featured Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν Πες μου μια ιστορία

Δανάη Σπηλιώτη: Η Λάλα που ξεγελάει τη σκιά της

Η Λάλα έχει ακόμα τα παιδικά της δόντια. Βαθιά μέσα της είναι κοκκινομάλλα. Και σ’ αυτό οφείλει μια αύρα αυθάδειας που πάντα την τυλίγει. Ακούει τον κόσμο να την φωνάζει με άλλο όνομα, μα όταν γυρίζει βλέπει μόνον τη σκιά της. Έχει ζήσει αρκετά χρόνια για να ξέρει ότι η ζωή είναι σκληρή. Στα δεκατρία της πρόσεξε πρώτη φορά το χρώμα των ματιών της, κι αυτό της κόστισε πολύ. Τρόμαξε, έκανε πίσω και χώθηκε σε μια τρύπα στους τοίχους του χωμάτινου σπιτιού της. Τώρα πια ξέρει πως δεν πρέπει να την νοιάζει το χρώμα των ματιών και έχει μάθει να ξεγελάει τη σκιά της. Να της γλιστρά την ώρα που εκείνη κοιμάται ή χαζεύει, ή πλένει τα πιάτα. Κι άλλοτε την πιάνει και χέρι χέρι χορεύουν άλλα ντ’ άλλα την «Ξανθούλα». Και γελάνε και πιάνουν τις κοιλιές τους και κατουριούνται. Τώρα θέλει να της μάθει να περπατά ανάποδα στο ταβάνι. Όμως η σκιά δεν έχει πάντα όρεξη, γιατί κοιτάζει τους λογαριασμούς και το δέρμα της στον καθρέφτη.

Τους λογαριασμούς η Λάλα δεν τους καταλαβαίνει. Και τους καθρέφτες τους φοβάται. Όπως και τις αλεπούδες.

Η Λάλα ξέρει να φτιάχνει κούνιες, να σκάβει και να βρίζει. Της αρέσει να ζωγραφίζει με νερομπογιές, κυρίως με το μπλε, το ροζ και το κίτρινο. Αγαπάει το μπαλόνι του Φιλέα Φογκ, τα ποντίκια που χορεύουν στην αποθήκη, τα κομματάκια τυριού κάτω από το τραπέζι της κουζίνας, τους σκαμμένους τοίχους, τον Tim Buckley, τον Nick Drake, τον Cohen, τον Robert Walser, τον Dostoyevsky, τον Chekhov, να βουτά στη θάλασσα το απόγευμα, τα τσίσα στα πόδια το καλοκαίρι, τη μυρωδιά του χώματος, τον ήλιο όταν δεν την παίρνει χαμπάρι και τον πιάνει στα πράσα, τα δάκρυα και τις βροντές.

Η Λάλα δεν κάνει ποτέ μπάνιο, ούτε χτενίζεται, ούτε κόβει τα νύχια της. Βαριέται την αριθμητική. Δεν κάνει κακά της ποτέ, γιατί ποτέ δεν τρώει, παρόλο που συχνά της προσφέρουν ζουμερό κρέας. Αντιθέτως κάνει τσίσα της πολύ συχνά στην τουαλέτα ή και έξω στην φύση, γιατί αγαπά πολύ το νερό κι όλο βρέχεται και παίζει στις χαλασμένες βρύσες των αυλών και γεμίζει το στόμα της κι ύστερα φτύνει το νερό και πιτσιλάει σκιές και ξωτικά και παππούδες, κι έπειτα όπου φύγει φύγει. Καμιά φορά μπερδεύεται στο απλωμένο λάστιχο και χτυπά το γόνατο και μετά το γλύφει.

Φοράει άσπρο βρακί. Με ελαφρύ λάστιχο για να κατεβαίνει εύκολα και να μην την ενοχλεί στα ακροβατικά. Καμιά φορά βγάζει το βρακί. Άλλοτε κάνει το βρακί σφεντόνα και το πετάει στα αγόρια που τρομάζουνε τις γάτες.

Δεν έχει μαμά, έχει μόνο γιαγιά. Ή μπορεί και να ‘χε, μα την έχει ξεχάσει από τότε που εκείνη την άφησε, έκοψε τα μαλλιά της κι έγινε σκιά. Το μόνο που θυμάται όταν σκέφτεται τη μαμά της, είναι κάτι χάρτινα καραβάκια σε ένα σιντριβάνι στη στοά ενός εμπορικού κέντρου στο Μόναχο το ’87.

Κι ένα πράσινο φόρεμα

Ένα κραγιόν

Τα χείλη στον καθρέφτη

Έναν φίκο

Τον ήχο από τον διακόπτη του φωτός σε έναν διάδρομο πολυκατοικίας.

Τον πατέρα της δεν τον γνώρισε ποτέ. Αν τον γνώριζε, αυτός θα ήταν ένα ξεφύσημα την ώρα που πάλευε να λύσει την ζώνη του παντελονιού του.

Αδέρφια έχει πολλά. Μα δεν ξέρει το όνομά τους. Έχουν πάρει όλα το δρόμο τους και ζουν σε άλλες χώρες. Καμιά φορά, χωρίς να το περιμένει, μπορεί να περάσουν δύο μπροστά της τρέχοντας και φωνάζοντας, να κυνηγιούνται και να χτυπούν τα πόδια στο πάτωμα με γδούπο  μέχρι να χαθούν στο τέλος του διαδρόμου. Και τότε οι σκιές ανησυχούν και σμίγουν τα φρύδια και ασπρίζουν μήπως ο θόρυβος απ’ τα τρεχαλητά ξυπνήσει τους γείτονες.

Τα βράδια, όταν η σκιά της κοιμάται, η Λάλα την κοιτάζει από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Κι έχει στην ποδιά της φρεσκοκομμένο χαμομήλι. Το ζουλάει με το νύχι και το μυρίζει, το χώνει στα ρουθούνια και το μασουλάει.

Την ημέρα που η σκιά γνώρισε τη Λάλα έπαιξαν ώρες στο κρεβάτι και ίδρωσαν και κόλλησαν τα μαλλιά τους στο μέτωπο και το λαιμό από το χοροπηδητό και τις τούμπες. Αφού πέρασε το λαχανητό, η σκιά έπρεπε να πάει στη δουλειά. Έφυγε με ιδρωμένα τα μαλλιά. Και πριν φύγει έκρυψε τη Λάλα στην ντουλάπα. Μην την δει κανείς. Μα η Λάλα δεν αγαπούσε τους στενούς χώρους από τότε που ήτανε μωρό και τό ‘σκαγε από την κούνια. Άσε που στο σπίτι μπήκε ένα πολύχρωμο πουλί και βάλθηκε να το κυνηγάει για να το πιάσει. Στο τέλος κατάφερε και το ΄κλεισε σε μια κατσαρόλα κι έβαλε και το καπάκι. Το βράδυ όταν η σκιά γύρισε από την βρωμοδουλειά, η Λάλα την άρπαξε από το χέρι να της δείξει το πουλί. Μα το πουλί είχε ψοφήσει και η σκιά άρχισε να κλαίει. Τότε η Λάλα πήρε το πουλί απ τις πολύχρωμες φτερούγες και άρχισε να της παίζει θέατρο. Να το περπατά και να το χορεύει. Μα η σκιά πήρε γρήγορα την κατσαρόλα και πήγε να την πλύνει για να φύγει λέει η μυρωδιά από το πτώμα.

Η Λάλα πήρε το πουλί και το έκρυψε στο συρτάρι, πίσω από τα πιρούνια. Συχνά του αλλάζει θέση για να μην το βρει η σκιά και το πετάξει. Το χώνει κάτω από τον καναπέ, πίσω από το ψυγείο, στη γλάστρα στο μπαλκόνι, ανάμεσα στις κάλτσες ή κάτω από το μαξιλάρι και τότε η σκιά βλέπει παράξενα όνειρα με παλιά σπίτια, υγρές σπηλιές και νερά.

Δανάη Σπηλιώτη

Επιμέλεια: Μάνια Ζούση