του Λυκείου η Εύα Νάθενα ζωγράφιζε για τον εαυτό της, ενώ παράλληλα έκανε στίβο, και σπούδαζε κλασικό τραγούδι! «Μεγάλωσα με τον Μουσικό Αύγουστο στο Ηράκλειο Κρήτης. Κι έτσι γνώρισα πολύ νωρίς τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Κάρολο Κουν, …»

Κάπου στα 17 της ξαναγύρισε στη ζωγραφική. Ένας καθηγητής στο φροντιστήριο -για σχολή της Γ ή της Δ Δέσμης- που είδε έργα της, την προέτρεψε και τη βοήθησε να πάρει μέρος σε έναν πανελλήνιο διαγωνισμό, όπου πήρε το πρώτο βραβείο. Την έφερε σε επαφή με την εικαστικό Ασπασία Παπαδοπεράκη, έκανε φροντιστήριο για την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, και πέρασε πρώτη στην ΑΣΚΤ στη Θεσσαλονίκη. Στην ΑΣΚΤ της Αθήνας ήρθε πρώτη επιλαχούσα, αλλά παραδέχεται η Εύα Νάθενα ότι στην Αθήνα πήγε στις εξετάσεις με κάποιο δέος. Πήγε λοιπόν στις εξετάσεις της Θεσσαλονίκης αποφασισμένη να περάσει. «Και τότε κατάλαβα ότι δεν ξαναέχει τροχοπέδη μέσα μου. Θα θέλω κάτι πολύ και θα το κάνω» λέει με αφοπλιστική φυσικότητα, και νομίζω ότι αυτό δεν το έχει ούτε στιγμή από τότε, σε καμία φάση της επαγγελματικής της διαδρομής, χάσει.

Γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά πήρε αναβολή για έναν χρόνο και αποφάσισε να κάνει δεύτερη χρονιά φροντιστήριο. «Ήθελα να μάθω για μένα, γιατί κατάλαβα ότι ο χώρος της γνώσης είναι αχανής και ήθελα αυτόν τον χώρο να τον προσεγγίσω περισσότερο. Οι δάσκαλοί μου έβλεπαν ότι ψάχνω, με έσπρωξαν και με μύησαν σε άλλα πράγματα, όχι τόσο ως προετοιμασία για την Καλών Τεχνών. Και με έστειλαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου πέρασα όλη μου τη χρονιά εκεί, σχεδιάζοντας επιτύμβιες στήλες και διάφορα άλλα, συνδυάζοντας μαθηματικά, μετρήσεις, κ.ά. Και γέμισα με γνώσεις που είναι το δεύτερο δέρμα.

Αν ξέρω αναλογίες και αν μπορώ να καταλάβω κάποια πράγματα είναι γιατί αυτή η δεύτερη χρονιά των σπουδών, που περίσσευε ίσως για άλλους, για μένα ήταν πολύ σημαντική και σοβαρή. Και αυτά έχω στο μυαλό μου ακόμα. Βάσει αυτών λειτουργώ. Οι αρχαίοι τα είχαν πει όλα. Οι αναλογίες και οτιδήποτε φανταζόμαστε και δεν φανταζόμαστε, το κάδρο, τα πάντα όλα είναι εκεί. Αρκεί να τα διαβάσεις».

Και καθώς μου περιγράφει η Εύα Νάθενα τα πρώτα της βήματα, είναι σαν να μου περιγράφει το μάρμαρο με το σχίσιμο που κυριαρχεί στη σκηνή της «Αντιγόνης» στη φετινή παράσταση. «Κι εγώ νόμιζα ότι αυτό το σκηνικό ήταν ένας φόρος τιμής για τον Στέφανο Λαζαρίδη, αλλά έχεις δίκιο. Επίσης σ’ αυτή τη δουλειά, επειδή με τη λέξη ελληνικότητα έχει υπάρξει μεγάλη παρεξήγηση, εγώ τα τελευταία χρόνια διαβάζω την ελληνικότητα που πήγαζε και απέρρεε από τα έργα του Γιάννη Κουνέλλη. Αυτός ο άνθρωπος έφυγε μακριά για να διαβάσει την Ελλάδα μ’ έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Και τη διάβασε, κατά τη γνώμη μου, έξοχα. Και φαινομενικά η δουλειά της “Αντιγόνης” δεν έχει καμία σχέση με τον Κουνέλλη, αλλά ξέρω μέσα μου βαθιά, ότι αυτές οι εικόνες του με ενέπνευσαν». Μ’ έναν τρόπο και σ’ αυτή τη δουλειά έρχονται και συναντιούνται διάφορα  ερεθίσματα από την αρχική της διαδρομή μέχρι τους ανθρώπους που θαύμασε και την ενέπνευσαν, τους ανθρώπους που θέλει να τιμήσει. Και όλα αυτά συναντιούνται, της λέω. «Έτσι είναι. Ο δάσκαλός μου, που είναι πολλή σοβαρή ιστορία για μένα και είναι ο Διονύσης Φωτόπουλος, και πάντα υπάρχει στην άκρη του μυαλού μου. Έστω και τα μάτια που με βλέπουν, μετράνε, και τοποθετούν τη δουλειά μου αλλιώς. Κι όχι μόνο ο δάσκαλός μου, αλλά κι ο δάσκαλος του δασκάλου μου, ο Γιάννης Τσαρούχης».

Στη ΑΣΚΤ είχε καθηγητή τον Χρόνη Μπότσογλου στη ζωγραφική – «σπουδαίος δάσκαλος», μου λέει- ο οποίος προλόγισε και την πρώτη της έκθεση και τον Γιώργο Ζιάκα στη σκηνογραφία, που ήταν η δεύτερη κατεύθυνση που διάλεξε. «Είναι πολύ σημαντικό θέμα οι δάσκαλοι στη ζωή. Είτε τους διαλέγεις, είτε σε διαλέγουν, είτε τους συναντάς μετά θάνατον, είναι σημαντικό τι θα βάλεις μέσα σου. Σκηνογραφία διάλεξα γιατί ως παιδί έβλεπα θέατρο, κι όχι μόνο έβλεπα, είχα και άποψη. Έλεγα από τότε “αν το έκανα εγώ, θα το έκανα έτσι”. Σκηνογραφία, λοιπόν. Ο Ζιάκας, από το πρώτο μάθημα, άρχισε να διηγείται αυτές τις τρομερές ιστορίες -οι ιστορίες του θεάτρου είναι συναρπαστικές.  Η τάση μου η φυσική δεν ήταν να σπουδάσω αυτό το πράγμα, ήταν να γίνω μέρος αυτών των ιστοριών. Ενείχε ένα περίεργο θάρρος και θράσος της νιότης, και σκεφτόμουν “θα γίνω ποτέ μέρος αυτών των ιστοριών;” Άκουσα λοιπόν την πρώτη μέρα τι σημαίνει να είσαι στο παρασκήνιο, έτυχε να διαβάσω μια περιγραφή του Βασίλη Φωτόπουλου, που έλεγε ότι μπαίναμε στο θέατρο και πετάγαμε τα παπούτσια μας και τα φοράγαμε μετά την πρεμιέρα… όλα αυτά με έκαναν να πω ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου.  Από τις παραστάσεις του με τον Τσιάνο, με τον Αγγελόπουλο… Κι έφτασε μια μέρα, στα 26 μου κιόλας, γιατί έφτασαν πολύ νωρίς τα πράγματα για μένα, και από τα 22 μου ήμουν βοηθός του Φωτόπουλου και του Ζαρίφη, κι έφτασα στα 26 μου να κάνω τα σκηνικά και τα κοστούμια στη «Λούλου» του Γιώργου Μιχαηλίδη. Και ένας άλλος δάσκαλος, ο Γιώργος Πάτσας είχε αναφερθεί σε μένα σε μια συνέντευξή του. Κι είχα κάνει και τότε, στη “Λούλου”, ένα μαρμάρινο σκηνικό. Και το μόνο που με συμβούλευσε ο Διονύσης Φωτόπουλος τότε που ανέλαβα τη δουλειά στον Μιχαηλίδη ήταν να πάω έτοιμη. Και έτσι πήγα. Διάβαζα το κείμενο όλο το καλοκαίρι και πήγα στον Γιώργο Μιχαηλίδη με έτοιμη τη μακέτα…». Και κάπως έτσι ξεκίνησε η επαγγελματική της διαδρομή. Και σ’ αυτό το σημείο, μέσα από την κουβέντα, συνειδητοποιεί η Εύα Νάθενα ότι και τότε είχε καταφύγει στο μάρμαρο και στη θητεία της στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Αφηγείται διαρκώς ιστορίες η Εύα Νάθενα, και πράγματι αποτελεί μέρος των ιστοριών του θεάτρου, όχι μόνο με τη δουλειά της και τις ιστορίες κάθε δουλειάς, αλλά και ιστορίες μεγάλων θεατρανθρώπων με τους οποίους γνωρίστηκε απλώς ή συνεργάστηκε.

Κι αυτές τις ιστορίες τις αφηγείται με αγάπη, με χρώματα, με κεντίδια (όπως αυτά που έχει η ίδια κεντήσει στα κοστούμια της «Αντιγόνης»), με τρυφερότητα για τον κάθε άνθρωπο και την κάθε στιγμή, μεταφέροντας τον συνομιλητή της στην εποχή και στη στιγμή. Στήνοντας ένα σκηνικό κάθε φορά.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ