Βιβλίο

«Το πάθος είναι δωρεά, δεν πουλιέται στο παζάρι»

Γράφει όπως ζει, γενναιόδωρα και παράφορα, έχοντας αδυναμία σε μια «παλιά, πλούσια λαϊκή γλώσσα και τις διαλέκτους της αργκό». Με πολλαπλά ταλέντα, από την συγγραφή έως το τραγούδι, και συμπάθεια στους λαϊκούς, ανώνυμους και αποσυνάγωγους ήρωες

ο Θωμάς Κοροβίνης νοιάζεται και διασώζει καταγράφοντας, ένα μέρος της ζώσας ιστορίας μέσα από τη λογοτεχνία, θεματοφύλακας εκλεκτών και πολύτιμων στιγμών και ανθρώπων. Γράφει, στιχουργεί και τραγουδά καθώς, όπως λέει, «η τέχνη, και ιδίως η ψυλιασμένη και ακομπλεξάριστη λογοτεχνία, αλλά και το τραγούδι, συμπληρώνοντας παραστατικά και ‘πονηρά’ την ιστορία, μπορούν να διασώσουν σημεία που αυτή δεν καταγράφει γιατί ή της διαφεύγουν ή κυρίως τα προσπερνάει θεωρώντας τα παρακατιανά». Αυτό το διάστημα ετοιμάζει παράλληλα μια νουβέλα για τον Καβάφη κι ένα μεγάλο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη μεγάλη φωτιά της Θεσσαλονίκης το 1917. Τον Μάρτιο από τις εκδόσεις «Άγρα» θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του “Ο κατάδεσμος”.

* Σπάνια συναντά κανείς συγκεντρωμένα τόσα ταλέντα και τόσα πάθη, από τη συγγραφή έως το τραγούδι. Πώς συνέβη;

Μπαίνει από νωρίς η στάμπα. Αν κανείς φλέγεται και τολμά, το οδοιπορικό του, η “Ιθάκη” του, είναι πλούσια, ζηλευτή θα ‘λεγα, γιατί κερδίζει σε πολυδιάστατες και απρόσμενες εμπειρίες. Το ταλέντο είναι χάρισμα, το πάθος είναι δωρεά. Δεν πουλιέται στο παζάρι. Σαν τον Μπορίς Βιάν κι εγώ, κυνηγάω και φτιάχνω ένα παράλληλο σύμπαν, εναλλακτικό, με ανάγλυφους όμως τους σταθμούς της ζωής μου, τα ανεξίτηλα σημάδια της, που εν πολλοίς κοντράρεται με τον “Αφρό των ημερών”, με την ελαφράδα δηλαδή της εποχής, και διαφυλάσσει γεγονότα ζουμερά, πατρίδες αγάπης και παιδεμού και πρόσωπα οργωμένα που μετουσιώνονται σε κομμάτια δημιουργίας. Εκφράζομαι αναλόγως σε διάφορες μορφές τέχνης, είμαι σαν εκείνα τα εσπεριδοειδή που βγάζουν μανταρίνι, περγαμόντο και κίτρο, “λεμόνι στην πορτοκαλιά”, ας πούμε, που τραγούδησε ο αθάνατος αδερφός Παπάζογλου. Η πολύτιμη φίλη μου, σπουδαία Μάρω Δούκα με λέει “αναγεννησιακό”.

* Στα έργα σας δίνετε περισσότερο χώρο σε ανθρώπους λαϊκούς και αποσυνάγωγους. Τί είναι αυτό που σας έλκει;

Είμαι άνθρωπος με κοινωνικό όραμα και ιδιαίτερη πολιτική στάση. Έχω αξίες που δεν τις προδίδω ποτέ και την αριστερή τοποθέτηση έτσι την αντιλαμβάνομαι, χωρίς συμβιβασμούς, ευτελή άλλοθι και οπορτουνισμούς. Γεμίσαμε ευκαιριατζήδες δήθεν ιδεολόγους. Άνθρωποι από όλο το κοινωνικό φάσμα μπορεί να πιάσουν τόπο μέσα μου, ανάλογα με το ήθος, την αξία τους, την ψυχική τους ομορφιά, τη στάση τους. Μόνο με την μπουρζουαζία δεν τα πάω καλά. Είναι αλήθεια όμως ότι συμπάσχω πιο πολύ με τους αποσυνάγωγους, τους απόκληρους, τα έρημα πουλιά. Τους έχω ζήσει, τους ζω, τους έχω μελετήσει, δεν τους μυθοποιώ, αλλά είναι το κομμάτι της ζωής το πιο λαβωμένο, το πιο παρεξηγημένο, και το πιο ποινικοποιημένο βέβαια, παρ’ ότι είναι κι αυτό βουτηγμένο μέσα στην μπόχα.

* Τι πρέπει να διαθέτουν οι ήρωές σας για να γίνουν βιβλίο;

Οι ήρωές μου δεν ανήκουν στον μέσο όρο, είναι κάπως ασυνήθιστοι. Ακόμη κι όταν κάνω ηρωίδα μια γυναίκα, όπως η Πολίτισσα η Μαρίκα στο μυθιστόρημα 55, την βάζω να είναι δασκάλα και λογία, ενώ παράλληλα είναι ντερμπεντέρισσα και νυχτοπερπατημένη. Δηλαδή, ενώ είναι μια μέση αστή, ταυτόχρονα είναι μαγκιόρα και σεβνταλού. Αυτοί οι τύποι μ’ αρέσουν. Τώρα, στη νουβέλα Ο κατάδεσμος που βγαίνει τον άλλο μήνα απ’ τις αγαπημένες μου εκδόσεις “Αγρα” βάζω μια μεσόκοπη να βρίζει τον άντρα της, που είναι ρεμάλι δίχως ταίρι, με φράσεις ακατονόμαστες. Εκείνη είναι μια αλλοπαρμένη μάγισσα του σήμερα κι αυτός εκφράζει την επιτομή του πιο σιχαμερού Νεοέλληνα, που είναι επιδειξιομανής, παραμύθας, φαλλοκράτης, κομματικός σαλταπήδας, πορωμένος σεξιστής και σεξομανής και άλλα πολλά. Και οι δυο είναι εξτρέμ τύποι ανθρώπων, όμως μπορείς να συναντήσεις κάποιους που τους μοιάζουν αρκετά.

* Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση και επιρροή σας;

Επηρεάστηκα απ’ την προσωπικότητα κάποιων που θεωρώ δασκάλους μου και τους έζησα, όπως ο Γ. Π. Σαββίδης, ο Χριστιανόπουλος και η Διδώ Σωτηρίου. Επίσης απ’ το ήθος αλλά και το ύφος προσωπικοτήτων, όπως ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης και ο Καβάφης. Τους δύο πρώτους τους έχω κάνει λογοτεχνικούς ήρωες, τώρα ήρθε η σειρά του Αλεξανδρινού, σκαρώνω μια νουβέλα στην καθαρεύουσα -είναι πόζα-, με τον Καβάφη δεκαεννιά χρονών στην Πόλη να αφυπνίζεται ερωτικά από έναν νεαρό υπηρέτη του παππού του. Θέλω να αναδείξω την πολλαπλασίως δυναμικότερη λειτουργία του ερωτικού πόθου στο σώμα και την ψυχή απ’ την πραγματοποίηση της ερωτικής πράξης. Ωστόσο η παρατήρηση μπορεί να σε κάνει να επηρεαστείς αλλά κυρίως να εμπνευστείς από άτομα και περιοχές της ζωής που περνούν αδιάφορες απ’ το μέσο βλέμμα. Άθελά μου γίνομαι φωτογράφος συμπεριφορών, στιγμών, καμωμάτων, γλωσσικών εκφορών. Το χαρτί και το μολύβι δε λείπουν ποτέ, σημειώνω όπου κι αν βρίσκομαι, ακόμη και σ’ ένα γλέντι, αν τσακώσω μια σκηνή ή μια κουβέντα αλλιώτικη, σοφή να την πω, την καταγράφω αμέσως, οι άλλοι χαμπάρι δεν παίρνουν. Μπορεί να την πει κι ένα μωρό, δεν το προσπερνώ. Μ’ αυτά τα κακογραμμένα χαρτάκια παιδεύομαι, όπως τα ποιητικά σημειώματα του Καββαδία πίσω από πακέτα τσιγάρων.

* Φαίνεται να γράφετε όπως ζείτε, γενναιόδωρα, παράφορα, μιλώντας μια κραταιά γλώσσα, λίγο ξεχασμένη. Ποιά είναι η έγνοια σας γι’ αυτήν;

Ζω έτσι όπως λέτε. Δεν πετώ τίποτε απ’ τη γλώσσα μας που είναι πέλαγος κι ο ψαροντουφεκάς δεν ξεχωρίζει το χταπόδι απ’ τον σαργό για να τα φέρει επάνω. Αρκεί να τα ταιριάζεις. Προσωπικά έχω αδυναμία στην παλιά, πλούσια λαϊκή γλώσσα, που όσο πάει και ξεθυμαίνει σε προφορικό και γραπτό λόγο, και στην παρακαταθήκη των διαλέκτων τής αργκό. Σε λίγα χρόνια, καθώς ο κόσμος μας γίνεται -παρά την κρίση- πιο φλωρίστικος και πιο γιάπικος, βλέπω όλος αυτός ο πλούτος να περιορίζεται και σταδιακά να χάνεται».

* Νοιάζεστε για τη ζώσα ιστορία γράφοντας λογοτεχνία. Τί επιχειρείτε να διασώσετε;

Η σχέση λογοτεχνίας και ζώσας ιστορίας πρέπει να είναι άρρηκτη. Λειτουργώ κάπως σαν θεματοφύλακας εκλεκτών πραγμάτων, προσώπων και αξιών, τα φυλακίζω στο έργο μου, με την έγνοια να μη χαθούν. Η τέχνη, και ιδίως η ψυλιασμένη και ακομπλεξάριστη λογοτεχνία, αλλά και το τραγούδι, συμπληρώνοντας παραστατικά και “πονηρά” την ιστορία, μπορούν να διασώσουν σημεία που αυτή δεν καταγράφει, γιατί ή της διαφεύγουν ή κυρίως τα προσπερνάει θεωρώντας τα παρακατιανά.
* Ανοιχτές κοινωνικές πληγές όπως το προσφυγικό, πώς τις διαχειρίζεται η τέχνη και ποια η θέση των διανοουμένων;

Οι διανοούμενοι και γενικά ο κόσμος του πνεύματος πάντα μιλάνε με τον τρόπο τους. Κάποιοι, λίγοι, είναι πιο παρεμβατικοί, ακτιβιστές και ανατρεπτικοί. Δε βλέπω όμως ούτε το κράτος ούτε ο λαός να πολυδίνει σημασία. Άρα γιατί να ζητάμε τα ρέστα απ’ τη διανόηση;

* Μεγαλώσατε με ιστορίες από ανθρώπους που διατηρείτε στην προσωπική σας μυθολογία;

Τα πρόσωπα της προσωπικής μου μυθολογίας είναι οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν, η μάνα και η γιαγιά μου, οι ψαράδες του χωριού μου, θρυλικά πρόσωπα που έχουν σημαδέψει τους τόπους που έζησα και αντιήρωες της ζωής -υποπρολετάριοι του αστικού χώρου- που έχω θαυμάσει.

* Η Πόλη παραμένει σημείο αναφοράς και έμπνευσης;

Η Πόλη είναι “το χωριό” μου. Αραίωσα τις βίζιτες γιατί με πονάει που έχει σαρώσει σχεδόν όλες τις αναφορές της πρόσφατης μνήμης μου. Οι Τούρκοι έχουνε γίνει ποπ, είναι αστείο, κι ο Ερντογάν, μαζί με τις λοιπές αθλιότητες, λογοκρισία, φυλακίσεις, κυνήγι των Κούρδων κ.λπ. χτίζει ουρανοξύστες δίπλα στην Αγια – Σοφιά. Τι περιμένεις; Ωστόσο είναι ο τόπος όπου έζησα πιο έντονα, υπάρχει ζωντανή πάντα μέσα μου και μ’ έχει αιχμάλωτό της παντοτινό. Είναι αστείρευτη πηγή ζωοδότησης και εμπνεύσεων.
* Με τη μουσική τι σχέση διατηρείτε; Βλέπετε να επαναποκτά την ιεροτελεστία της ακρόασης και του αισθήματος που είχε κάποτε;

Κάπου κάπου κάνω κάποιες παραστάσεις, με λόγο και μουσική συνδυαστικά συνήθως. Δεν μου πάνε τα τερτίπια του καιρού. Είμαι λαϊκός καλλιτέχνης, μα σαν γιος του νέου κύματος. Έχει χαθεί εκείνη η μαγεία, η μέθεξη που πετύχαινε η επικοινωνία των καλλιτεχνών με το κοινό στους συμμαζεμένους, ζεστούς χώρους, που μύριζαν ανθρωπίλα. Μακάρι μ’ αυτή την αγριάδα του φαστ-φουντ θεάματος να νιώσουν την ανάγκη οι άνθρωποι να επιστρέψουν.

Μάνια Ζούση

Πηγή: Αυγή