Metamanias Θέατρο

Δυο κλασσικοί με άποψη

Της ΟΛΓΑΣ ΣΕΛΛΑ

Με δύο παραστάσεις θα καταπιαστώ σήμερα, που είναι πολύ διαφορετικές όσο και με πολλά κοινά στοιχεία. Η καθεμιά τους μεταφέρει στη σκηνή διαφορετικά κείμενα: η πρώτη, σε σκηνοθεσία της Γιολάντας Μαρκοπούλου, μεταφέρει στο «Υπόγειο» του Θεάτρου Τέχνης, ένα εμβληματικό έργο της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας, την Eroica του Κοσμά Πολίτη. Η δεύτερη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, μεταφέρει ένα αγαπημένο θεατρικό κείμενο, τον «Επιθεωρητή» του Νικολάι Γκόγκολ.

Δύο παραστάσεις που διαφέρουν ως προς το υλικό, αλλά συναντιούνται ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης και μεταφοράς στη σκηνή αυτού του υλικού, που δεν είναι σημερινό, αλλά το κάνουν, και οι δύο, εξαιρετικά σύγχρονο. Ας τα δούμε ένα ένα:

Η Eroica εκδόθηκε το 1937, θα μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί το πρώτο  μυθιστόρημα της εφηβικής λογοτεχνίας και είναι η πρώτη φορά που μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή. Στο φουαγιέ του Υπογείου μας υποδέχθηκε, μια περικεφαλαία με έντονα χρώματα. Ήταν κάτι σαν έκθεση; Ήταν μια αναφορά; Όχι, ήταν το βασικό σκηνικό και ενδυματολογικό υλικό της παράστασης της Γιολάντας Μαρκοπούλου, το φορούσαν στη διάρκεια της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί που ερμήνευαν τους εφήβους του τότε, του σήμερα, του αύριο και ήταν δυνατό, εύστοχο και επαρκές (το δεύτερο σκηνικό του Πάρι Μέξη που βλέπω φέτος και γοητεύομαι). Άλλη μια περικεφαλαία είναι στημένη στη μέση της σκηνής του Υπογείου. Και μετά εμφανίζονται οι ηθοποιοί, η παρέα των εφήβων, που μπαίνει σε ξένες αυλές, που ερωτεύεται, που αναζητά, που διαψεύδεται, που ονειρεύεται, που κάνει ζημιές και λάθη, που γνωρίζει την αγάπη αλλά και τον θάνατο, που περνάει από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Αυτό είναι το έργο του Κοσμά Πολίτη, αλλά πώς θα το μεταφέρεις αυτό στη σκηνή, και μάλιστα με τρόπο που να αγγίζει το σήμερα και τις σημερινές εφηβικές συμπεριφορές; Και χωρίς να προδίδεις το γοητευτικό κλίμα του κειμένου του Κοσμά Πολίτη; Νομίζω ότι η Γιολάντα Μαρκοπούλου τα κατάφερε μια χαρά. Χάρη στο κέφι, το ρυθμό (εξαιρετική η κίνηση που επιμελήθηκε η Σοφία Μαυραγάνη), το πάθος, την ανωριμότητα -ακόμα ακόμα- μερικών από τους πολύ νέους ηθοποιούς στους οποίους εμπιστεύτηκε την παράστασή της. Οι οποίοι απέδωσαν θαυμάσια την εφηβική παρορμητικότητα, την ατολμία, την αδεξιότητα, τη συστολή, το θράσος, τον χαβαλέ όπως θα λέγαμε σήμερα. Και με εκείνη την επί σκηνής μπάντα (μουσική Βασίλης Τζαβάρας με τη συμβολή του θιάσου), εφηβική και άγουρη κι αυτή, πέρασε στο σήμερα και στα χαρακτηριστικά που σήμερα μπορούμε να αναγνωρίσουμε στους εφήβους. Που μπορεί να περιλαμβάνουν σκληρότητα, βιαιότητα, δύναμη και ορμή ασφαλώς, το μπουλινγκ, αλλά την ίδια στιγμή έχουν σίγουρα τρυφερότητα, πάθος, αφοσίωση, συναίσθημα, υπέρμετρο συναίσθημα. Στη σκηνή του Υπογείου αυτή η παρέα είναι σε χρόνο άχρονο, και σε τόπο που θα μπορούσε να είναι παντού. Αλλά πατάει και στον Κοσμά Πολίτη και στο σήμερα, (πολύ καλή η δουλειά της Ελενας Τριανταφυλλοπούλου στη δραματουργία). Έχει τον θόρυβο, τη διάθεση για πρόκληση και το θράσος που δεν μας είναι άγνωστα από τη σημερινή εφηβική νεότητα, έχει το κείμενο του Κοσμά Πολίτη, τις ρωγμές, τους λυρισμούς του, τη συγκίνησή, το συναίσθημα που μεταδίδει, το υπερβολικό συναίσθημα της εφηβείας. Το είδα στην πρεμιέρα, και διέκρινα τις ατέλειες (στο ρυθμό της παράστασης κυρίως), που όμως δεν μείωσαν την οπτική της Γιολάντας Μαρκοπούλου, την αγάπη και την έμπνευση με την οποία καταπιάστηκε με το κείμενο του  Κοσμά Πολίτη. Οι ηθοποιοί νέοι έως νεότατοι, έκαναν το καλύτερο δυνατό τους. Μακράν ο καλύτερος, ο Νικόλας Μίχας.

Δύο παρατηρήσεις: Θα μπορούσε το Θέατρο Τέχνης να το προβάλλει και να το προτείνει σε εφηβικές ομάδες κοινού; Θα ήταν κάτι πολύ ταιριαστό και ωφέλιμο. Πολλαπλώς. Το δεύτερο είναι οι φωτογραφίες promotion (δεν στάλθηκαν ποτέ φωτογραφίες της παράστασης). Θα τις δείτε, αλλά δεν θα έχετε καμία εικόνα από την παράσταση που είδαμε.

Ο «Επιθεωρητής», παράσταση βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Νικολάι Γκόγκολ, παρουσιάζεται στο Θέατρο Scrow, της οδού Αρχελάου στο Παγκράτι. Από τη μία πλευρά αυτή τη φορά οι θέσεις των θεατών, και η Κατερίνα Αριαννούτσου που υπογράφει τα σκηνικά εκμεταλλεύτηκε και αξιοποίησε και το πατάρι-εξώστη, που το έκανε παρασκήνια, χώρο προετοιμασίας της παράστασης, θέατρο ΠΡΙΝ το θέατρο, θέατρο μέσα στο θέατρο. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου και ο Πάνος Παπαδόπουλος επιμελήθηκαν τη διασκευή και τη δραματουργική επεξεργασία και μετέφεραν με κέφι, με χιούμορ, αλλά διόλου επιδερμικά όλα όσα θίγει ο Γκόγκολ στο κείμενό του: το γλείψιμο προς την εξουσία, την έπαρση, τη φαντασίωση της μεγάλης ζωής και της ευμάρειας, την ημιμάθεια, την επαρχιώτικη και χοντροκομμένη συμπεριφορά που  καμώνεται πως είναι σικ (την μετουσιώνει έξοχα η Μαρία Διακοπαναγιώτου), αλλά και εκείνη τη διάψευση από τον ανύπαρκτο, τον φαντασιακό έρωτα (κι ας έχει επενδύσει το περιβάλλον στη φαντασιωτική κοινωνική άνοδο).

Η ιστορία είναι γνωστή: σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας φτάνει η πληροφορία ότι έρχεται ο Επιθεωρητής!!! Ο τοπικός Έπαρχος (θαυμάσιος ο Θανάσης ο Ζερίτης) που έχει κάνει τις μικρομέγαλες λαμογιές του, ταράζεται, αγωνιά, αγχώνεται. Το ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του, η γυναίκα του και η κόρη του (Μαρία Πετεβή). Μέχρι που διαχέεται η πληροφορία ότι ο Επιθεωρητής έχει φτάσει ινκόγκνιτο στην πόλη. Ποιος είναι; Πού μένει; Κι εκεί αρχίζουν οι παρεξηγήσεις και τα μπερδέματα. Διότι στο πρόσωπο ενός γοητευτικού απατεωνίσκου και τζογαδόρου, του Χλεστιακόβ (Πάνος Παπαδόπουλος, ιδιαίτερη στόφα ηθοποιού) ο Έπαρχος «βλέπει» τον Επιθεωρητή και ο Επιθεωρητής βλέπει τον… μήνα που θρέφει τους έντεκα! Η φωνή της λογικής και της επαναφοράς στην πραγματικότητα (που δεν εισακούεται) είναι ο υπηρέτης του, ο Οσίπ (απολαυστικός, άνθρωπος-ορχήστρα ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος). Κι όλα αυτά με εμβόλιμα στοιχεία αλλά και με το μοτίβο του έργου του Γκόγκολ, συχνά εν είδει αφήγησης. Με ευφάνταστα και πανέξυπνα σκηνικά αντικείμενα (η βούρτσα-τηλέφωνο, το βαμβακάκια του ντεμακιγιάζ-ρούβλια, οι ήχοι -είτε μέσω αντικειμένων, είτε από τις φωνές των ηθοποιών-, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες -σπαρταριστές-, κ.ά.) που δεν είναι ακριβά, αλλά δεν είναι ευτελή, είναι απλώς πανέξυπνα και θεατρικά. Θα ήταν άδικο να παραλείψω τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, εξίσου εύστοχα, εξίσου υπαινικτικά, εξίσου ευφάνταστα στην απλότητά τους, όσο και την κίνηση που φρόντισε η Μαρίζα Τσίγκα. Ίσως να περισσεύουν μερικά σημεία της διασκευής που παραπέμπουν σε πολύ σημερινό, ίσως γυμνασιακό χιούμορ (που όμως οι νέοι θεατές το απολάμβαναν), αλλά στο σύνολό της ήταν μια πρόταση με κέφι, με χιούμορ, με άποψη, με αποτελεσματικότητα. Η σκηνή του μονόλογου του Χλεστιακόβ και η σκηνή του τέλους απέδειξε τη βαθύτητα της προσέγγισης του έργου.

Με λίγα λόγια, αν είστε ανοικτοί θεατές, αν θέλετε να δείτε Γκόγκολ λίγο αλλιώς, θα περάσετε υπέροχα στο Scrow.

Δύο παραστάσεις με νέους ανθρώπους, τόσο σκηνοθέτες όσο και ηθοποιούς, που είχαν άποψη, ιδέες, είχαν σεβασμό και ευαισθησία για το κείμενο με το οποίο καταπιάστηκαν. Και είχαν ένα αποτέλεσμα που μπορεί να μην ήταν τέλειο, αλλά είχε πρόταση, είχε άποψη, είχε πάθος, είχε θεατρικότητα.