Βιβλίο

«Ξεκίνησα να λύσω κάποιους λογαριασμούς»

Την Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου στις 8:30 στα πλαίσια του Φεστιβάλ Τεχνών Open September 5 στον πολυχώρο VAULT, θα γίνει παρουσίαση του μυθιστορήματος του σκηνοθέτη Κοραή Δαμάτη «Το Σπίτι Μόνο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

“Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου στο VAULT. Εκεί, στις 8:30, την ώρα που βραδιάζει, θα μαζευτούμε φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι για να μιλήσουμε για το βιβλίο, θα διαβάσουμε αποσπάσματα, θα ακούσουμε μουσική, θα πιούμε ωραία ποτά… αν σας βγάλει ο δρόμος σας, θα χαρούμε να σας δούμε!”, γράφει η πρόσκληση.

Στη παρέα του“τραπεζιού” θα είναι ο Δημήτρης Καρατζιάς, ο Περικλής Μοσχολιδάκης και ο Κοραής Δαμάτης… κι αν προκύψει και κανένας άλλος δεν θα του πούμε όχι!”…

Με αφορμή την παρουσίαση βρήκαμε ευκαιρία να ρωτήσουμε τον γνωστό σκηνοθέτη για «Το Σπίτι Μόνο»

12890875_1055775167798041_492328597472556460_o 

 

Συνήθως οι σκηνοθέτες γράφουν με τον τρόπο τους τα έργα που σκηνοθετούν. Τι σας έκανε μετά από τόσες παραστάσεις και σκηνοθεσίες να γράψετε κάτι που δεν έχει σχέση με το θέατρο αλλά με τη ζωή σας;

«Το ξεκαθαρίζω…  Αρκετές σελίδες, αρκετά συμβάντα του βιβλίου, έχουν μεν αυτοβιογραφική αφετηρία, όμως από ένα σημείο και ύστερα, άγνωστα πρόσωπα φανερώθηκαν και μπλέχτηκαν με τα γνωστά και γνώριμα, δράσεις και πράξεις αποφασίστηκαν, θα ‘λεγε κανείς, ερήμην μου, έτσι ώστε η μυθοπλασία, πολλές φορές, να πρωταγωνιστεί της αυτοβιογραφίας. Έφτασαν, λοιπόν, αναμνήσεις και γεγονότα της ζωής μου, αλλά και ιστορίες που ήξερα από την οικογένειά μου, να συμπορεύονται με την επινόηση χέρι χέρι, ανοίγοντας καινούργια πεδία στην αφήγηση. Τώρα, τί με έκανε να γράψω; Ανάγκη ήτανε, και μάλιστα, τώρα που προσπαθώ να θυμηθώ την αρχή, ήταν και τελείως ανεξήγητη μιας και εγώ δεν είχα σχέση με το γράψιμο. Και βέβαια, το έχω ξαναπεί, δεν ξεκίνησα να γράψω ένα μυθιστόρημα, σημειώσεις κρατούσα για κάποιες θύμησες που ήρθαν και επιβλήθηκαν από μόνες τους, πήραν το χώρο τους με το έτσι θέλω, εγώ, απ’ τη μεριά μου, ένοιωθα σιγά σιγά τα ίδια συναισθήματα όπως τότε που τα είχα πρωτοζήσει, και ήρεμα, ήσυχα άρχισαν οι σημειώσεις να κρατάνε περισσότερο, να γίνονται σελίδες, και όπως είπα και πριν, ήρθαν και οι ‘επισκέπτες’ να πούνε τα δικά τους οπότε ξεκίνησε να ζωντανεύει ένας κόσμος, πολλοί άνθρωποι, μισοί γνωστοί, μισοί άγνωστοι, με ένα σωρό λεπτομέρειες της ζωής τους για χαρές, και ελλείψεις, και χρόνιες εκκρεμότητες που είχαν θαφτεί για να μην ενοχλούν, και πένθη που είχαν αναβάλλει για αργότερα να τα πενθήσουν, και, τι να λέω τώρα, άρχισε η μεγάλη περιπέτεια που δεν ήξερα που θα βγάλει. Ναι, ανάγκη ήτανε, μόνο που το κατάλαβα πολύ αργότερα.

Γράφετε για να υπάρχετε στην σκηνή και στην πλατεία, για να μην αισθάνεστε μοναξιά, για να συνομιλήσετε με τον εαυτό σας και κάποιους άλλους, για να λύσετε κάποιους λογαριασμούς ή επειδή δεν έχετε πιθανόν καλές σχέσεις με τον ψυχολόγο;

Ξεκίνησα για να λύσω κάποιους λογαριασμούς, να ξεκαθαριστούν ασάφειες του παρελθόντος για πράξεις -και επιπτώσεις πράξεων, βέβαια- που τότε, πιτσιρικάς, δεν είχα καταλάβει κι απλώς είχα δεχτεί τις συνέπειες. Μεγαλώνοντας, αυτά ξεχάστηκαν, ή για να πούμε το σωστό, παραμελήθηκαν ως ανούσια, δεν τους δόθηκε η σημασία που τους άξιζε… Όμως οι εκκρεμότητες παρέμειναν εκεί από ότι φαίνεται, περιμένοντας την κατάλληλη ώρα. Αρχίζοντας, λοιπόν, κάποια στιγμή να ψάχνω τις αιτίες για αποφάσεις που είχαν πάρει άλλοι για την ζωή μου, το κουβάρι που βρέθηκε δεν ήταν ένα αλλά πολλά, και έτσι πηγαίνοντας απ’ το ένα στο άλλο, μαζεύτηκαν εκατό πληροφορίες που η μία έφερνε την άλλη δημιουργώντας σιγά σιγά έναν ανοιχτό και πολύ πιο μακρινό ορίζοντα απ’ ότι είχα φανταστεί. Ήταν συναρπαστικό! Και λυτρωτικό! Όχι γιατί έλυνες, υποτίθεται, τους κόμπους, όσο για τον τρόπο που έπρεπε να επιλέξεις για να ‘φύγει’ απ’ το περιορισμένο εγώ και να ‘κατέβει’, όπως λέμε στο θέατρο, σε περισσότερους αναγνώστες. Δεν ξέρω αν πέτυχε, αλλά αυτή η πρόθεση γεννήθηκε. Να μοιραστώ με άλλους ανθρώπους κοινές ανομολόγητες εμπειρίες. Μέσα σ’ αυτά τα ξεκαθαρίσματα, μπλέχτηκε και η μυθοπλασία, όπου πια το βασικό μέλημα ήταν να μην φαίνονται τα σύνορα μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Ούτε κι αυτό ξέρω αν πέτυχε.

Τι μας αφηγείσθε, τι θέλετε να θυμόμαστε από αυτήν την αφήγηση και ποιο είναι αυτό το σημείο που εσείς αγαπάτε από το βιβλίο. Ποια λέξη ή φράση θα κρατούσατε;

Αφηγούμαι την συνάντηση ενός άντρα με τον χρόνο. Παραθέτω ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο: «Πάντα μπλέκεται κανείς με τον χρόνο. Και, σχεδόν πάντα, αθέλητα. Ξένο ρούχο, δύσκολα φοριέται. Μετράει ο άνθρωπος, ξαναμετράει, υπολογίζει παρουσίες, απουσίες, κρατάει σημειώσεις, γράφει ημερολόγια, κανονίζει αυτά που πρέπει να γίνουν, πότε πρέπει να γίνουν και γιατί, κι ύστερα… ύστερα θλίβεται. Τα πράγματα δεν ήρθανε στην ώρα τους. Έπεσαν έξω κάποια λεπτά, ή κάποια χρόνια. Ή, το ρολόι δείχνει λάθος. Και με τι μπορεί να συγκρίνει κανείς ένα ρολόι; Μόνο με ένα άλλο ρολόι. Αλλά αυτό δεν είναι χρόνος. Ο χρόνος του ρολογιού ψεύδεται, αγγίζει τα όρια του παρά φύση, μια υποτυπώδη, χαζή ανάγκη, κοροϊδεύει τους ανθρώπους. Πώς να τα βάλεις στο ίδιο καλάθι, τον αμείλικτο χαμηλότονο χτύπο που σε κυνηγάει, με το ελεύθερο πέταγμα; Δεν χωράνε. Ναι. Ο χρόνος είναι ύλη ρέουσα και διαφανής, είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών και συ πλέεις σαν μεγάλο έμβρυο μες στην χαώδη του κοιλιά. Πάντα φεύγει, και φεύγεις και συ μαζί, πίσω, στην μνήμη που σε κατοικεί από το απώτερο παρελθόν, μπρος, και ξανά χθες, και συνταξιδεύεις μαζί του στην άγνωστη θάλασσα του αύριο αγγίζοντας μαλακά το ίσως και το μπορεί, και μετά στη φέρνει ο χρόνος και πεταρίζει στο τώρα και σε κοιτάει γελώντας, βιάζοντάς σε κατ’ εξακολούθηση για ν’ ακούσεις, να δεις, να σκεφτείς, ν’ αποφασίσεις, να ζήσεις, να ερωτευθείς, να φας, να μαλώσεις, να φύγεις, να έρθεις και να ξαναφύγεις. Παιχνίδι ο χρόνος. Το κρυφτό των παιδιών. Τα φυλάς, μετράς μέχρι εκεί που σου όρισαν, και βγαίνεις. Να ψάξεις και να βρεις. Μια ζωή. Να ψάχνεις τα λάθη και τα σωστά, ανθρώπους που έχασες, ανθρώπους που έχεις, άγνωστους που φαντάζεσαι και περιμένεις, τις αξίες δίπλα σου που δεν είδες, τους αλγεσίδωρους έρωτες, τους μυθοπλόκους και λυσιμελείς, την αφετηρία του πόνου και της μόνιμης από καιρό θλίψης, αυτά που πίστευες πως έπρεπε να γίνουν, τους σταθμούς που δεν σταμάτησες, άλλες, απρόσωπες και βιαστικές μέρες, βιαστικά κοιτάγματα, βιαστικές συνευρέσεις… κι ο χρόνος παρόντας, διαρκής, να παίζει μαζί σου».

Το σημείο που έχω μια αδυναμία μέσα στο βιβλίο είναι οι σελίδες που μιλάνε για την Αλεξάνδρεια.

Και την φράση που θα κρατούσα είναι:  «Θά ‘μαι πάντα εδώ! Μ’ ακούς; Θά ‘μαι πάντα εδώ! Μ’ ακούς;»

Μάνια Ζούση