featured Εικαστικά

Εγγύτητες και Αποστάσεις στον Πόρο

Μια πολλαπλή ανάγνωση του κόσμου με έργα  δώδεκα καλλιτεχνών που προέρχονται από τρεις ηπείρους,  επιδιώκει να προβάλει η έκθεση “Εγγύτητες και Αποστάσεις” που παρουσιάζεται στη γκαλερί CITRONNE του Πόρου έως και τις 18 Ιουλίου.

Η ομαδική αυτή έκθεση σε επιμέλεια Λελλές Δεμερτζή, που καλεί ανερχόμενους και καταξιωμένους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο να διαλογιστούν πάνω σε θέματα ταυτότητας και συλλογικότητας, φιλοξενεί έργα των Αντώνη Βολανάκη, Chiderah Bosah, Λελλές Δεμερτζή, Courage Hunke, Cédric Kouamé, Αλέκου Κυραρίνη, Ebenezer Nana Bruce, Νικόλ Οικονομίδου, Dessislava Terzieva, Πάνου Φαμέλη, Πάνου Χαραλάμπους και Kwaku Yaro.

Μια έκθεση που αναδεικνύει τη διατήρηση των παραδόσεων, των ταυτοτήτων, αλλά και της κλίμακας των αξιών που καθόρισαν και σηματοδότησαν την μικρή ή μεγάλη Ιστορία της κάθε περιοχής.

Στα εκτιθέμενα έργα ο επισκέπτης παρατηρεί αυτήν την “τοπική” οπτική. Τα έργα κινούνται σε μία ευρύτατη κλίμακα η οποία ανοίγεται από το επαναλαμβανόμενο προσωποπαγές θέμα έως την αφαιρετική προσέγγιση της Ιστορίας και την ερμηνεία της. Οι επιλεκτικές παραστάσεις των καλλιτεχνών εμφανίζουν τις μνήμες του τόπου- είτε ως καταγωγή και μακρινή αναφορά είτε ως συνεχές βίωμα.

Η επιμελήτρια της έκθεσης Λ. Δεμερτζή στο εισαγωγικό κείμενο της έκθεσης σημειώνει ”Πέρα από το τοπικό και το παγκόσμιο, η ταυτότητα σκιαγραφείται ως το παλίμψηστο των δύο κόσμων, ως ένας ρευστός και διαρκώς μεταβαλλόμενος ενδιάμεσος χώρος. Οι ταυτότητες διαμορφώνουν και διαμορφώνονται αενάως από την εκάστοτε θέση μας μέσα και προς τον κόσμο. Φιλοδοξώντας να αποκρυπτογραφήσει τα ειδοποιά συστατικά της σύγχρονης διατοπικής συλλογικότητάς μας, η έκθεση συγκεντρώνει ένα εύρος καλλιτεχνικών πρακτικών που εκτείνονται από τη ζωγραφική έως τη φωτογραφία και τις εγκαταστάσεις, δίνει έμφαση στα σημεία συνάντησης της συλλογικής εμπειρίας, και τιμά τις αποκλίσεις και τις διαφοροποιήσεις μεταξύ πολιτισμών, γεωγραφικών θέσεων, ατομικοτήτων, και καλλιτεχνικών προσεγγίσεων.”

Ο Chiderah Bosah (NI) συμμετέχει με δύο γυναικεία πορτρέτα σε απαλές αποχρώσεις του μωβ που παραπέμπουν στους καθημερινούς αγώνες και την ανθεκτικότητα της Νιγηριανής νεολαίας. Επανερμηνεύοντας το στερεότυπο της «δυνατής μαύρης γυναίκας», ο Bosah είτε κατευθύνει το βλέμμα της Sonia προς τον θεατή, προκαλώντας τον με την εσωτερική της δύναμη, είτε αποστρέφει το βλέμμα της Daisy, ξεδιπλώνοντας την τρυφερή και ευάλωτη πλευρά της. Παρά την σκοτεινή παλέτα χρωμάτων, ένα εσωτερικό φως αναδύεται μέσα από τις μορφές, που είναι εμπνευσμένες από τον στενό κοινωνικό κύκλο του καλλιτέχνη.

Ο Ebenezer Nana Bruce (GH) εστιάζει επίσης στη γυναικεία προσωπογραφία με δύο έργα εντυπωσιακών φωτεινών χρωμάτων. Τα θέματα αναδύονται από το μονόχρωμο επίπεδο φόντο με παχιές πινελιές. Οι τίτλοι των έργων, Yellow Shawl and Petals Blouse, παραπέμπουν στην υπόσταση της γυναίκας πίσω από την εμφάνισή της, και επομένως πέρα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της, την κοινωνική της θέση ή το προσωπικό της γούστο.

Η μόδα είναι κομβικής σημασίας στην ανάγνωση και του έργου του Kwaku Yaro (GH), ο οποίος καταφεύγει στην ανακύκλωση και επανάχρηση υλικών, όπως χαλιά, πλαστικές τσάντες και υφασμάτινες σακούλες μεταφοράς προϊόντων. Tα υποκείμενά του, που απεικονίζουν μέλη της κοινότητάς του στην περιφέρεια Labadi στην Άκκρα, ντύνονται σύμφωνα με δυτικοκεντρικά πρότυπα, επηρεασμένα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την ποπ κουλτούρα. Ο Yaro αμφισβητεί τις πρακτικές της γρήγορης μόδας (fast fashion) με συνέπεια τις υπέρογκες ποσότητες απόβλητων που καταλήγουν στις χώρες της Δυτικής Αφρικής. Η χρήση των υφασμάτινων σάκων που χηριμοποιούνται κυρίως στην μεταφορά κακάο και καφέ κάνει επίσης νύξη στην εκμετάλλευση και την εξαγωγή των τοπικών φυσικών πόρων μέσω τον δρόμων του παγκοσμιοποιημένου μετα-αποικιακού εμπορίου.

Ταυτόχρονα, τα πορτρέτα του Courage Hunke (GH) αντλούν από μια από τις πιο σκοτεινότερες πτυχές της κοινωνίας της Γκάνας: τα στρατόπεδα μαγισσών. Ο Hunke προσπαθεί να ευαισθητοποίησει την παγκόσμια κοινότητα γύρω από ένα φαινόμενο μαζικής καταπίεσης, κυρίως στις βόρειες περιοχές της χώρας, όπου κάθε απόκλιση από την κοινωνική νόρμα, κάθε μορφή αντίστασης ή έκφραση ψυχικής διαταραχής στιγματίζεται ως μαγεία. Γυναίκες και παιδιά πλήττονται δυσανάλογα από αυτή τη δεισιδαιμονία και εξοστρακίζονται από την κοινότητα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που λειτουργούν ως «χώροι ασφάλειας», τόσο για τις ίδιες, όσο και για την κοινωνία που αφήνουν πίσω ανεπιστρεπτί.

Ο Cedric Kouame (CI) στο εν εξελίξει έργο του Gifted Mold συλλέγει και επεξεργάζεται φωτογραφίες εποχής προκειμένου να δώσει υλική υπόσταση στο πέρασμα του χρόνου, υπερθέτοντας στοιβάδες ιστορίας στο Abidjan μετά την ανεξαρτησία της Ακτής Ελεφαντοστού. Η αφετηρία του αφηγήματος του είναι πως ανεξάρτητα από τον βαθμό παραμόρφωσης του φωτογραφικού υλικού, η εικόνα εξακολουθεί να μεταδίδει μια αίσθηση υπονοώντας την προσωπική ιστορία του κάθε υποκειμένου.

Η φωτογραφία έχει επίσης εξέχοντα ρόλο στην καλλιτεχνική πρακτική της Dessislava Terzieva (BU/USA) που περιλαμβάνει κολάζ, γλυπτά και εγκαταστάσεις. Αυτή η σειρά έργων συνδυάζει μεταχειρισμένα πολύχρωμα φουλάρια και εικόνες από το άμεσο περιβάλλον στη βουλγαρική γενέτειρά της. Η Terzieva αντλεί από την ένταση μεταξύ του ελκυστικού και του απωθητικού, του καθιερωμένου στον χρόνο και του προσωρινού. Γιορτάζει την φθορά των υλικών, την παλαίωση των δημόσιων υποδομών, καθώς και τις αυτοσχέδιες πρακτικές σε ένα βαλκανικό νοικοκυριό που εφορμούνται από την έλλειψη πόρων, οδηγώντας τις προσωπικές της αφηγήσεις προς την αφαίρεση και την επανανοηματοδότηση του υλικού πολιτισμού.

Τα υβριδικά κολάζ της Λελλές Δεμερτζή (GR) είναι εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία, και ειδικότερα από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου. Η συγχώνευση γλυπτικών και ανθρώπινων σωμάτων, μέσα από φωτογραφίες που συνέλεξε σε μητροπολιτικά μουσεία ανά τον κόσμο, παραπέμπει στη διασπορά τόσο των έργων πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο και των ανθρώπων. Μέσα από μια διαδικασία αφαίρεσης, αποσκοπεί να ενσαρκώσει διαχρονικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Η χρήση του καθρέφτη καλεί τον θεατή να γίνει μέρος του έργου και να ταυτιστεί με τα αφηγήματα μυθικών πλασμάτων, θεών και θνητών, σε μια πορεία ανάληψης προσωπικής ευθύνης για το τραύμα και ενθάρρυνσης συλλογικής ίασης.

Ο Αντώνης Βολανάκης (GR) παρουσιάζει ένα γλυπτό σε μορφή ξύλινης βαλίτσας που συμβολίζει την κινητικότητα των σύγχρονων νομάδων. Η επανάληψη της φράσης «I am in the box» σχηματίζει μια σπείρα, αντίστοιχη με το δίσκο της Φαιστού, που προκαλεί μια αίσθηση εγκλεισμού. Είτε αναφέρεται σε προσωπικά αντικείμενα είτε σε αναμνήσεις και σε υποσυνείδητες αφηγήσεις, το περιεχόμενο της βαλίτσας αποκρύπτεται από το βλέμμα. Αυτό το λιγοστό περιεχόμενο κουβαλά ο νομάς από τόπο σε τόπο για να του θυμίζει ποιος είναι και από πού προέρχεται, όπου κι αν βρίσκεται.

Η γλώσσα έχει επίσης σημαίνουσα θέση στους πίνακες της Νικόλ Οικονομίδου (GR/USA) που εξερευνούν τους ενδιάμεσους χώρους της διπλής υπηκοότητάς της. To State of Being έλκει την καταγωγή του από τη ζωγραφική παράδοση του ρομαντισμού και υποδηλώνει ότι η ταυτότητα κατοικεί στον ενδιάμεσο χώρο του μη-ανήκειν: ούτε εδώ ούτε εκεί, ούτε μέσα ούτε έξω, αλλά ενδιά-μεσα. Αντίστοιχα, ο πίνακας Apollo αποδοκιμάζει την οικειοποίηση της ελληνικής μυθολογίας από δυτικούς μοντέρνους ζωγράφους, και λειτουργεί ως πράξη “αποκατάστασης” της προγονικής της ιστορίας. Στο κάτω μέρος του έργου, η polaroid της προτομής του Απόλλωνα από το Μetropolitan Museum καταδεικνύει την πρόσβαση σε διεθνικές ιστορίες στα μητροπολιτικά μουσεία και τα διφορούμενα κίνητρα των εκπροσώπων φύλαξης και προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Το γλωσσικό στοιχείο τονίζεται επίσης στο Tobacco Archive του Πάνου Χαραλάμπους (GR) ο οποίος τυπώνει γράμματα, ονόματα, αριθμούς και ημερομηνίες σε φύλλα καπνού για να αντιπαραβάλει την εργασία των ντόπιων καπνοκαλλιεργητών με την εξύμνηση του καπνίσματος στον κινηματογράφο, την λογοτεχνία και την διαφήμιση. Τα έργα λειτουργούν ως υλικά διανοητικά τοπία, ως «στεγνοί κήποι», ως μαρτυρίες μιας παραγωγικής και οικονομικής δύναμης που άκμασε στην Ελλάδα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αλλά τώρα αργοσβήνει.

Μέσα παραγωγής και πρωτόκολλα εμπορίου μετατρέπονται επίσης στο υπόβαθρο του έργου του Πάνου Φαμέλη (GR). Το “γλυπτικό σχέδιο” silencer (draft 2/ the roar) είναι μια ευτελής ξύλινη επιφάνεια μεταφοράς εμπορευμάτων. Η επάλληλη αυτοματοποιημένη μεταγραφή ποιημάτων καθιστά τη γραφή δυσανάγνωστη: η γλώσσα μετουσιώνεται σε εικόνα και ρυθμό. Ο Φαμέλης αντιπαραβάλει το προσωπικό με το κοινωνικό, και διερωτάται πώς συνυπάρχουν οι δύο εντάσεις στη διαμόρφωση μιας υποκειμενικής ταυτότητας σε στιγμές κρίσης.

Τέλος, ο Αλέκος Κυραρίνης (GR) εμπνευσμένος από τη βυζαντινή εικονογραφία παρουσιάζει ένα τραπεζοειδές μαρμάρινο υποστήλωμα με μια μορφή Αγγέλου στις τέσσερις πλευρές. Γεωμετρικά μοτίβα, καθώς και νατουραλιστικές φρίζες στο πάνω και κάτω μέρος του έργου αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία. Οι γαλάζιες και μπεζ αποχρώσεις, όπως και τα χαμηλά ανάγλυφα περιγράμματα δημιουργούν μια αίσθηση κίνησης και ελαφρότητας σε έναν κατά τα άλλα βαρύ όγκο. Ιστορία, λαογραφία και χριστιανική παράδοση συνυπάρχουν στο έργο, όπου η εικονογράφηση και η διακόσμηση, το φυσικό και το μεταφυσικό, οι έννοιες του Καλού και του Κακού συγχέονται.

Μάνια Ζούση