Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

«Αν είναι να κάνεις θέατρο για το σήμερα πρέπει να αντέχεις να ρωτάς»

«Στο Rabbithole παίζεται η μπάλα της θύμησης. Της Νοσταλγίας», ομολογεί στο artplay.gr ο Γιώργος Σίμωνας, σκηνοθέτης και συγγραφέας του έργου «1975» ή Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!», που ανεβαίνει κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο Rabbithole της οδού Γερμανικού 20, στο Μεταξουργείο, μια υβριδική προσέγγιση στο θέατρο ντοκουμέντο μέσα από το πρίσμα της μαύρης κωμωδίας που κλείνει το μάτι στα 70ς με συμπάθεια, ενδιαφέρον και βαθιά κατανόηση της αρχής της ελληνικής μεταπολίτευσης. Για το έργο, η ιστορία του οποίου περιστρέφεται γύρω από μια συνηθισμένη νύχτα του Απριλίου του 1975, όπου σε μια συνοικιακή ντισκοτέκ της Αθήνας, οι μοίρες μιας παρέας διαφορετικών ανθρώπων διασταυρώνονται, καθώς με νωπά ακόμα τα σημάδια της λογοκρισίας και της καταστολής, επηρεασμένοι από την απαγόρευση της θρυλικής soft πορνό ταινίας «Εμμανούελα», παρασύρονται από την ιδέα να δημιουργήσουν τη δική τους, ελληνική «Εμμανουέλα», ο Γιώργος Σίμωνας, σημειώνει:  

«Συχνά πυκνά τρέχουμε να διορθώσουμε λάθη του παρελθόντος, που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε. Σπάνια προβλέπουμε τα λάθη που θα δημιουργηθούν ώστε να τα προλάβουμε. Συνήθως μάλιστα, έχει παρατηρηθεί η απόλυτη ανέχεια στο λάθος, σε σημείο να ζούμε απαθείς με καταστάσεις που δεν είναι όμορφες και ανθρώπινες, αλλά δεν γίνεται και κάτι γι’ αυτό. Αν θες να βρεις πότε ξεκίνησε αυτό, ως ελληνική παθογένεια, μην κοιτάς την δεκαετία του 80 που τόσο μας αρέσει να αναφερόμαστε. Κοίτα από το ’75 και μετά. Ξέρεις γιατί; Γιατί εκεί θα μπορούσε να γίνει πράγματι η αλλαγή. Και δεν έγινε. Υπήρχε η ελπίδα, αλλά αυτό δεν φτάνει λεβέντη μου. Η ελπίδα μόνο δεν φτάνει. Θέλει και πράξη. Όχι μόνο αγανάκτηση. Θέλει αντίσταση. Δεν έγινε ποτέ, πίστεψέ το».

Αυτά, τα άκουσα και τα έμαθα μετέπειτα. Αφού είχα πάρει την απόφαση να ασχοληθώ με την δεκαετία του 70. Με βάρυνε τότε (και με βαραίνει) η απόφαση να ασχοληθώ συγγραφικά (ακόμη) με ένα έργο, έστω και διασκευή (όπως έκανα στο Αβυσσαλέο κτήνος του Λόντον) γιατί στον τόπο μας είμαστε ιδιαίτερα εχθρικοί με νέες πένες, εκτός κι αν παράγονται σε πλαίσια συγκεκριμένα. Πρέπει όμως να αφήνουμε περιθώρια στα κείμενα που έρχονται, μόνο οι δοκιμές θα βγάλουν νέους λαμπερούς συγγραφείς που μιλάνε στην γλώσσα του τώρα. Η γλώσσα του τώρα προϋποθέτει  αγωνιώδη ερωτήματα για το χθες. «Σε λίγο καιρό πια, κανένας δεν θα ασχολείται με την Χούντα πραγματικά, γιατί όσοι έχουν απομείνει από μας, θα έχουν πεθάνει». Μεγάλη αλήθεια. Το είδαμε και με τα εκατό χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή. Επιπλέον: ένα τωρινό νέο. Ποιος νέος άνθρωπος κατάλαβε το ιστορικό πλαίσιο που τυλίγει τον βασιλιά Κωνσταντίνο; Όχι τίποτα άλλο, για να πάρει μια απόφαση για τον/της εαυτό του/της, σχετικά με ένα ζήτημα παρελθόντος του έρμου τούτου τόπου . Καλύτερα από τον μπουκώνει ο καθείς με τις δικές του/της απόψεις, άντε βρες από πού ξεφυτρώνουν κι αυτές. [Και] Γι’ αυτό είναι σημαντική η συγγραφή, ως ενασχόληση και ως πλάγια πρόσκληση για επίσκεψη σε τόπους μη επισκέψιμους από τους σημερινούς θεατές/αναγνώστες. Η συγγραφή τινάζει στον αέρα την άγνοια.

«Τι μας θύμισες όμως… Εκείνη την δεκαετία φτιάξαμε την δουλειά μας. Παντρευτήκαμε. Κάναμε και παιδιά». Ένα λεπτό. Είμαι σαράντα δύο χρονών άνθρωπος. Η γενιά που οφείλει να πάρει το θέατρο (και την κοινωνία) από τα χέρια και να το σηκώσει ψηλά, δεν είμαστε εμείς; Δεν είμαστε η επόμενη σειρά; Για μας δεν λένε, το τροπάρι, τώρα είναι η σειρά σας; Που με την σειρά μας θα το πούμε και εμείς; Από πού ήρθαμε εμείς; Από πού… ξεφυτρώσαμε; Το ελάχιστο που μπορώ να πω, είναι, από μια γενιά που στα 70s περνούσε περιπέτειες. Πραγματικές. « Εκείνη την εποχή θυμάμαι ζούσαμε σε μια ρευστότητα εκπληκτική. Υπήρχε πυρετός. Καθημερινά βιώναμε τον φόβο και την τρέλα ταυτόχρονα».

Το πλαίσιο των νέων ανθρώπων λοιπόν. Τότε. Όχι τώρα. Είναι αυτοί που με δημιουργική φαντασία, έξαψη και θυμό ούρλιαζαν για το «ΨΩΜΙ-ΣΑΡΔΕΛΑ-ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ». Και δεν ήταν αστείο. Με τον καιρό έγινε αστείο, αλλά τώρα πια το βρίσκω ανήθικο γέλωτα, μιας και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ναι, πρώτα ως τραγωδία και μετά ως φάρσα. Πώς λοιπόν να μην πάω στον πιο αντιδραστικό χώρο εκείνης της περιόδου, εκεί που όλα συζητούνταν καθώς τα κορμιά ξεσπούσαν. Μα, έτσι δημιουργήθηκε η disco. Όχι εδώ. Αμερική. Μικρά κλάμπ (ποτέ η disco δεν ήταν μεγάλα μαγαζιά, μην κοιτάτε την εξέλιξη μετά εδώ, στα 80s, κάτω στις Τζιτζιφιές, ξέρετε…), που γέμιζαν από έγχρωμους και ομοφυλόφιλους και αποκτούσαν την δική τους φωνή και πάλλονταν. Ο χορός ήταν επανάσταση. Σεξουαλική, άρα και πολιτική. Φλύαρη, λόγω της φίμωσης που επιθυμούσε το ά-ηχο, το μη παράγων αντίθεση, αντίσταση. Έτσι είναι και το (φανταστικό) κλαμπ του Πητ, στην Κυψέλη, άλλη Κυψέλη τότε, είδαμε φωτογραφίες. Έτσι και οι θαμώνες. «Τότε υπήρχε το καλό το ποτό, που ήταν το ουίσκι. Ξύλο και πλακωμοί κάθε βράδυ, για κάθε λόγο, κυρίως όμως για παρεξηγήσεις ερωτικού περιεχομένου. Πήγαιναν σινεμά και μετά βουρ, κλαμπ. Σινεμά και κλάμπ. Και ερωτικές ταινίες πολλές. Όχι σε στενοσόκακα. Στα κεντρικά». Δεν είναι φήμες. Τα λέει και ο σπουδαίος Καιροφυλλάς στο βιβλίο του [Η Αθήνα την δεκαετία του 70, Φιλιππότης].

Και όλα αυτά μέσα σε φτώχεια, έτσι; Έρμη φτώχεια. Από το ’72 με την πετρελαϊκή κρίση και εν μέσω χούντας, μας πήρε και μας σήκωσε. Παρ’ όλα αυτά…

Δεν έχει πλοκή το έργο. Μην ψάχνουμε για κάτι τέτοιο. Όταν κατέθεσα στο Υπουργείο Πολιτισμού την πρόταση ήμασταν ξεκάθαροι – στο ερώτημά μας. Τι θέση έχει το θέατρο ντοκουμέντο σήμερα; Ως κατάσταση θέασης έφτασε να παρουσιάζεται με κούραση στα άκρα. Άλλο τι μπορεί να ισχυριστεί ένας θεατρόφιλος, ένας ειδήμων [sic]. Δεν ρωτάμε τι είναι. Ρωτάμε την θέση του τώρα, διότι αν είναι να κάνεις θέατρο για το σήμερα πρέπει να αντέχεις να ρωτάς. Πώς αλλιώς; Προτείναμε λοιπόν, «μια βραδιά στην ντίσκο». Ελάτε και θα ρωτήσουμε πολλά ο ένας τον άλλον. Ναι, και για τον Θόδωρα Βενάρδο, που τον άκουγα από τον πατέρα μου μικρός και ξέρετε πώς φάνταζε στο μυαλό μου; Σαν τον Ζορό! Και μιλάμε για μια μύξα που ζούσε σε μια επαρχιακή πόλη εκατόν εξήντα χρόνια μακριά από την πρωτεύουσα! Φανταστείτε εδώ τι γινόταν με αυτόν.

Εν τέλει, ναι. Μια παρέα τσοντάκηδων ρίχνει την ιδέα να ξανακάνουν την Εμμανουέλα στα ελληνικά. Αφού την κατέβασαν την ταινία και αφού ως λαός πάντα είχαμε την αντιγραφή, το κλέψιμο στο αίμα μας. Και αφού θεωρούσαμε πως εμείς τα κάνουμε καλύτερα – πριν τις προβολές της ταινίας ανέβαιναν ηθοποιοί στο πάλκο μπροστά από την οθόνη και διαλαλούσαν πόσο καλύτερες είναι οι ελληνικές τσόντες σε σχέση με αυτό που θα δουν τώρα. Κατά τα άλλα «άλλοι έκλεβαν καρέ και τα έβαζαν στις δικές τους ταινίες, άλλοι ζωγράφιζαν στήθη –και άλλα- πάνω στο καρέ και μόλις προβαλλόταν η ταινία έβλεπες την μούρη ενός ηθοποιού με δύο στήθη ζωγραφισμένα πάνω της. Έκανε λάθος στο καρέ». Έτσι ήταν εκείνη η εποχή, με αυτά και με άλλα τόσα.

Τα υπόλοιπα, θα τα πούμε από κοντά αν κοπιάσετε στο Rabbithole. Εκεί παίζεται η μπάλα αυτή. Η μπάλα της θύμησης. Της Νοσταλγίας.

Τα εισαγωγικά  σχόλια είναι πραγματικά και είναι μερικά από τα άπειρα που πήραμε από συνεντεύξεις γραπτές ή προφορικές. Ευχαριστώ αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους, μαχητές μιας σκληρής αλλά όμορφης εποχής. Και τους συνεργάτες μου φυσικά.

Γιώργος Σίμωνας

Υ.Γ. Μόλις τώρα άκουσα σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό πως ο Κιμ Γιονγκ Ουν, έβγαλε διαταγή να εκτελούν όποιον «πιάνουν» να βλέπει ταινία πορνό.

Ταυτότητα Παράστασης

«1975» ή Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ/ΣΥΓΓΡΑΦΗ: Γιώργος Σίμωνας

ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ: Χρύσα Κολοκούρη

ΚΙΝΗΣΗ/ΧΟΡΟΣ: Κική Μπάκα

ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ: Τώνια Ράλλη

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ: Νατάσσα Παπαστεργίου

ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ: Ευαγγελία Γκότση (Grace Gely)

ΦΩΤΙΣΜΟΙ: Γιώργος Ιεραπετρίτης, Γιώργος Βλαχονικολός

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ: sickmyduck.lab

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Μαρία Τούλτσα

GRAPHIC DESIGN: Ηλίας Πανταλέων

ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Λουκία Ανάγνου

ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΥ: Μαριάνθη Ράδου

ΒΟΗΘΟΣ ΧΟΡΟΓΡΑΦΟΥ: Ηώς Αντωνοπούλου

ΒΟΗΘΟΣ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΟΥ: Αθηνά Χατζ Κασσέμ

ΗΘΟΠΟΙΟΙ:

Μιχάλης Ζαχαρίας, Στάθης Κόκκορης, Χρύσα Κολοκούρη, Φώτης Λαζάρου, Στέφανος Λώλος, Σοφία Μανώλη, Βάσω Παύλου, Νικόλας Πιπεράς, Συμεών Τσακίρης, Χρήστος Χριστόπουλος

Επικοινωνία: Δάφνη Ανέστη, [email protected]

Διάρκεια: 120’

 

Πληροφορίες:

Aπό Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023 έως Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 19:00

Εισιτήρια: 18 ευρώ (με ποτό), γενική είσοδος: 15 ευρώ, 10 ευρώ (ανέργων, άνω των 65 ετών), 8 ευρώ (ατέλειες, κάρτες ΣΕΗ ΣΕΧΩΧ0)

Οnline προπώληση από 6 Ιανουαρίου μέσω viva (προσφορά: τα πρώτα 20 εισιτήρια 12 ευρώ) & αγορά στα σημεία προπώλησης viva

Κρατήσεις, πληροφορίες: 210 52 49 903 |  Ώρες ταμείου: 18:00 – 21:00

Η παράσταση είναι κατάλληλη για θεατές 18+ .