featured Βιβλίο

Ελισάβετ Χρονοπούλου: «Επινοώ ιστορίες για να παρηγορηθώ απ’ αυτά που με πληγώνουν»

«Η αξία του για μένα, πέρα από τη χαρά, είναι η ενθάρρυνση να προχωρήσω στο επόμενο βήμα», έλεγε η Ελισάβετ Χρονοπούλου παραλαμβάνοντας το βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Ουράνη για το βιβλίο της «Ο έτερος εχθρός», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Η Ελισάβετ τιμήθηκε χθες 17/9 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος – Νουβέλας εξ ημισείας με τον Γιώργο Κυριακόπουλο για το “Η τρισεγγονή της Αραπίνας και άλλες ιστορίες”.

Η συγγραφέας, αλλά πρωτίστως σκηνοθέτης, είχε μιλήσει τότε στο artplay:

«Ήθελα να λέω ιστορίες και στράφηκα στην εικόνα επειδή δεν την φοβόμουν τόσο πολύ», παραδέχεται η σκηνοθέτις και συγγραφέας που στο βιβλίο της επιλέγει να φωτίσει τις μεγάλες και τις μικρές πράξεις των ανθρώπων που βρέθηκαν και έζησαν σε οριακές εποχές όπως η γερμανική κατοχή, μέσα από ήρωες δέκα ιστοριών που αντιμετωπίζουν πέρα από τον φανερό κι έναν διαφορετικό εχθρό. Με κυρίαρχο ρήμα το «Ζήσαμε», η συγγραφέας μιλά για ανθρώπους που επιβίωσαν και «κράτησαν μέσα τους το τίμημα αυτής της επιβίωσης, σαν ένα μυστικό που το βάρος  του συνόδευσε όλη την υπόλοιπη ζωή τους».

– Πώς γεννήθηκε το «Ο Έτερος Εχθρός»;

«Γεννήθηκε στα πρώτα χρόνια της κρίσης, απ’ την αγωνία μου για το αν θα καταφέρουμε, ατομικά και συλλογικά, να σταθούμε «άξιοι των καιρών».

– Τι είναι αυτό που θέλετε να διαφυλάξετε στις ιστορίες σας;

«Επινοώ ιστορίες για να παρηγορηθώ απ’ αυτά που με πληγώνουν,  για να καταλάβω τα ακατανόητα, τις σκοτεινές πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού και της συμπεριφοράς και ελπίζοντας να βρω δικαιολογίες για τους κακούς, κάτι που σπάνια καταφέρνω».

-Τι αποτελεί έμπνευση για τα γραπτά σας;

«Μια ανθρώπινη συμπεριφορά που μου προκαλεί είτε υπερηφάνεια και δέος, είτε ντροπή».

 

Η Ελισάβετ μεγάλωσε στη δεκαετία του 60, «εποχή που η εικόνα δεν είχε πάρει την πρωτοκαθεδρία απ’ τον λόγο. Στο σχολείο», όπως λέει, « διδασκόμαστε την καθαρεύουσα, στο σπίτι μιλούσαμε στη δημοτική. Ο φιλόλογος παππούς και η γιαγιά μιλούσαν μια γλώσσα μεικτή, αλλά μας μάλωναν πάντα στην καθαρεύουσα. Η αγαπημένη μου θεία, που με μεγάλωσε και δεν είχε πάει ούτε στην πρώτη δημοτικού, έβοσκε πρόβατα ως δώδεκα χρόνων στα βουνά της Αρκαδίας. Οι ιστορίες απ’ τα παιδικά της χρόνια ήταν μαγικές όσο και το υπέροχο παχύ σίγμα της κι όλες αυτές οι τραχιές άγνωστες λέξεις, ονόματα άγνωστων πραγμάτων.

Αυτή η γλωσσική ποικιλία μου καλλιέργησε από πολύ νωρίς την ικανότητα να τέρπομαι απ’ τις λέξεις και τις ιδιοτροπίες τους, από μια παράδοξη σύνταξη, απ’ τις διαλέκτους και τα τοπικά ιδιώματα, απ’ τις διαφορετικές προφορές και ν’ αντλώ μεγάλη ηδονή απ’ τον λόγο κι ακόμη μεγαλύτερη απ’ τη λογοτεχνία για την οποία ένιωθα δέος. Για αυτό αρχικά ίσως δεν τόλμησα να δοκιμάσω να γράψω. Όμως ήθελα να λέω ιστορίες κι έτσι στράφηκα στην εικόνα, ίσως ακριβώς επειδή δεν την φοβόμουν τόσο πολύ».

-Τι αγαπάτε περισσότερο στα διηγήματα του βιβλίου;

«Με συγκινεί πολύ η φράση του Βασίλη Τσατίρη στο διήγημα «Λεβίδου 5, Κολωνός», και στο σημείωμά του προς τη γυναίκα του, λίγη ώρα πριν στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα: «Λενιώ μου θάνατος δεν υπάρχει. Αυτόν τον κόσμο θα τον φτιάξουμε δίκαιο νεκροί και ζωντανοί μαζί. Έτσι θα γίνει.» Με συγκινεί γιατί υποδηλώνει τη σημασία της «συνέχειας» της ανθρώπινης περιπέτειας σ’ αυτόν τον κόσμο, την υποχώρηση του εγώ μπροστά στο εμείς που είναι και ο μοναδικός τρόπος να νικήσεις το θάνατο. Γιατί υποδηλώνει μια ρομαντική πίστη στην ανθρωπότητα».

Μάνια Ζούση