Πες μου μια ιστορία, είπα στην σκηνοθέτη και συγγραφέα Ελισσάβετ Χρονοπούλου, κι εκείνη έγραψε ένα ολόκληρο, αληθινό διήγημα!
“Θα του πω, συγνώμη μπαμπά, είχα ξοδέψει όλα μου τα ψέματα, αυτό θα του πω που είναι κι η αλήθεια. Ξόδεψα τα ψέματα πέντε Σαββατοκύριακων σε τρεις μέρες κι ο σάκος ψεμάτων μου ξεχείλισε. Δεν είχα άλλο ψέμα να πω γι’ αυτό αναγκάστηκα να πω την αλήθεια, δεν το’ θελα, αναγκάστηκα. Έτσι θα του πω. Δεν το ξέρει ακόμη, δεν άκουσε το τηλέφωνο, είναι από χθες το απόγευμα στο δωμάτιο με τα παντζούρια κλειστά και τα μάτια κλειστά. Εγώ τον προειδοποίησα όμως, πήγα και τον σκούντηξα πριν λίγο και του είπα, είναι πέντε η ώρα και σε λίγο θα πάρει η μαμά για απόγευμα κι εγώ ξόδεψα το τελευταίο μου ψέμα το μεσημέρι. Είχα ξοδέψει άλλο ένα το πρωί που είπα στη μαμά ότι όχι, ο μπαμπάς δεν ήπιε χθες, μόνο μια μπύρα. Το μεσημέρι που ξαναπήρε μου είπε δώσε μου λίγο τον μπαμπά και ξόδεψα άλλο ένα ψέμα, της είπα δεν μπορεί τώρα, φτιάχνει ομελέτα να φάμε. Α, τέλεια, μπράβο, μπράβο, είπε η μαμά, σας αφήνω να φάτε και θα ξαναπάρω το απόγευμα. Η μαμά λέει ότι το απόγευμα αρχίζει στις πέντε οπότε άρχισα να τον σκουντάω απ’ τις τέσσερις κάθε δέκα λεπτά και μετά, όταν πήγε πέντε παρά τέταρτο, τον προειδοποίησα ότι δεν έχω άλλο ψέμα και πρέπει να μιλήσει αυτός με τη μαμά, να ξοδέψει απ’ τα δικά του ψέματα. Κάτι ψιθύρισε που δεν άκουσα και γύρισε απ’ την άλλη. Του το’ χα πει και μια άλλη φορά, πριν το «μένουμε σπίτι» και την καραντίνα. Όταν έρχομαι σε σένα, του είχα πει, ξοδεύω πολλά ψέματα κι αν γίνει κάτι σοβαρό δεν θα’ χω άλλο ψέμα να πω. Έχω ένα την εβδομάδα, δηλαδή ένα κάθε Σαββατοκύριακο. Μαζί το συμφωνήσαμε αυτό, με τον μπαμπά κι είναι μυστικό, δεν το ξέρει κανένας άλλος. Το πρώτο ψέμα το είπα όταν έγινε το «αυτό», έτσι το λέμε, το λέμε το «αυτό», όταν είχε έρθει η αστυνομία κι εγώ τους είπα ψέματα χωρίς να μου το’ χει πει ο μπαμπάς, από μόνος μου. Δεν θυμάμαι γιατί το έκανα, ήμουνα μικρός. Μετά δεν τον είδα για πολύ καιρό και στεναχωριόμουν και το είπα στη μαμά και η μαμά είπε όχι και μου εξήγησε γιατί όχι αλλά δεν κατάλαβα τίποτα και μετά άρχισα να κατουριέμαι στον ύπνο μου και η μαμά είπε εντάξει αλλά θα βάλουμε έναν όρο, θα μου λες πάντα όλη την αλήθεια για ότι κάνετε με τον μπαμπά. Και το είπα στον μπαμπά ότι εγώ θα λέω την αλήθεια πρώτον γιατί είναι κακό να λέμε ψέματα και δεύτερον επειδή το υποσχέθηκα στη μαμά. Κι ο μπαμπάς μου είπε πως καμιά φορά σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις δεν είναι κακό να λέμε ψέματα, όταν είναι μεγάλη ανάγκη, μπορεί μάλιστα να είναι και καλό όταν είναι μεγάλη ανάγκη και πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη απ’ το να βλεπόμαστε. Σ΄ αυτό συμφώνησα. Και μετά μου είπε πως οι άνθρωποι δεν είμαστε τέλειοι κι αυτό να το θυμάμαι, κανένας δεν είναι τέλειος, ούτε καν η μαμά παρ’ όλο που βέβαια η μαμά είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει σε τέλειο άνθρωπο, κι ότι όλοι κάνουμε λάθος πράγματα, δηλαδή λάθη, και καμιά φορά δεν χρειάζεται να τα μαθαίνουν οι άλλοι, όταν τα λάθη είναι μικρά κι η ανάγκη είναι μεγάλη. Μου είπε ότι όλοι οι άνθρωποι κουβαλάμε έναν σάκο ψεμάτων στην πλάτη, ο καθένας τον δικό του, για να ρίχνουμε εκεί τα ψέματά μας, μόνο που ο σάκος είναι αόρατος. Σαν του Άγιου Βασίλη το σάκο με τα δώρα; τον ρώτησα γιατί τότε ήμουνα μικρός κι έλεγα κάτι τέτοια. Γέλασε ο μπαμπάς, του άρεσε αυτό και είπε ναι, ακριβώς, μπορείς να πεις ότι τα ψέματα είναι δώρα, μπορείς να το πεις, καμιά φορά είναι δώρα, είσαι μεγάλος ρε φίλε! «Είσαι μεγάλος ρε φίλε» μου είχε πει και τότε με την αστυνομία. Δεν τον άκουσε κανείς, πρόλαβε και μου το ψιθύρισε στο αυτί πριν τον πάρουν μαζί τους.
Έχουμε λοιπόν έναν αόρατο σάκο στην πλάτη, ένα τσουβάλι σαν του Αη Βασίλη, για να ρίχνουμε μέσα τα ψέματά μας αλλά επειδή είναι στην πλάτη πρέπει να προσέχουμε να μην βαρύνει πολύ γιατί θα καμπουριάσουμε. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ξοδεύουμε ψέματα για ψύλλου πήδημα. Αυτός το είχε πει. Στην αρχή όταν αρχίσαμε να ξαναβλεπόμαστε δεν χρειαζόταν να ξοδεύω πολλά ψέματα γιατί έκανε προσπάθεια όπως είχε πει η μαμά. «Κάνει προσπάθεια» έτσι είχε πει στη γιαγιά που φώναζε συνέχεια να μη με ξαναδώσουν στον μπαμπά. Στην αρχή μ’ έπαιρνε απ’ το μπάσκετ το Σάββατο το μεσημέρι και με γυρνούσε σπίτι το βράδυ στις οκτώ. Μετά, επειδή έκανε προσπάθεια, κερδίσαμε ένα Σαββατοκύριακο το μήνα ολόκληρο, ως την Κυριακή το απόγευμα. Και μετά δύο. Και τότε άρχισε να κάνει λιγότερη προσπάθεια, όλο και λιγότερη και μετά καθόλου. Κι εγώ άρχισα να ξοδεύω ψέματα. Όλο και πιο πολλά. Τώρα σταμάτησε και το μπάσκετ και το σχολείο και τα Γαλλικά και άρχισε το μένουμε σπίτι και η καραντίνα και την πείσαμε τη μαμά να μας αφήσει τρεις μέρες μαζί. Με όρο να της λέω την αλήθεια στα τέσσερα τηλέφωνα που θα μας παίρνει την ημέρα, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ. Κι εγώ δυο μέρες τώρα μαζεύω ψέματα με το τσουβάλι στο τσουβάλι ψεμάτων μου και θα καμπουριάσω. Έχω καμπουριάσει ήδη δηλαδή, όχι πραγματικά, μεταφορικά, έτσι λέγεται αυτό, μου το είπε ο μπαμπάς. Λέγεται μεταφορά. Είμαι καμπούρης. Αυτό θα του πω, θα του πω δεν είχα άλλο ψέμα πια να πω επειδή ο σάκος μου βάρυνε πολύ κι άλλο ένα να του φόρτωνα θα’ πεφτα κάτω. Δεν θα θυμώσει το ξέρω, δεν θυμώνει, ποτέ δεν θυμώνει μαζί μου. Ούτε θα μου κρατήσει κακία. Μη σε νοιάζει αγοράκι μου, θα μου πει, έκανες το σωστό, εσύ πάντα κάνεις το σωστό αντίθετα απ’ τον πατέρα σου. Και θα κλάψω. Αυτό φοβάμαι. Τώρα περιμένω τη μαμά, έρχεται τρέχοντας είπε, γαμώ την καραντίνα μου, είπε, έρχομαι τρέχοντας και θ’ ανέβω επάνω, πες του. Να τσακιστεί να σηκωθεί και να μου ανοίξει να του πεις, αλλιώς θα φέρω την αστυνομία. Δεν του το είπα, τι να του πω, τώρα έγινε το κακό, το έκανα το κακό, μόνο καθάρισα τους εμετούς απ’ το μπάνιο και καθάρισα και λίγο το σαλόνι δηλαδή μάζεψα τα σπασμένα γυαλιά με τη σκούπα, μπορεί να έμεινε και κανένα και τώρα περιμένω να χτυπήσει το κουδούνι. Θα του πω, συγνώμη μπαμπά, είχα ξοδέψει όλα μου τα ψέματα κι είχα καμπουριάσει. Ξέρω ότι τώρα δεν θα μας αφήσουν πια να ειδωθούμε για πολύ καιρό. Θα μου λείψεις πολύ αλλά είναι και μια ευκαιρία ν’ αδειάσει το τσουβάλι κι όταν ξαναβρεθούμε να’ χει χώρο πάλι για τα καινούρια ψέματα”.
Ελισσάβετ Χρονοπούλου
Επιμέλεια: Μάνια Ζούση