Εικαστικά

O Αλέξης Βερούκας συναντά τον Genet, τον Camus και τον Σίσυφο. Γράφει η Ίρις Κρητικού

«Ο Αλέξης Βερούκας με εφαλτήριο τον θερινό Βράχο της Ύδρας αναμετριέται με τη διακεκομμένη ιστορία της ανθρωπότητας» σημειώνει για την νέα δουλειά του καλλιτέχνη, που παρουσιάζεται από το Σάββατο 8 Αυγούστου

στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας, η επιμελήτρια της έκθεσης Ίρις Κρητικού.

 

Ο Βράχος του Σίσυφου

{Le vent qui roule un cœur sur le pavé des cours,
Un ange qui sanglotte accroché dans un arbre,
La colonne d’azur qu’entortille le marbre
Font ouvrir dans ma nuit des portes de secours.
Un pauvre oiseau qui tombe et le goût de la cendre,
Le souvenir d’un œil endormi sur le mur,
Et ce poing douloureux qui menace l’azur
Font au creux de ma main ton visage descendre.
Ce visage plus dur et plus léger qu’un masque,
Et plus lourd à ma main qu’aux doigts du réceleur
Le joyau qu’il convoite; il est noyé de pleurs.
Il est sombre et féroce, un bouquet vert le casque.
Ton visage est sévère: il est d’un pâtre grec.
Il reste frémissant aux creux de mes mains closes.
Ta bouche est d’une morte et tes yeux sont des roses,
Et ton nez d’un archange est peut-être le bec…}
Jean Genet, Le Condamné à mort (απόσπασμα)
Στη μνήμη του Maurice Pilorge, εικοσάχρονου δολοφόνου εκτελεσθέντος στις 17 Μαρτίου 1939 στο Saint-Brieux.

«Είναι κατά τη διάρκεια αυτής της επιστροφής, αυτής της παύσης, που ο Σίσυφος με ενδιαφέρει. Ένα πρόσωπο που πάσχει ακουμπώντας τις πέτρες, είναι ήδη πέτρα το ίδιο! Βλέπω αυτόν τον άνθρωπο να ξανακατεβαίνει με βήμα βαρύ αλλά σταθερό προς τη δοκιμασία που δεν θα γνωρίσει τέλος. Αυτή η ώρα που διαρκεί όσο μια αναπνοή και που επανέρχεται με την ίδια βεβαιότητα που επανέρχεται και η δυστυχία του, αυτή είναι η ώρα της συνείδησης. Σε καθεμιά από αυτές τις στιγμές, όπου εγκαταλείπει τις κορυφές και εξαναγκάζεται λίγο λίγο να κατακρημνιστεί στις κρυψώνες των θεών, ο Σίσυφος αποδεικνύεται ανώτερος της μοίρας του. Δυνατότερος του βράχου του». Albert Camus, Ο Μύθος του Σίσυφου, 1942 (απόσπασμα)

Πράξη Πρώτη:

_PC15914_DxO-d
Ο Jean Genet γράφει ένα ποίημα-ποταμό, αφιερωμένο στη μνήμη του εκτελεσθέντος νεαρού δολοφόνου Maurice Pilorge, επιχειρώντας να απαλλαγεί και ταυτόχρονα να διασώσει την εικόνα του φωτεινού κορμιού και του αγγελικού προσώπου του Maurice που στοιχειώνουν τις άγρυπνες νύχτες του. Μέσα από το άγριο και αστραφτερό σαν λάμα ξέσπασμα των στίχων του, ο ίδιος ξαναζεί τις τελευταίες 40 ημέρες της ζωής του φίλου του που πέρασαν σε αλυσσοδεμένη απόγνωση στην πτέρυγα των μελλοθάνατων στη φυλακή του Saint-Brieux. Κάθε πρωί, ένας ευσπλαχνικός φύλακας, γητεμένος από τη θεϊκή ξανθή ομορφιά του Pilorge που θα πέθαινε βάναυσα επειδή είχε σκοτώσει τον εραστή του Escudero για να του κλέψει κάτι λιγότερο από 1.000 φράγκα, αφήνει τον Genet να του φέρει λίγα τσιγάρα.

Πράξη Δεύτερη:

_PC15926_DxO-d

Ο Albert Camus αφηγείται τον ελληνικό Μύθο του Σίσυφου που προκάλεσε την μήνιν των θεών χλευάζοντας τον θάνατο, αποκαλύπτοντας τα θεϊκά μυστήρια και προσβάλλοντάς τους, εξηγώντας τον ως μια μεταφορά που συμβολίζει την ατέρμονη και μάταιη προσπάθεια: oι θεοί του Ολύμπου, καταδίκασαν τον Σίσυφο να σπρώχνει χωρίς σταματημό έναν πελώριο βράχο προς την κορυφή ενός ψηλού βουνού, μόνο και μόνο για να τον βλέπει να ξανακυλά στη ρίζα του αμέσως μετά, πάλι και πάλι, ανήμπορος να τον σταματήσει. Και είχαν σίγουρα δίκιο, καταλήγει ο συγγραφέας, γιατί «για έναν άνθρωπο τόσο οξυδερκή, ίσως να μην υπάρχει τιμωρία τρομερότερη από τον άχρηστο και χωρίς ελπίδα μόχθο».

Ο μύθος του Σίσυφου, παράλογου ήρωα που συνδιαλέγεται με τον Οιδίποδα και αποτελεί προπομπό των ηρώων του Κάφκα και του Ντοστογιέφσκι, είναι τραγικός, γράφει αλλού ο Camus, κυρίως «γιατί ο ήρωάς του έχει τη συνείδηση αυτής της τραγικότητας. Πού θα βρισκόταν άραγε αυτός ο πόνος, εάν η ελπίδα της επιτυχίας του στόχου τον συγκρατούσε σε κάθε βήμα; Ο εργάτης του σήμερα, δουλεύει ακατάπαυστα κάθε ημέρα της ζωής του με την ίδια προσπάθεια, και η μοίρα αυτή, δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά γίνεται τραγική, τις σπάνιες στιγμές που τη συνειδητοποιεί. Και ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, αδύναμος και επαναστάτης, γνωρίζει όλο το δράμα της άθλιας συνθήκης του: αυτήν έχει στον νου του, κατά την κάθοδό του».

Πράξη Τρίτη:

_PC15933_DxO-d

Ο Αλέξης Βερούκας με εφαλτήριο τον θερινό Βράχο της Ύδρας αναμετριέται με τη διακεκομμένη ιστορία της ανθρωπότητας και ζωγραφίζει πυρετωδώς επί σειρά μηνών στο χειμερινό Παρίσι. Πόνημά του εννέα έργα μεγάλων διαστάσεων, λάδια σε καμβά και χαρτί, που επίπονα ολοκληρωμένα κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου από τον ζωγράφο, αποτελούν μια αυτοπαθή και φρενήρη μυθοπλασία διατυπωμένη με θαυμαστή χειρονομιακή πρωτογένεια, ένα προσωπικό ημερολόγιο στιγμών και σιωπών, συναντήσεων και καταστάσεων μέσα στο οποίο η ενδογενής, στιλπνή μνήμη της Ύδρας συνδιαλέγεται εικονολογικά, σημειολογικά και συμβολικά με αρχαίες καταστροφές και νεότερα μελανά ιστορικά επεισόδια, με βίαιες μετατοπίσεις ανθρώπων, καταστροφές μνημείων και σφαγές πληθυσμών, με ευκίνητα γεωγραφικά όρια ακυρωμένων εθνών και ακίνητους εσχατολογικούς φρουρούς της ευρωπαϊκής αιωνιότητας: αντλώντας από μία ταραχώδη αλλά εξαιρετικά εύγλωττη δεξαμενή συντετμημμένων ιστορικών πηγών, ψυχικών και αισθητικών βιωμάτων και ενσυναισθητικών αφηγήσεων, χωρίς ποτέ του να γίνεται αφηγηματικό, το βλέμμα του καλλιτέχνη διαπερνά σαν οξεία λεπίδα το προαιώνιο τοπίο του βράχου της Ύδρας για να σταθεί εν τέλει στις «πέτρινες μέρες» ενός απειλητικού και τελούντος σε εκκρεμότητα ζοφερού σύμπαντος. Πέρα και πίσω από τα όρια της αφήγησης, ξεκινώντας από τους αιφνιδίως θανώντες εραστές της ρωμαϊκής Πομπηίας και τους αγέλαστους γλυπτούς αγγέλους της Βενετίας και ροβολώντας από τις αδέσποτες αγέλες της ηττημένης μυθικής Αρκαδίας του μήποτε ως το συντετριμμένο Ιράκ του κατεπειγόντως χρόνου, οι λίθοι της ιστορίας, ξερριζωμένοι από το ασάλευτό τους στερέωμα, ζωγραφίζονται με πνευματικό άλγος και απτικό πάθος από τον καλλιτέχνη και αφήνονται να κατρακυλίσουν με πάταγο στην άβυσσο του επέκεινα αμέσως μετά.

Στην εναγώνια και εκτυφλωτική ζωγραφική του Αλέξη Βερούκα που ζει όπως ζωγραφίζει, αποσκιρτώντας από το νενομισμένα κανονικό και ακροβατώντας στην αιχμηρή κόψη των πραγμάτων, οι από μηχανής στίξεις και οι φαεινές διαθλάσεις, οι αλάνθαστες τονικότητες και οι διακεκομμένες αναπνοές, η ιδιόχειρη κυανή ρυθμολογία, και τα εξαντλητικά σχεδιάσματα εκ του φυσικού, τα ανακουφιστικά κενά, οι διαφάνειες και οι πυκνώσεις της ύλης, διαστέλλουν τα γεωγραφικά και τα μεταφορικά όρια της Ύδρας, ιχνογραφώντας ένα Ελληνικό Καλοκαίρι θαυμάτων και θραυσμάτων, οραμάτων και φαντασμάτων: συλλέγοντας οξυπύθμενους αμφορείς μνήμης και κεραμεικά όστρακα βυθισμένων στη θάλασσα πόλεων, φαιά ανθρώπινα οστά και λευκά καύκαλα ζώων, σπαράγματα μιας άγνωστης Παλατινής Ανθολογίας και οργανικά αποτυπώματα φιλοσοφικού λόγου, καβαφικές νύχτες και σεφερικά πρωινά, ο Αλέξης Βερούκας προχωρά -με βασανιστική για τον ίδιο συνέπεια και πάλι- σε αυτόχειρες «φωτεινές αποκαλύψεις της ζωγραφικής διαδικασίας», εισχωρώντας στο επινοημένο σύμπαν του καμβά, τρέποντάς το σε ένα επίπονο κληροδότημα γνώσης και μνήμης του κόσμου.

Επίλογος:

_PC15916_DxO-d

Σέρνοντας τους δικούς του βράχους επάνω στην άγνωστη νήσο που υπήρξε και θα ξαναείναι η Ύδρα, ο Αλέξης Βερούκας συναντά τον Genet, τον Camus και, το δίχως άλλο, τον Σίσυφο.
Και πώς τελειώνει, άραγε αυτή η περιπέτεια;
Στην αγωνία του ζωγράφου που ζωγραφίζει αναζητώντας απαντήσεις στα θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, ας αφήσουμε για μία ακόμη φορά τον Albert Camus να πάρει τον λόγο:

«Όλη η σιωπηλή χαρά του Σίσυφου είναι εκεί. Το πεπρωμένο του του ανήκει. Ο βράχος του είναι το ζήτημά του. Εξάλλου, ο παράλογος άνθρωπος, όταν αψηφά την τιμωρία του, κάνει όλα τα είδωλα να σωπάσουν. Σε αυτό το σύμπαν που ξαφνικά αφουγκράζεται τη σιωπή του, υψώνονται γοητευμένες χίλιες μικρές φωνές της γης. Καλέσματα μυστικά και ασυνείδητα, κελεύσματα σε όλα τα πρόσωπα, είναι το έπαθλο της νίκης. Δεν υπάρχει ήλιος χωρίς σκιά, και πρέπει κανείς να γνωρίσει τη νύχτα. Ο παράλογος άνθρωπος λέει «ναι», και το άχθος του δεν θα έχει στο εξής τελειωμό…Σε αυτό το λεπτό σημείο όπου ο άνθρωπος επιστρέφει στη ζωή του, ο Σίσυφος, ξαναγυρνώντας στον βράχο του, εκτελεί αυτή την αλληλουχία ασύνδετων μεταξύ τους πράξεων που τρέπονται στη μοίρα του, σχεδιασμένη από τον ίδιο, ενωμένη υπό το βλέμμα της μνήμης του και σύντομα δρασκελισμένη από τον θάνατό του. Ωστόσο, πεπεισμένος για την ανθρώπινη προέλευση όλων εκείνων που είναι ανθρώπινα, τυφλός που επιθυμεί να δει γνωρίζοντας ότι η νύχτα δεν έχει τέλος, τελεί σε αέναη κίνηση. Κι ο βράχος κατρακυλά ακόμη».

«Αφήνω τον Σίσυφο στη ρίζα του βουνού! Ξαναβρίσκει κανείς πάντοτε το φορτίο του. Μα ο Σίσυφος διδάσκει την ανώτερη πίστη που απαρνιέται τους θεούς και ανασηκώνει τους βράχους. Ακόμη και ο ίδιος (υποφέροντας), κρίνει ότι όλα είναι καλώς καμωμένα. Το σύμπαν αυτό που επιζεί έκτοτε χωρίς Κύριο, δεν του φαίνεται ούτε στείρο, ούτε μάταιο. Κάθε κόκκος αυτής της πέτρας, κάθε μεταλλική λάμψη αυτού του βουνού του γεμάτου από νύχτα, από μόνη της φτιάχνει έναν κόσμο. Ο ίδιος ο αγώνας ενάντια στις κορυφές φτάνει για να γεμίσει την καρδιά του ανθρώπου. Θα πρέπει επομένως να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο…».

Ίρις Κρητικού
Αύγουστος 2015

1.Albert Camus, «Le mythe de Sisyphe», Gallimard, 1942