Όπερα

Το σημείωμα του Γιάννη Κόκκου για τον Οθέλλο

Ένα κάστρο που το χτυπούν τα κύματα, ένας χώρος περίκλειστος, όπου ζουν μαζί οι κάτοικοι του νησιού και οι στρατιώτες που τους προστατεύουν από τους εχθρούς της Βενετίας.

Ο Οθέλλος, νικηφόρος στρατηγός, έχει σταλθεί από τη Γαληνοτάτη να κυβερνήσει το νησί. Είναι ένδοξος, δίκαιος, φωτεινός. Είναι μαύρος. Προερχόμενος από διαφορετικό κόσμο δέχτηκε και υπερασπίστηκε τις αξίες ενός άλλου πολιτισμού, μιας άλλης θρησκείας. Κατέκτησε την εμπιστοσύνη της πόλης χάρη στην αρετή και τη δύναμή του. Είναι ευάλωτος, επειδή είναι αβέβαιος για το που ανήκει, για την ταυτότητά του.

Η όμορφη Δυσδαιμόνα που τον συνοδεύει, αντιμετώπισε όλες τις προκαταλήψεις της οικογένειάς της και της βενετσιάνικης κοινωνίας, προκειμένου να τον παντρευτεί. Είναι μία τολμηρή νέα κοπέλα, αισθησιακή, απολύτως απορροφημένη από το έρωτά της για αυτόν το διαφορετικό άνδρα, συνεπαρμένη από τις αφηγήσεις του, οι οποίες της αποκαλύπτουν έναν άλλο κόσμο. Αυτός ο άνδρας και αυτή η γυναίκα ενώθηκαν από το όραμα ενός κόσμου θετικού και μαγευτικού, από την εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλο, η οποία δίνει νόημα στη ζωή.

Ακριβώς αυτή την ιδανική και εξιδανικευμένη ένωση, αυτή την επιθυμία να «είναι» κανείς, το χάρισμα να «είναι» αυτού του ζευγαριού, επιθυμεί να καταστρέψει ο Ιάγος. Και θα το καταστρέψει για πάντα. Ιπποκόμος του Οθέλλου, στενός σύντροφος στις εκστρατείες και στις μάχες «δεν είναι αυτό που είναι» («IamnotwhatIam»), όπως λέει ο ίδιος. Μορφή της νύχτας, γεμάτη κενό, δεν είναι παρά στάχτη. Μεγάλης ευφυΐας, ενεργοποιεί ένα μηχανισμό καταστροφής, ο οποίος αξιοποιεί τις πηγές της ζήλειας, προκειμένου να προκαλέσει την πτώση του Οθέλλου και όλων των αξιών ενός κόσμου που διέπεται από τη λογική.

Ο σκηνικός χώρος στον οποίο διαδραματίζεται η παράσταση αποδίδει ακριβώς αυτό το χάος, τον κόσμο του παραλόγου, έτσι όπως προκλήθηκε από τον Ιάγο κι όπως σταδιακά καταλαμβάνει το πνεύμα του Οθέλλου. Βίαιη αντίθεση μορφών, οι οποίες δανείζονται θέματα από την αρχιτεκτονική του Ηρωδείου και τις αναπαράγουν άτακτα σε μαύρο και άσπρο. Σκάλες που οδηγούν στο πουθενά, προθάλαμοι που διαπερνώνται από παράλογες πόρτες, τοίχοι, καθρέπτες και σκιές θυμίζουν τα χαρακτικά του Έσερ, που καταστρέφουν κάθε αρχιτεκτονική και πνευματική λογική. Κάθε συνεκτική αφήγηση γίνεται σταδιακά δυσαρμονική υπό την αμετάβλητη παρουσία του φτερωτού λέοντα της Δημοκρατίας της Βενετίας, του μόνου ρεαλιστικού στοιχείου στο χώρο.

Ο Σαίξπηρ δημιούργησε με ιδιοφυή τρόπο τη μεταφυσική αποδιοργάνωση, υφαίνοντας αντιθετικές σκηνές, που οργανώνουν τη διαβολεμένη παγίδα της ζήλειας και τον τρομερό πειρασμό της «μη ύπαρξης». Αποδομώντας τους νόμους του μελοδράματος, ο Βέρντι βρίσκει τους ίδιους τόνους προκειμένου να θέσει τα ίδια ερωτήματα, εφευρίσκοντας στο τέλος της ζωής του έναν νέο τρόπο να γράψει για την όπερα, πριν τον Φάλσταφ, το τελευταίο του έργο, που θα ανοίξει οριστικά το δρόμο για τη σύγχρονη όπερα.

Έτσι, τα δύο σκηνικά έργα, η τραγωδία και η όπερα, θέτουν ουσιαστικά ερωτήματα για την εποχή μας: κρίση ταυτότητας, απομόνωση, αμφισημία της πρόσληψης του πραγματικού, την ιδέα του κακού, αποδιοργάνωση του κόσμου και ακαταμάχητο πειρασμό του χάους.

Γιάννης Κόκκος