Θέατρο Κριτικές

«Χάνς Κολχάας»: δυναμισμός, παρορμητισμός, πάθος και υπαρξιακή αναζήτηση

Στο καινούργιο Θέατρο  «Αrt 63» της Δραματικής Σχολής Αθηνών Γ. Θεοδοσιάδη, χώρος με υψηλή αισθητική ποιότητα, παρουσιάζεται ο «Χάνς Κολχάας» του Τζέημς Σώντερς, έργο γραμμένο το 1972. Ο «Κολχάας» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Γιώργου Θεοδοσιάδη στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος. Η φετινή παράσταση αποτελεί ένα φόρο τιμής στον δάσκαλο του θεάτρου από μαθητές και δασκάλους της θαλερής  Σχολής του.

Το έργο του Σώντερς στηρίζεται στην αριστουργηματική ομώνυμη νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ (1777-1811), η οποία αποτελεί εμβληματικό κείμενο του γερμανικού ρομαντισμού,  και αφηγείται μια αληθινή ιστορία στη Γερμανία του 16ου αι.  Για την ακρίβεια η ιστορία διαδραματίζεται λίγο καιρό μετά τη λήξη της «Επανάστασης των Χωρικών», που ξεκίνησε στη Σουηβία με πρωτεργάτη τον θεολόγο Τόμας Μίνστερ, αρχικά μαθητή του Λούθηρου και αργότερα σφοδρού πολέμιού του, όταν αυτός δεν υποστήριξε τους χωρικούς αλλά τους φεουδάρχες.

Εκείνα τα χρόνια, ένας έμπορος αλόγων που ζούσε ειρηνικά με την οικογένειά του στο πριγκιπάτο του Βραδεμβούργου, στις όχθες του ποταμού Χάβελ, υφίσταται μια παράφορη αδικία: ο νεαρός κληρονόμος της γης των φον Τρόνκα, Βέντσελ, αλλάζει απροειδοποίητα τα χωροδεσποτικά προνόμια στην περιοχή του και προσβάλλει τον Κολχάας. Ο αλογέμπορος προσφεύγει στη δικαιοσύνη αλλά ο άρχοντας είναι πολύ ισχυρός για να δικαιωθεί ο ήρωάς μας. Στην προσπάθειά του να βρει το δίκιο του, χάνει τη γυναίκα του που την τραυματίζουν θανάσιμα άντρες του δούκα, όταν αυτή προσπαθεί να του δώσει τα χαρτιά της υπόθεσης. Ο φιλήσυχος Κολχάας, που διέπεται από ένα έντονο συναίσθημα τιμής και δικαιοσύνης,  ξεσηκώνει τους χωρικούς σε εξέγερση και γίνεται ληστής που σηκώνει σπαθί ενάντια στην ηγεσία του Βραδεμβούργου, δηλαδή αμφισβητεί την κρατική εξουσία, συγκρούεται με το κράτος και τελικά συνθλίβεται από αυτό. Ο Κολχάας δεν αναγνωρίζει πια  άλλη εξουσία από το Θεό.

Αν στο έργο του φον Κλάιστ έχουμε τη ρομαντική φιγούρα του εξεγερμένου ληστή, ο Σώντερς μετατοπίζει το κέντρο βάρους   στην ταξική διάσταση, ενώ δεν αφήνει καθόλου έξω την υπαρξιακή αγωνία του εξεγερμένου ήρωα και την έγνοια του για το Θεό.

Ο Σώντερς γράφει το έργο του  το 1972, μια εποχή δύσκολη για την βρετανική οικονομία, που 4 χρόνια μετά θα καταρρεύσει και θα οδηγηθεί στο ΔΝΤ. Η κοινωνία βρίσκεται σε αναβρασμό, βίαια επεισόδια ξεσπούν συνεχώς, το ιρλανδικό ζήτημα είναι σε μεγάλη έξαρση.

Ο δικός του Κολχάας είναι ένας σύγχρονος ήρωας που ζητά διέξοδο από τον κρατικό αυταρχισμό, απαιτεί εμμονικά κοινωνική δικαιοσύνη, γίνεται ένα πρότυπο ανθρώπου που θυσιάζεται για τις αξίες που πρεσβεύει. Εδώ ο Κολχάας είναι ο άνθρωπος που προσπαθεί σπαρακτικά να  διατηρήσει στη ζωή του ενότητα λόγων και πράξεων, να εφαρμόζει στην καθημερινότητά του τις ιδέες του. Μ’ ένα λόγο είναι ο ηθικός άνθρωπος.  Αρχικά δεν έχει κατά νου καμιά ανατροπή της κοινωνικής ιεραρχίας αλλά με την στάση του φτάνει να αμφισβητήσει κάθε ιεραρχία στο όνομα του νόμου στον οποίο όλοι οφείλουν να υποτάσσονται και στο όνομα της δικαιοσύνης χωρίς την βεβαιότητα της οποίας κανείς δεν έχει δικαίωμα να κοιμάται ήσυχος.

Στο έργο ο συγγραφέας προβάλλει τον παραλογισμό της γραφειοκρατίας που συμβάλλει στην συνθλιβή του υποκειμένου από ένα κράτος δυνάστη, τις ταξικές ανισότητες που οδηγούν στην βία, την οικογενειοκρατία, τις πολιτικές παρεμβάσεις της εκκλησίας ως διαχρονικού υποστηρικτή της καθεστηκυίας τάξης.

Έτσι αυτό αποκτά μια εκρηκτική επικαιρότητα ειδικά για την ελληνική κοινωνία, που αντιμετωπίζει προβλήματα παρόμοιας οξύτητας: οικονομική δυσπραγία, κοινωνικές ανισότητες,  ένταση της βίας στις σχέσεις των πολιτών, έξαρση του εθνικισμού και εκκέντρωση ακραίων ιδεών τόσο στο πολιτικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο των καθημερινών ανθρώπινων σχέσεων.

Ένα έργο πολύ επίκαιρο, σε μια εποχή που έχουμε ανάγκη να αναστοχαστούμε την ηθική πράξη και την ηθική της πράξης.

Η Λίλλυ Μελεμέ σκηνοθέτησε τον Κολχάας με φρέσκια ματιά και τον έφερε με προσεκτικά βήματα στο σήμερα χωρίς κραυγαλέες παρεμβάσεις και υπερβολές.  Η παράσταση είχε ρυθμό και νεύρο, παρέσυρε δημιουργικά το θεατή. Οι μουσικές επιλογές της Μάρως Θεοδωράκη δημιούργησαν  επιτυχημένες ενότητες και διακριτικά περάσματα ανάμεσα τις σκηνές και βοήθησαν τους υπαινιγμούς της σκηνοθεσίας, από το Φαρ Ουέστ της ανομίας, στην αυθαιρεσία της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας και στις σύγχρονες νομενκλατούρες.

Εδώ βοήθησε το σκηνικό –στην άδεια σχεδόν σκηνή κίτρινο ταλαιπωρημένο χόρτο σε σχεδόν ομόκεντρους κύκλους που ανάμεσά τους αναπτύσσονταν λαβύρινθοι και απλά κοστούμια που έφεραν το στίγμα διαφόρων εποχών αλλά σε προνομιακή σχέση με το σήμερα (σκηνικά και κοστούμια από τις Άννα Ζούλια και Σύλβια Χαρατσάρη). Το πολιτικό και το ανθρώπινο ισορρόπησαν όμορφα. Το θρησκευτικό στοιχείο πήρε τη θέση του θέτοντας το μεγάλο ερώτημα του ανθρώπου πώς συμβιβάζεται ο ανθρώπινος πόνος και η αδικία με την ύπαρξη του Θεού;  Η συνάντηση του Κολχάας με τον Λούθηρο ήταν από τα πιο δυνατά σημεία τις παράστασης, όταν ο ήρωας αρνείται να δεχτεί την ηττοπαθή και υποστηρικτική της αριστοκρατίας άποψη του ηγέτη τις Μεταρρύθμισης, τόσο διαφορετική από την παλιότερη στάση του.

Η σκηνοθέτρια, διδάσκουσα στην σχολή Θεοδοσιάδη,  δούλεψε με νεαρούς  αποφοίτους τις σχολής και τον παλαιότερο απόφοιτο και νυν δάσκαλο, σημαντικό ηθοποιό Νίκο Νίκα.

Οι νεαροί ηθοποιοί απέδωσαν τους ρόλους με συνέπεια, δείχνοντας ότι μπορούν να σταθούν στον δύσκολο χώρο της θεατρικής τέχνης (Σάλλη Αλ Ταπάς, Παμπίνα Γεωργίου, Ηλέκτρα Θεολόγη, Γιώργος Καρακυριάκος, Τόνια Μαράκη, Χρήστος Ματσιαρόκος, Γιώργος Ξούλος, ώριμη ερμηνεία του ιπποκόμου του Κολχάας- Δέσποινα Πέττα, Παναγιώτης Ράιος, James Rodi και  Νίκη Σκιαδαρέση).

Ο Νίκος Νίκας ξέρει να κρατά πολύτιμες ισορροπίες. Ο Κολχάας που έπλασε είχε δυναμισμό, παρορμητισμό, πάθος και υπαρξιακή αναζήτηση, εξέφραζε με ενάργεια τις ηθικές βεβαιότητες αλλά και τις αγωνίες, τις αμφιβολίες και τη μοναξιά του ανθρώπου που φτάνει στα άκρα για τις ιδέες του και τις αξίες του.

Μαρώ Τριανταφύλλου

[email protected]