Metamanias Θέατρο

Αμηχανίες, απογοητεύσεις και δυσάρεστες εκπλήξεις

Σαράντα πέντε αποκόμματα εισιτηρίων μέτρησα πριν λίγο στο κουτάκι που φυλάω, κάθε σεζόν, τα «πειστήρια» των παραστάσεων που έχω δει. Σαράντα πέντε από τον Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα. Και η σεζόν καλά κρατεί μέχρι την Κυριακή των Βαΐων. Και οι πρεμιέρες συνεχίζονται.

Όχι, δεν πρόκειται να κάνω απολογισμό της θεατρικής σεζόν, θα ήταν άκαιρο και άστοχο. Αλλά κάποιες φορές τα φυλλομετρώ αυτά τα μικρά χαρτάκια, έτσι για να θυμηθώ τι έχω κρατήσει απ’ όσα έχω δει, τι με έχει απογοητεύσει, τι με έχει φέρει σε μεγάλη αμηχανία.

Ανήκω στην ομάδα του «επαγγελματία θεατή» που βλέπει πολλές παραστάσεις και γράφει σχεδόν για όσες βλέπει. Ευθύνη και βάρος, συχνότατα. Γιατί αυτή η ποσότητα ενδέχεται να δημιουργήσει κόπωση, όχι στη μέση μας, αλλά στα κριτήριά μας. Και γνωρίζουμε, όλοι εμείς οι επαγγελματίες θεατές, ότι αποτιμούμε τον κόπο και τον μόχθο ανθρώπων που έχουν βάλει την τέχνη τους, το μυαλό τους και τη ματιά τους σε ό,τι μας παραδίδεται επί σκηνής.

Από την άλλη, χρειάζεται και η διαβάθμιση στην κάθε φορά αποτίμηση. Γιατί, υποτίθεται, ότι συστήνουμε στο κοινό τι να δει ή τι να μη δει. Τι αξίζει και τι δεν αξίζει, γιατί αξίζει ή γιατί δεν αξίζει -με το προσωπικό κριτήριο του καθενός μας, ασφαλώς. Αλλά και την επίγνωση ότι το ευρύ κοινό, ακόμα και το πλέον θεατρόφιλο, θα επιλέξει ελάχιστες από τις πάμπολλες, τις εκατοντάδες παραστάσεις της κάθε σεζόν. Γιατί αυτό ορίζει ο χρόνος και η οικονομική δυνατότητα του κοινού.

Ξεφυλλίζοντας τα χαρτάκια θυμήθηκα ό,τι με ενθουσίασε και ό,τι μου άφησε μια τεράστια αμηχανία. Οι παραστάσεις δηλαδή που είχαν κάτι, αλλά τους έλειπαν και αρκετά. Οι παραστάσεις που λέμε ότι «δεν τις πετάς», αλλά πώς ακριβώς να τις συστήσεις κιόλας;

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αφήνω την απόσταση να δράσει. Την απόσταση από τη θέαση της παράστασης. Που συνήθως βοηθά στην αποκρυστάλλωση της άποψης, και κυρίως στη διατύπωση της άποψης χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς ή χρωματισμούς.

Έπειτα από κάμποσον καιρό, λοιπόν, και με τη βοήθεια του ξεφυλλίσματος των αποκομμάτων, ξαναήρθε στο νου μου η παράσταση «Νεκρή ζώνη» του Χάρολντ Πίντερ, σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου, που συνεχίζεται στο θέατρο «Θησείον», μέχρι την 1η Απριλίου. Παρακολούθησα ένα από τα πιο απαιτητικά κείμενα του Πίντερ, εξαιρετικά αυτοαναφορικό, με έντονη δόση της αγωνίας του θανάτου, αλληγορικό, όπως όλα τα έργα του Πίντερ. Στη σκηνή έχει στηθεί ένα δυστοπικό σύμπαν (σκηνικά-κοστούμια Όλγα Μπρούμα), και παρά τις εξαιρετικές προσπάθειες και των τεσσάρων ηθοποιών (Γιώργος Αρμένης, Αλέκος Συσσοβίτης, Αντώνης Καρυστινός, Γιάννης Στεφόπουλος), τα κενά παραμένουν. Να φταίει η κρυπτικότητα του πιντερικού κειμένου; Να φταίει ο τρόπος που ο σκηνοθέτης το προσέγγισε και δυσκόλεψε την προσπέλαση του κειμένου; Σίγουρα κράτησα τις τέσσερις ερμηνείες, σίγουρα κράτησα κάποιες φράσεις του κειμένου και τη μετάφρασή του (Αντώνης Πέρης), και σίγουρα αναρωτήθηκα αν τα κείμενα του Πίντερ εξακολουθούν να μου μιλάνε ή φταίει κάτι άλλο που αυτή η παράσταση δεν με κέρδισε ολοκληρωτικά…

Πιο πρόσφατα είδα την «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη. Μια ιστορία αβυσσαλέου πόθου και πάθους, όσο και αδιανόητης βίας και αυτοκαταστροφής. Μια ιστορία που ο Κλάιστ έγραψε κατά τα πρότυπα της Ιλιάδας, εκτυλίσσεται στους ίδιους τόπους, αλλά εκτός από τους Έλληνες και τους Τρώες, σ’ αυτή την ιστορία υπάρχουν και οι Αμαζόνες, με βασίλισσα την Πενθεσίλεια. Κι όταν ο Αχιλλέας ερωτεύεται την Πενθεσίλεια τίποτα δεν μένει στη θέση του…

Από αυτή την παράσταση κράτησα τη μετάφραση του έμπειρου Γιώργου Δεπάστα (που δεν είχε καθόλου εύκολη δουλειά να κάνει), μερικές θαυμάσιες ερμηνείες (ανάμεσά τους πρώτη εκείνην του Αργύρη Ξάφη, ως πληθωρικού και πολυμήχανου Οδυσσέα, της Σύρμως Κεκέ, της Ηρώς Μπέζου -ιδίως στον τελευταίο της μονόλογο-) και όλων των υπολοίπων. Ξεχωριστά κρατώ τους δύο βασικούς ρόλους, της Πενθεσίλειας (Βίκυς Βολιώτη) και του Αχιλλέα (Θάνος Τοκάκης), γιατί εκεί εμπλέκεται η ματιά του σκηνοθέτη, που μπέρδεψε αρκετά τα πράγματα. Διότι ο Παντελής Δεντάκης επέλεξε στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης να σαρκάσει και να εντάξει πολλά κωμικά στοιχεία σε μια ιστορία που ήταν πόθος, πόλεμος, έρωτας, πάθος και πόνος. Ένιωθε κανείς αμέσως ότι αυτό ήταν η προσωπική του ανάγνωση, κι όχι το ύφος του Κλάιστ. Το σκηνοθετικό ύφος υπηρέτησε πιστά ως Αχιλλέας ο Θάνος Τοκάκης, ενώ η Βίκυ Βολιώτη ακολούθησε και υπηρέτησε συγκινητικά, προφανώς όχι με δική της επιλογή, μια πιο τραγική παρουσία. Κι εδώ βρισκόταν η κύρια σύγχυση, η κύρια απομάγευση θα έλεγα, κι ενώ μπροστά μας είχαμε ένα συγκλονιστικό κείμενο για την απόλυτη παράνοια του έρωτα και το ρόλο της εξουσίας που και στον έρωτα έχει πρωτεύουσα θέση. Και μόνο στο τελευταίο τέταρτο της παράστασης, όταν πια συνομιλεί ευθέως ο Π. Δεντάκης με τον Κλάιστ υπήρχε συγκίνηση, δέος, και μια εξαιρετική σκηνή φινάλε. Βγαίνοντας τότε από τη Στέγη σκαφτόμουν -κι ακόμα σκέφτομαι- τα όρια και τα περιθώρια της προσωπικής ματιάς του σκηνοθέτη σ’ ένα κείμενο. Ευκταίες οι προσωπικές ματιές, το προχώρημα της τέχνης είναι, αλλά κι όταν αναποδογυρίζουν την ψίχα του κειμένου; Αμηχανία…

Εκτός από τις αμήχανες θεατρικές στιγμές, υπάρχουν κι εκείνες της απόλυτης απογοήτευσης, παρότι το υλικό τους είναι, ή θεωρείται, διαλεκτό. Εκεί ή θυμώνει κανείς πολύ και θέλει να το μοιραστεί, ή εκπλήσσεται δυσάρεστα τόσο πολύ, που δεν ξέρει τι να το κάνει… Μια τέτοια θεατρική στιγμή, που εντάσσεται στη δυσάρεστη έκπληξη, είναι ένας ακόμη Πίντερ, στο θέατρο που βρίσκεται στη μιαν άκρη του Citylink, στο «Μικρό Παλλάς». Εκεί είδα την «Προδοσία» του Πίντερ, ένα από τα πολύ γνωστά, πολύ παιγμένα και πολύ αγαπημένα έργα του Βρετανού συγγραφέα, σε σκηνοθεσία του εξαιρετικού ηθοποιού Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Και στη συγκεκριμένη παράσταση, η σκηνοθετική ματιά ελάχιστα συνομίλησε με το σύμπαν του συγγραφέα. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος έστησε μια κατανοητή αλλά εντελώς πεζή ιστορία, μ’ ένα ακατανόητα μεταμοντέρνο σκηνικό, και με ερμηνείες άνισες (τουλάχιστον). Διασώθηκε οπωσδήποτε ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, ενώ ο εραστής, ο Γιώργος Χρυσοστόμου, μάλλον επέλεξε εύκολες ερμηνευτικές μεθόδους. Όσο για το αντικείμενο του πόθου, την Κατερίνα Παπαδάκη, πρόδωσε ασφαλώς τον Πίντερ.

Οι πρώτες εντυπώσεις υπάρχουν, σε οποιοδήποτε θέαμα. Η αμηχανία ενδέχεται να εισχωρήσει. Η τελική αποτίμηση και το μοίρασμα έρχονται ίσως με τον καιρό. Καταλαγιασμένα, και με την πεποίθηση ότι όλα πρέπει να ειπωθούν, όχι μόνο ως προτροπή για τη θέαση τους, αλλά ως καταγραφή για τις προτάσεις, τη ματιά, την αντίληψη και τις αναζητήσεις του σύγχρονου θεατρικού γίγνεσθαι.

Κι όλα αυτά επειδή άνοιξα το κουτί με τα αποκόμματα των εισιτηρίων…

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ