Μουσική

“Ο Σουρής περιέγραψε σημερινές παθογένειες”

«Μπορεί να είναι μεγάλη η χαρά που νιώθω όταν διαβάζω τον Γεώργιο Σουρή με το αστείρευτο κωμικό του πνεύμα, αλλά όταν τον μελετώ διαπιστώνω τη βαθιά του λύπη, τη θλίψη και την πίκρα που είχε για όλα όσα συμβαίνανε γύρω του. Αυτή η αντίθεση με συναρπάζει. Γι’ αυτό και τα περισσότερα ποιήματα που έχω μελοποιήσει έχουν νοσταλγική, μελαγχολική, ακόμη και επαναστατική διάθεση».

Αυτά εξηγεί μεταξύ άλλων ο μουσικός και συνθέτης Λευτέρης Βενιάδης με αφορμή την παρουσίαση στις 14 και 15 Ιουλίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, της μουσικής και σκηνικής σύνθεσης για φωνητικό και μουσικό σύνολο, νεανική χορωδία και δύο ηθοποιούς, βασισμένης στην ποίηση του μεγάλου σατυρικού, με τίτλο «Γεώργιος Σουρής Τώρα».

Γεννημένος στην Αθήνα το 1977 και μεγαλωμένος στην πατρογονική Χίο, ο Λευτέρης Βενιάδης σπούδασε υποκριτική και μουσική, πιάνο, βιολί και ανώτερα θεωρητικά και συνέχισε τις σπουδές του στη σύνθεση, με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο των Τεχνών του Βερολίνου.

Για το πώς συναντήθηκε με το έργο του Σουρή και κυρίως τι ήταν αυτό που τον κινητοποίησε, ο 39χρονος συνθέτης δεν δυσκολεύεται να απαντήσει. «Όταν στο Βερολίνο άρχισα να καταπιάνομαι με το σύγχρονο μουσικό θέατρο, οι περισσότερες συνθέσεις μου, βασίζονταν κυρίως σε αφηρημένες βάσεις. Όσο ο καιρός περνούσε μου έλειπε κάτι χειροπιαστό, κάτι οικείο, κάτι ελληνικό, κάτι κοινωνικά γνώριμο, που το βρήκα στον Σουρή. Η κωμική του διάθεση και παράλληλα η τρομακτικά επίκαιρη ποίησή του είναι για μένα μεγάλο κίνητρο για δημιουργία και μου προσφέρει ένα απολύτως γόνιμο έδαφος για σκηνική και μουσική άσκηση, η οποία εξελίσσεται και διευρύνεται μέσα από τις πτυχές της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής ζωής».

Ο Βενιάδης είναι εμφανές πως εντοπίζει στο έργο του μεγάλου σατυρικού, αντιστοιχίες και ομοιότητες με τη σημερινή πραγματικότητα. «Αυτό είναι και το καταπληκτικό στην ποίησή του. Διαβάζεις μέσω μιας παλαιότερης ελληνικής γραφής, για πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις και νοοτροπίες που, ωστόσο, είναι απολύτως γνώριμες και που ισχύουν έως και σήμερα! Κάτι που μπορεί να χαρακτηρισθεί και τραγικό, καθώς φαίνεται πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ο Σουρής δεν έγραφε προφητικά, αλλά περιέγραψε την εποχή του με τις παθογένειές της. Και βλέπεις ότι μετά από έναν αιώνα και πλέον, ισχύουν τα ίδια. Σας παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ποίημα «Kαταργούμεν»: «Επειδή στας θέσεις όλας απαιτούνται και προσόντα, καταργούμεν και τας θέσεις τας μικράς και ανωτέρας».

Μελετώντας το έργο του Σουρή, ο συνθέτης χώρισε τα ποιήματα που επιλέγει για την παράσταση σε έξι κατηγορίες: στα εσωτερικά, σε όσα δηλαδή ο ποιητής φιλοσοφεί και θέτει ερωτήματα, τα πολιτικά, αυτά στα οποία περιγράφει και σατιρίζει την πολιτική κατάσταση, στα ιατρικά, όπου επικρίνει τους γιατρούς και τη νοοτροπία τους, στα κοινωνικά, όπου εκθέτει τη μικροαστική αντίληψη, τα “ πονηρά”, όπου περιγράφει καταστάσεις με θέμα την ερωτική συμπεριφορά και σκέψη. Σε αυτήν την κατηγορία προσθέτει και αυτά που σατιρίζουν την Εκκλησία. Τελευταία κατηγορία τα αυτοβιογραφικά, όπου ο ποιητής αυτοβιογραφείται σατιρίζοντας τον ίδιο του τον εαυτό.
Ζητήσαμε από τον Λευτέρη Βενιάδη να μας περιγράψει την παράσταση και τον τρόπο που εκείνη δομείται. Αλλά εκείνος προτίμησε να μας καλέσει να την παρακολουθήσουμε, λέγοντας: “Θα βρείτε, θα δείτε και θα ακούσετε πολλά που θα σας θυμίσουν τον εαυτό σας!”.

Ωστόσο μας αποκαλύπτει πως αναλύοντας και ανασυνθέτοντας τις κατηγορίες των ποιημάτων του Σουρή, προσέθεσε και συνδύασε σε αυτές, σύγχρονες πραγματικές ιστορίες καθημερινής τρέλας που αφηγήθηκαν και περιέγραψαν οι συντελεστές της παράστασης. “Με ενδιέφερε να δοθεί μια αίσθηση προβληματισμού, κριτικής και κυρίως αυτοκριτικής, με σκωπτική διάθεση, για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και τη νοοτροπία του Νεοέλληνα από τα χρόνια του Σουρή έως σήμερα. Έτσι προχωράω και μουσικά, αντιστικτικά. Η αντίστιξη στη μουσική και στη ζωή είναι για μένα η πιο έντονη και παραγωγική παρατήρηση και σε αυτήν στηρίζεται όλη μου η δημιουργία. H παράσταση, ως μουσική και σκηνική σύνθεση είναι δομημένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκύπτει δραματουργικά μια αυτοτέλεια σε όλο το έργο με απώτερο στόχο τη συμβολική παράδοση της σκυτάλης στη νέα γενιά που σηματοδοτείται από την παρουσία της νεανικής χορωδίας”.

Ρωτώντας τον κάτι που θα ξεχώριζε από την παράσταση, ο Λ. Βενιάδης απαντά πως δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει κάποιο ποίημα, αλλά ενδεικτικά αναφέρει “μια συγκινητική”, όπως την χαρακτηρίζει, προσευχή ενός παιδιού:

“Φεγγαράκι μου ωραίο, φέγγε μου να περπατώ, και στο σπίτι να πηγαίνω και να μην παραπατώ.

Φύλαγέ με από κλέφτες, υπονόμους και στενά, από το Αεριόφως και φανάρια σκοτεινά,

φύλαγέ με από ξύλο ξαφνικό και μαχαιριές, φύλαγέ με από σκύλους και ηρώων κουμπουριές.

Και συ, Έσπερε, σαν λείπει το φεγγάρι τ’ αργυρό, συ οδήγει με σε τούτον τον αλλόκοτο καιρό.

Διπλασίασε το φως σου, γίνε πλέον ζωηρός, και οδήγει με να βρίσκω το σπιτάκι μου γερός,

δίχως κόκκαλα σπασμένα και χωρίς καμία πληγή, αφού άλλο φως κανένα τους Ρωμηούς δεν οδηγεί”.

Μάνια Ζούση

Πηγή: Αυγή

Φωτογράφος: Δημήτρης Θεολόγης