Metamanias

Για τις «αγάπες που δεν τις σήκωσε η μέρα …»

Αβελάρδος και Ελοΐζα. Δυο φωτεινές προσωπικότητες της πιο σκοτεινής περιόδου της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ένας μεγάλος έρωτας του Μεσαίωνα και μια μεγάλη πρόκληση για τον συγγραφέα – σκηνοθέτη Γιάννη Καλαβριανό.

Η παράσταση «Αβελάρδος και Ελοΐζα» αποτελεί το τρίτο έργο μιας «τριλογίας για τον Έρωτα» που έχει παραδώσει στο κοινό ο Γιάννης Καλαβριανός. Είχαν προηγηθεί οι «Παραλογές» και το «Γιοι και κόρες». Αποτελεί όμως και την πρώτη απόπειρά του να παρουσιάσει ένα πρωτότυπο θεατρικό έργο, το οποίο βασίζεται όπως και τα προηγούμενα σε μαρτυρίες, γεγονότα και έρευνα, αλλά έχει την αυτονομία ενός πρωτογενούς θεατρικού κειμένου. Και σε αυτό το κομμάτι, τουλάχιστον στην δεύτερη εκδοχή, αυτή που παίζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, το κατάφερε με επιτυχία.

Το κείμενο διαθέτει λόγο μεστό, με λυρικές εξάρσεις, όπως επιβάλλει το θέμα του, ενώ αποσπάσματά του μπορούν να σταθούν από μόνα τους ως ποιήματα. «Ακούγεται» από τους θεατές και –όπως λέγεται συνήθως- όταν το κείμενο κατεβαίνει στην πλατεία, η σκηνοθεσία είναι καλή. Η παράσταση διαθέτει δομή με μουσικές ανάσες που περνούν ως «χορικά», χρωματίζοντας την αφήγηση.

Οι ηθοποιοί Γιώργος Γλάστρας, Χριστίνα Μαξούρη και Ελένη Κοκκίδου ξεδιπλώνουν το ταλέντο τους, υποστηρίζουν τους ρόλους τους, έχοντας επιφορτιστεί από τον συγγραφέα – σκηνοθέτη και με την παρουσίαση των εκτός σκηνής γεγονότων. Σε έναν διάλογο όχι μεταξύ τους, αλλά ως αφήγηση προς τους θεατές, παρουσιάζουν την ιστορία του Αβελάρδου και της Ελοΐζας, αλλά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή διαδραματίζεται.

Τον πρώτο λόγο τον έχουν όμως πάντα οι θεατές και αυτό που είδα στις αντιδράσεις τους, εκτός από το παρατεταμένο και θερμό χειροκρότημα, ήταν ένα περίεργο αίσθημα αγαλλίασης, ανακούφισης και νοσταλγίας ανάμεικτης με προβληματισμό. Είδα ανθρώπους που δεν ήθελαν να σηκωθούν από τη θέση τους, σαν να μην ήθελαν να φύγουν, γιατί είχαν βρει εκεί, στην αίθουσα, εκείνο το μελαγχολικό από τη φύση του απόγευμα Κυριακής, ένα κομμάτι της δικής τους ζωής. Και στο φουαγιέ, οι περισσότεροι ήταν σκεπτικοί και λιγομίλητοι. Σχεδόν αδυνατούσαν να εκφέρουν λόγο ή δεν ήθελαν, φοβούμενοι μήπως στη φλυαρία της καθημερινότητας, χάσουν αυτό το ιδιαίτερο κλίμα στο οποίο μπήκαν με την παράσταση και το κρατούσαν για να το πάρουν μαζί τους. Έλεγαν απλώς «πολύ καλή παράσταση» κάποιοι με μάτια υγρά και κάποιοι άλλοι βιαστικά, ίσως γιατί ήθελαν να χαθούν στα στενά του Νέου Κόσμου, αφήνοντας ένα δάκρυ για μιαν «αγάπη που δεν μπόρεσε να φανερωθεί στο φως της μέρας».

Βαγγέλης Σαρακινός